Μια σημαντική εξέλιξη υπήρξε στην αλυσίδα των αγωγών από μετόχους και πιστωτές της Aegean Marine Petroleum Netoworks (της οποίας ο Δημήτρης Μελισσανίδης υπήρξε ιδρυτής και για χρόνια βασικός μέτοχος) που ακολούθησαν τη χρεοκοπία της ύστερα από την αποκάλυψη σημαντικών προβλημάτων κακοδιαχείρισης.
Μία από τις εναγόμενες εταιρείες, η PWC Greece, το ελληνικό τμήμα της διεθνούς εταιρείας ορκωτών λογιστών, προχώρησε σε συμβιβασμό, ύψους 14,9 εκατομμυρίων δολαρίων, με τους ενάγοντες, δηλαδή το ασφαλιστικό ταμείο Utah Retirements Systems και άλλοι επενδυτές, το οποίο είχε υποβάλλει αγωγή κατά των πρώην στελεχών της εταιρείας καθώς και κατά των ελεγκτικών εταιρειών που είχαν βεβαιώσει ότι όλα ήταν εντάξει με τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας.
Ειδικότερα, η αγωγή στρεφόταν και κατά της PWC Greece επειδή κατά τον έλεγχο που έκανε των οικονομικών της Aegean Marine Petroleum Network δεν έσπευσε να προειδοποιήσει για τα σοβαρά προβλήματα που υπήρχαν.
Στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού PWC Greece δεν παραδέχεται ότι έκανε κάτι λάθος, όμως δεσμεύεται να καταβάλει το ποσό των 14,9 εκατομμυρίων δολαρίων και να προσφέρει στους ενάγοντες έγγραφα στο πλαίσιο της συνολικής αγωγής τους.
Η διαδικασία τω αγωγής, ενώπιον Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, συνεχίζεται για το ελληνικό παράρτημα της διεθνούς ελεγκτικές εταιρείας Deloitte, τον Δημήτρη Μελισσανίδη και τον Σπύρο Γιαννιώτη πρώην CFO της Aegean Marine Petroleum Network.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η Aegean Marine Petroleum Network (“Αegean”) ήταν μια εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την οποία είχε ιδρύσει ο Δημήτρης Μελισσανίδης και μέχρι το 2016 ήταν εκ των βασικών μετόχων, πριν αποχωρήσει με τη διοίκηση της εταιρείας να συμφωνεί να αγοράσει το μερίδιό του, περίπου 22%, για ένα ποσό κοντά στα 100 εκατομμύρια δολάρια.
Στις αρχές του 2018 ο Μελισσανίδης προσπάθησε ουσιαστικά να επιστρέψει στην Aegean, μέσω της εξαγοράς της Hellenic Environmental Centers (HEC), εταιρείας επίσης συμφερόντων του Μελισσανίδη από την Aegean, για το ποσό των 367 εκατομμυρίων δολαρίων, αποτίμηση που παράγοντες της αγοράς θεώρησαν υπερβολική. Ορισμένοι μέτοχοι της εταιρείας θα εκτιμήσουν ότι η εξαγορά και η αποτίμηση εντάσσονταν σε ένα σχέδιο ανάκτησης του ελέγχου της εταιρείας από την πλευρά Μελισσανίδη, καθώς σε μεγάλο βαθμό το ποσό της εξαγοράς θα καλύπτονταν από την έκδοση 20 εκατομμυρίων νέων μετοχών της Aegean που θα δίνονταν στους ιδιοκτήτες της HEC.
Οι «ακτιβιστές μέτοχοι», επενδυτές που αγοράζουν μερίδα εταιρειών αλλά δεν επιθυμούν να βλέπουν απόπειρες χειραγώγησης της μετοχής (και της επένδυσής τους) από τους μεγαλομετόχους, αντέδρασαν. Υπέβαλαν αγωγή κατά της διαδικασίας εξαγοράς της HEC, υποστηρίζοντας ότι έτσι θα μειωνόταν η βαρύτητα των μετοχών τους, ενώ η πλευρά Μελισσανίδη θα αποκτούσε σημαντική βαρύτητα στην εταιρεία. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει η διαδικασία της εξαγοράς της HEC από την Aegean και να μπουν στη διοίκηση εκπροσώπων αυτών των επενδυτών.
Η νέα διοίκηση συγκρότησε επιτροπή λογιστικού ελέγχου (Audit Committee) (https://www.businesswire.com/news/home/20181102005313/en/Aegean-Marine-Petroleum-Network-Inc.-Announces-Results-of-Audit-Committee-Investigation-and-Findings-of-Substantial-Misappropriation-of-Company-Assets) που διαπίστωσε κακοδιαχείριση.
Εντόπισε 200 εκατομμύρια δολάρια εισπρακτέα (receivables), που αφορούσαν συναλλαγές χωρίς πραγματικό αντίκρισμα που έπρεπε να διαγραφούν και συνολικά εκτίμησε ότι έως και 300 εκατομμύρια δολάρια είχαν υπεξαιρεθεί (misappropriated) μέσα από δραστηριότητες με χαρακτήρα απάτης (fraudulent activities).
Από αυτές τις πρακτικές, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις (https://www.businesswire.com/news/home/20181102005313/en/Aegean-Marine-Petroleum-Network-Inc.-Announces-Results-of-Audit-Committee-Investigation-and-Findings-of-Substantial-Misappropriation-of-Company-Assets) της ίδιας της εταιρείας, κυρίως ευνοήθηκε η εταιρεία OilTank Engineering & Consulting Ltd, που είχε αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευής του τερματικού σταθμού της Aegean στη Φουτζέιρα και την οποία παρουσίασε ως σχετιζόμενη με πρώην στέλεχος της εταιρείας (“Former Affiliate”).
Η νέα διοίκηση της Aegean θα κάνει χρήση του κεφαλαίου 11 του αμερικανικού Πτωχευτικού Κώδικα και θα προχωρήσει σε αναδιοργάνωση. Πλέον ανήκει στον όμιλο Mercuria, δραστηριοποιούμενη ως Minerva Bunkering. (http://www.minervabunkering.com/)
Οι αγωγές στις ΗΠΑ
Ακολούθησαν αγωγές από μετόχους και εν γένει πιστωτές της εταιρείας που υποστήριξαν ότι ζημιώθηκαν.
Μία αγωγή κατατέθηκε από το Aegean Litigation Trust, ένα ειδικό καταπίστευμα που διαμορφώθηκε μετά την υπαγωγή της Aegean σε καθεστώς πτώχευσης και το σχέδιο αναδιοργάνωσής, για να προχωρήσει τις δικαστικές διεκδικήσεις των πιστωτών της. Η αγωγή που κατέθεσε ο διαχειριστής του Peter Kravitz στράφηκε κατά τεσσάρων μελών της προηγούμενης, του Νικόλα Ταυλάριου, του Πήτερ Γεωργιόπουλου, του Γιάννη Ταυλάριου και του Γιώργου Κονόμου.
Παράλληλα, το Utah Retirement Systems, ένα ασφαλιστικό ταμείο δημοσίων υπαλλήλων από την Πολιτεία της Γιούτα κατέθεσε στις 1/02/2019 επιπλέον αγωγή (“consolidated class action complaint”) που στρέφεται κατά της Aegean Marine Petroleum Network, του Δημήτρη Μελισσανίδη, μιας σειράς στελεχών της εταιρείας (Ν. Ταβλάριο, Σπ. Γιαννιώτη, J. McIlroy, Σπ. Φωκά, Π. Γεωργιόπουλο, Ι. Ταβλάριο, Κ. Κουτσομητόπουλο, Γ. Κονόμο) καθώς και των ελεγκτικών εταιρειών που χρησιμοποιούσε η εταιρεία.
Η εξέλιξη των αγωγών
Ως προς την αγωγή του Aegean Litigation Trust το δικαστήριο αποδέχτηκε το αίτημα απόρριψής της ( https://www.manifoldtimes.com/news/aegean-litigation-trust-loses-case-against-ex-staff-of-aegean-marine-petroleum-network/) (motion to dismiss) στις 8 Ιουλίου 2020. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων δεν απέδειξε ότι όντως τα εναγόμενα μέλη της διοίκησης δεν άσκησαν ορθή διαχείριση και επίβλεψη και δεν προστάτεψαν τα συμφέροντα της εταιρείας, δηλαδή δεν απέδειξε ότι τα στελέχη της εταιρείας είχαν γνώση για παράνομες ή βλαπτικές δραστηριότητες σε βάρος της εταιρείας και παρ’ όλα αυτά δεν έπραξαν. Ωστόσο οι ενάγοντες έχουν υποβάλει έφεση κατά της απόρριψης της απόφασης.
Ως προς την άλλη αγωγή, το δικαστήριο έκρινε καταρχάς το εάν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση της απόφασης, καθώς οι εναγόμενοι την αμφισβήτησαν, καθώς πρόκειται για υπόθεση που αφορά πολίτες άλλων χωρών και εταιρεία που δραστηριοποιείται εκτός των αμερικανικών συνόρων.
Το δικαστήριο αποδέχτηκε τα αιτήματα των εναγομένων για ορισμένα από τα στελέχη της εταιρείας και για τις διεθνείς και αμερικανικές ελεγκτικές εταιρείες. Για τον Δημήτρη Μελισσανίδη το δικαστήριο αναγνώρισε ότι δεν είχε γενική δωσιδικία αφού είναι κάτοικος Ελλάδας και εξετάστηκε εάν είχε ειδική και εξέτασε τις πράξεις που καταγγέλλει ο ενάγων ανωτέρω υπό το πρίσμα του κανόνα δικαίου “Effect Test”, εάν δηλαδή η μόνη σύνδεση που έχουν οι πράξεις του κατηγορούμενου με την αμερικανική δικαιοδοσία είναι ότι έχουν επιβλαβή αποτελέσματα σε Αμερικανό ενάγοντα.
To δικαστήριο αποδέχτηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία για όλες τις καταγγελλόμενες πράξεις, εκτός από την αγορά από την Aegean των μετοχών του αντί 100.000.000 δολάρια, αφού η πράξη αυτή έγινε στις ΗΠΑ και μετά από αυτήν η αξία της μετοχής έπεσε επηρεάζοντας τους λοιπούς Αμερικανούς μετόχους.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων προέβαλε επαρκώς σε αυτό το στάδιο τον ισχυρισμό του ότι ο Μελισσανίδης παραβίασε την νομοθεσία, αφού όταν η Aegean εξαγόρασε τις μετοχές του, ο ίδιος είχε στην κυριότητά του ουσιώδεις πληροφορίες, μη προσβάσιμες στο κοινό, δηλαδή έκανε insider trading.
Αντίστοιχα αποδέχτηκε ότι οι ελεγκτικές εταιρείες στην Ελλάδα όφειλαν να είχαν αντιληφθεί τα ανησυχητικά σημάδια, τα red flags, που περιλάμβαναν μεγάλο αριθμό συναλλαγών με σχετιζόμενες εταιρείες, απλήρωτους λογαριασμούς, αυξανόμενο όγκο εισπρακτέων και έναν ιδρυτή και πρώην διευθύνοντα σύμβουλο που διατηρούσε σημαντικό έλεγχο στην εταιρεία και είχε επωφεληθεί από ακριβή επαναγορά (buyback) μετοχών, την οποία ακολούθησαν προβλήματα ρευστότητας στην εταιρεία.
Έτσι, το δικαστήριο αποφάσισε να συνεχιστεί η υπόθεση για τις ελληνικές ελεγκτικές εταιρείες, για τον Δημήτρη Μελισσανίδη ως το ζήτημα της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών (insider trading) κατά την επαναγορά των μετοχών του από την Aegean και για τον οικονομικό διευθυντή της εταιρείας Σπ. Γιαννιώτη. Ο Μελισσανίδης με υπόμνημά του (https://www.docketbird.com/court-documents/In-re-Aegean-Marine-Petroleum-Network-Inc-Securities-Litigation/ANSWER-to-81-Complaint-with-JURY-DEMAND-Document-filed-by-Dimitris-Melisanidis/nysd-1:2018-cv-04993-00303) στις 12-07-2021 αρνήθηκε τα όσα του προσάπτονται. Ανάλογη στάση έχουν κρατήσει μέχρι στιγμής και η Deloitte και ο κ. Γιαννιώτης.
Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε η ανακοίνωση για τον συμβιβασμό ανάμεσα στους ενάγοντες και την PWC Greece, γεγονός αναμφισβήτητα με σημασία.
Η αγωγή στα δικαστήρια του Λουξεμβούργου
Ως προς τις νομικές κινήσεις του Aegean Litigation Trust, εκτός από την αγωγή που υποβλήθηκε στη Νέα Υόρκη (και εναντίον της απόρριψης της οποίας έχει υποβληθεί έφεση), αγωγές υποβλήθηκαν και στα δικαστήρια άλλων χωρών συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, στρεφόμενη κατά της Grady Properties Corporation SA (εταιρία συμφερόντων Μελισσανίδη), του Δ. Μελισσανίδη, του Γ. Μελισσανίδη, της OilTank Engineering & Consulting Ltd, της Leveret International S.A., του Γ. Τζαννάκου και του Στ. Κωστόπουλου.
Για την αγωγή αυτή έγραψε άρθρο (https://www.101greatgoals.com/news/daylight-robbery-aek-athens-owner-alleged-to-have-pumped-stolen-money-into-greek-outfit/) ο γνωστός δημοσιογράφος Paul Nicholson στην ιστοσελίδα insideworldfootball.com, ενώ για το ίδιο θέμα και με πηγή τον Nicholson γράφτηκε ( https://www.101greatgoals.com/news/daylight-robbery-aek-athens-owner-alleged-to-have-pumped-stolen-money-into-greek-outfit/άρθρο )
και στην ιστοσελίδα 101greatgoals.com
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Nicholson, οι ενάγοντες στην αγωγή τους υποστηρίζουν ότι «ο Μελισσανίδης εκμεταλλεύτηκε (abused) την κυρίαρχη θέση του στην Aegean για να παροχευτεύσει (syphon) με πρακτικές εξαπάτησης (fraudently) εκατομμύρια δολάρια σε οντότητες που έλεγχε», ανάμεσα στο 2010 και το 2018.
Το δημοσίευμα υποστηρίζει ότι η αγωγή αναφέρει ότι μια από τις εταιρείες που έλαβαν χρήματα ήταν η Oiltank Engineering & Consulting Ltd (OTE), «που παρουσιαζόταν ως ανεξάρτητη επιχείρηση, αλλά ελεγχόταν από τον Μελισσανίδη» και έλαβε περισσότερα από 35 εκατομμύρια δολάρια από την Aegean, με το άρθρο να υποστηρίζει ότι αυτό έγινε «χωρίς συμβόλαια, συμφωνίες δανεισμού ή τιμολόγια που να εξηγούν τις πληρωμές».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η ΑΕΚ στη συνέχεια «έλαβε πάνω από 10 εκατομμύρια από την OTE, μερικά από αυτά να πηγαίνουν κατευθείαν για να πληρωθούν μισθοί παικτών και προπονητών και μπόνους».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Nicholson στο πλαίσιο της αγωγής υπάρχουν λεπτομέρειες για «email που ανταλλάχτηκαν μεταξύ του Μελισσανίδη, στελεχών της ΑΕΚ και του διευθυντή της ΟΤΕ Αιμίλιου Βραχυπέδη που δείχνουν ότι ανάμεσα στο 2015 και το 2018, πόροι της Aegean διοχετεύτηκαν μέσα από την ΟΤΕ στην ΑΕΚ για να πληρωθούν παίκτες και προπονητές και να καλυφθούν λειτουργικά ελλείμματα. Ο Μελισσανίδης ενέκρινε τις πληρωμές από την ΟΤΕ στην ΑΕΚ».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Nicholson «ένα email του Οικονομικού Διευθυντή Δημήτρη Πάτκα στον Βραχυπέδη της ΟΤΕ ζητούσε “να εξασφαλίσει ότι μέχρι το τέλος του μήνα στις 30/09/2015 οι δόσεις για τον Vargas ύψους 19.890 ευρώ και τον Buananotte ύψους 23.880 ευρώ θα έχουν πληρωθεί”».
Πάλι σύμφωνα με το δημοσίευμα του Nicholson «ο Πάτκας έστειλε email στον Μελισσανίδη σχετικά με τον προϋπολογισμό της ΑΕΛ για το τέλος της αγωνιστικής περιόδου 2017 αναγνωρίζοντας ένα έλλειμμα 3.5 εκατομμυρίων ευρώ για την αγωνιστική περίοδο 2016/2017 και ότι θα υπήρχε και πάλι έλλειμμα για την αγωνιστική περίοδο 2017/2018. Η προτεινόμενη από τον Πάτκα λύση για ένα δάνειο από την ΟΤΕ “στο ύψος, ας πούμε, των 5 εκατομμυρίων για να καλυφθεί το έλλειμμα ρευστότητας”».
Το δημοσίευμα του Nicholson υποστηρίζει επίσης ότι «η παράτυπη συμπεριφορά (misconduct) του Μελισσανίδη και των συνεργατών του περιλάμβανε την παραποίηση τραπεζικών στοιχείων, εσωτερικών λογιστικών αρχείων, τιμολογίων, πιστοποιητικών ποιότητας και άλλων εγγράφων».
Σημειώνουμε εδώ ότι στις αντίστοιχες αγωγές στις ΗΠΑ ο Δημήτρης Μελισσανίδης έχει αρνηθεί οτιδήποτε του προσάπτεται στις σχετικές αγωγές.
Ως προς το θέμα των ποσών που αναφέρονται στο δημοσίευμα ότι μεταφέρθηκαν από την Aegean στην OilTank και τελικά στην ΑΕΚ, η ίδια η ΑΕΚ είχε συμπεριλάβει στον ισολογισμό της για τη χρονιά 2015/16 σχετική αναφορά, υποστηρίζοντας ότι στις 13/07/2015 λόγω της τραπεζικής αργίας είχε προχωρήσει στη σύναψη δανείου με την OilTank με σκοπό την πληρωμή των υποχρεώσεών της προς τους ποδοσφαιριστές. Η ΑΕΚ υποστηρίζει ότι τα ποσά αυτά (2,77 εκατομμύρια ευρώ) επιστράφηκαν κανονικά και το θέμα έχει κλείσει.