Απ’ του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και των βανδάλων μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου ‘χει στείλει πιο μεγάλο
Το 1809, ο νεαρός λόρδος Βύρων, μια από τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντικού κινήματος και η πλέον φιλελεύθερη φωνή της εποχής, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, επισκέφθηκε τον Παρθενώνα. Ο ακρωτηριασμός του μνημείου από τον λόρδο Ελγιν ήταν ακόμη νωπός και το μέγεθος του εγκλήματος συγκλόνισε τον νεαρό φιλέλληνα. Στο ποίημα-καταγγελία «Η Κατάρα της Αθηνάς», το οποίο έγραψε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 1811, ζητά από τη θεά Αθηνά την τιμωρία του δράστη, που εκμεταλλεύθηκε τη θέση του εις βάρος ενός υπόδουλου λαού. Ο βανδαλισμένος ναός της Παρθένου αποδόθηκε από τον χρωστήρα των ξένων περιηγητών, όπως ο ιρλανδός ζωγράφος και αρχαιοδίφης E. Dodwell, ξεσηκώνοντας διεθνή κατακραυγή, μαζί με την «Κατάρα της Αθηνάς» και το «Προσκύνημα του Childe Harold», που γράφτηκε από τον Βύρωνα έναν χρόνο μετά.
Στις 10 Μαρτίου 1812, ο John Murrey, εκδότης και φίλος του Byron, δημοσίευσε το Προσκύνημα του Childe Harold. Στο πολύστιχο αυτό ποίημα, ο ήρωας περιπλανιέται σε χώρες και τόπους, καταγράφει τις εντυπώσεις του, κάνοντας πικρές σκέψεις για τη λεηλασία των μνημείων από τον Ελγιν. Πεντακόσια αντίτυπα, με τιμή 30 σελίνια το καθένα, εξαντλήθηκαν σε τρεις ημέρες. Μέσα στις επόμενες δύο ημέρες, κυκλοφόρησε μία ακόμα έκδοση 3.000 αντιγράφων με 12 σελίνια, κάνοντας τον Byron να αναφωνήσει: «Ξύπνησα ένα πρωί και ήμουν διάσημος!». Η τεράστια επιτυχία των Ασμάτων του Childe Harold, και οι μεταφράσεις του στις ευρωπαϊκές γλώσσες σήμαινε ότι οι σκέψεις και αναφορές του Βύρωνα για την Ελλάδα διαβάστηκαν από περισσότερους αναγνώστες από ό,τι όλα τα ταξιδιωτικά βιβλία μαζί.
Από το 1812 και μετά η Ελλάδα εισήλθε στη συνείδηση των Δυτικοευρωπαίων και των Αμερικανών ως τόπος που κατοικείται από σύγχρονους ανθρώπους, το πολιτικό μέλλον των οποίων άρχιζε να αναγνωρίζεται ως πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του φιλελληνισμού. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι καταστροφές στην Ακρόπολη των Αθηνών από τον Ελγιν και η απόκτηση, το 1817, των «Ελγινικών Μαρμάρων» από το Βρετανικό Μουσείο αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στη Βρετανία για την ανάδειξη της κλασικής Ελλάδας. (St Clair 1998; King 2006). Στη Γερμανία, η διαδικασία είχε ξεκινήσει νωρίτερα, περί το 1750, μέσα από τα κείμενα του λόγιου ιστορικού τέχνης Jοhann Winckelmann, πατέρα της κλασικής αρχαιολογίας και θεμελιωτή του ρεύματος του νεοκλασικισμού. Η καταδίκη των δραστηριοτήτων του Ελγιν στη χώρα του από εξέχουσες προσωπικότητες συνέτεινε ώστε τα Γλυπτά του Παρθενώνα να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία της ζωντανής συνείδησης των Ελλήνων, οι οποίοι, ως απόγονοι των Αρχαίων, δρούσαν ως θεματοφύλακες της προγονικής τους κληρονομιάς. Η παρουσία των Γλυπτών στο Λονδίνο και η συζήτηση που προκάλεσαν επηρέασαν σημαντικά την αισθητική αντίληψη στη βρετανική κοινωνία και πέρα από αυτή. Σε μια εποχή που ο κλασικισμός – ως κυρίαρχη ακόμα τάση – δεχόταν σφοδρή επίθεση από τους υποστηρικτές του ρομαντισμού, τα Γλυπτά συνέβαλαν στην αναδιαμόρφωση του καλλιτεχνικού γούστου, αφού αντιπροσώπευαν ένα μοντέλο διαφορετικό από την αφηρημένη ρωμαϊκή τέχνη, αποτελώντας το κυριότερο παράδειγμα του νέου νατουραλιστικού Grecian Gusto (Γ. Χαμηλάκης, 1999).
Ο θαυμασμός των ευρωπαίων περιηγητών για την κλασική Ελλάδα οδηγούσε συχνά σε απόπειρες ιδιοποίησής της, με τη συγκρότηση ιδιωτικών συλλογών και την πώληση αρχαιοτήτων να αποκορυφώνεται τον 19ο αιώνα. Hδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ιταλική χερσόνησος εντάσσονταν στη Μεγάλη Περιήγηση, το Grand Tour, ένα πολύμηνο ταξίδι πνευματικής και αισθητικής καλλιέργειας που έκαναν οι ευρωπαίοι ευγενείς μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Ο γάλλος φιλέλληνας λογοτέχνης, πολιτικός και περιηγητής, υποκόμης François-René de Chateaubriand, γνωστός ως Σατωβριάνδος, που είχε ήδη επισκεφθεί την Ελλάδα το 1806, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού δημοσιεύοντας το 1825 το «Κάλεσμα υπέρ της ιερής υπόθεσης των Ελλήνων» και το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος». Παρότι στο Οδοιπορικό του, μόλις τρία χρόνια μετά τη λεηλασία του μνημείου, σχολιάζει καυστικά την κλοπή των Γλυπτών από τον Ελγιν, αναφέρει χαρακτηριστικά:
Κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη, πήρα μαζί μου ένα κομμάτι μάρμαρο από τον Παρθενώνα, όπως είχα μαζέψει κι ένα κομματάκι πέτρας από τον τάφο του Αγαμέμνονα. Κι από τότε, κάτι αφαιρώ από τα μνημεία που είδα, έτσι για ενθύμηση. Βέβαια, δεν είναι τόσο ωραία σαν κι αυτά που άρπαξαν ο κ. ντε Σουαζέλ και ο λόρδος Ελγίνος, όμως εμένα μου φτάνουν.
Η κληρονομιά των προγόνων
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα συμβαίνουν ριζικές αλλαγές. Η αναδυόμενη νέα κοινωνική τάξη με ευρωπαϊκή μόρφωση και σχέσεις με τις δυτικές ελίτ ανακάλυπτε την κληρονομιά των προγόνων, καλλιεργώντας την αυτοσυνειδησία και συμμετέχοντας στη δημιουργία της κοινότητας του Ελληνικού Εθνους, μια διαδικασία που έλαβε διαστάσεις εθνικής αναγέννησης. Οι διαρπαγές αρχαιοτήτων συνέβαλαν στη συνειδητοποίηση του ιστορικού παρελθόντος. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους οδήγησε στη συστηματική φροντίδα, συλλογή και μελέτη των αρχαιοτήτων, καθώς αντιπροσώπευαν την ορατή ουσιαστική απόδειξη της εθνικής συνέχειας και ενσωματώνονταν βαθιά στη νεόδμητη εθνική μνήμη (Γ. Χαμηλάκης, 1999).
Ο Γιώργος Σεφέρης το καταγράφει αριστοτεχνικά. Το βάρος των μαρμάρων πληγώνει, αλλά είναι αδύνατον να εγκαταλειφθεί:
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια μου/ που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω
Στο δοκίμιό του «Ενας Ελληνας – ο Μακρυγιάννης» (1981), ο Γ. Σεφέρης αναδεικνύει την περίφημη ρήση του Μακρυγιάννη στα Απομνημονεύματά του, που συχνά μνημονεύουμε στον δημόσιο λόγο:
«Είχα δυο αγάλματα» «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε”». «Καταλαβαίνετε», λέει ο Σεφέρης. «Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. “Γι’ αυτά πολεμήσαμε”. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου. Γιατί μόνο σε τέτοια αισθήματα μπορεί να ριζώσει και να ανθίσει η μόρφωση του Γένους. Σε αισθήματα πραγματικά και όχι σε αφηρημένες έννοιες περί του κάλλους των αρχαίων ημών προγόνων ή σε καρδιές αποστεγνωμένες που έχουν πάθει ακαταληψία από το φόβο του χύδην όχλου».
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, επισημαίνει ότι ο σικελός ιστορικός Xavier Scrofani, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1794-95, δεκαπέντε χρόνια πριν από τον λόρδο Βύρωνα, παρατήρησε, όπως και ο δεύτερος, τη συνέχεια της γλώσσας με εκείνη των αρχαίων. Ο Ρεσίτ Πασάς, γνωστός ως Κιουταχής, το 1826, πολιόρκησε την Ακρόπολη, όπου βρίσκονταν κλεισμένοι έλληνες αγωνιστές. Από την αναφορά του προς τη Μεγάλη Πύλη, καταφαίνεται ότι είχε αντιληφθεί τη διασύνδεση των ελληνικών αρχαιοτήτων με τη γέννηση εθνικής συνείδησης στους υπόδουλους Ελληνες και τη μεγάλη συμβολή τους στη δημιουργία του φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη, που τόσο καθοριστικό ρόλο θα παίξει στην πορεία και τελική έκβαση του Αγώνα για Ανεξαρτησία. (Θ. Βερέμης, 2020)
Ο βοναπαρτιστής συνταγματάρχης, Olivier Voutier, διηγείται ότι το 1822 πολλοί αγωνιστές που πολιορκούσαν την Ακρόπολη των Αθηνών προτίμησαν να υποχωρήσουν, ώστε να σταματήσουν οι πολιορκούμενοι Τούρκοι να κατεδαφίζουν τα σωζόμενα τμήματα των τοίχων και να σπάζουν τις κολόνες του Παρθενώνα για να αρπάξουν τον μόλυβδο των αρχαίων συνδέσμων, χρήσιμο για τη χύτευση σφαιρών. Με μεσολάβηση του Κυριακού Πιττάκη, μετέπειτα εφόρου Αρχαιοτήτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σταμάτησε την καταστροφή του μνημείου προμηθεύοντας τους Τούρκους με βόλια.
Η πρώτη ποιητική απάντηση στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήρθε από τον Byron αλλά από τον νεότερο σύγχρονο και φίλο του και έναν από τους σημαντικότερους άγγλους ρομαντικούς ποιητές, τον Percy Bysshe Shelley. Ο ενθουσιασμός του Shelley για τη φλόγα ανεξαρτησίας που επικρατούσε στην Ελλάδα τον ώθησε να γράψει το 1822, το λυρικό δράμα Hellas, αφιερώνοντάς το στον Μαυροκορδάτο. Στον πρόλογο αναφέρει: «Είμαστε όλοι Ελληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα». Ο John Keats, από τους πλέον αγαπητούς ρομαντικούς ποιητές, με μόνιμη παρουσία στα εγχειρίδια του Ηνωμένου Βασιλείου, στενός φίλος των Byron και Shelley, εμπνεόμενος από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας στο πολυδιαβασμένο ποίημα του Ωδή σε μια ελληνική υδρία, γραμμένο το 1819, διατρανώνει την πίστη του στην αρχαία ελληνική τέχνη ως αυτοδίκαιο φορέα ανθρωπιστικών αξιών, μέσω μιας υποδειγματικής για την αισθητική του 19ου αιώνα έκφρασης.
Η βρετανίδα ελληνίστρια Jennifer Wallace επισημαίνει ότι δύο γεγονότα στις αρχές του 19ου αιώνα προανήγγειλαν τη θεσμοθέτηση του ελληνισμού στο βρετανικό κατεστημένο και την υπεροχή της Ελλάδας επί της Ρώμης ως πολιτιστικού και αισθητικού μοντέλου. Πρώτον, όταν μεταξύ 1801 και 1806 ο λόρδος Ελγιν αφαίρεσε όλα τα γλυπτά από τον Παρθενώνα και τα έστειλε στην Αγγλία για να βελτιώσει το βρετανικό γούστο και, δεύτερον, το 1807, όταν η Οξφόρδη εισήγαγε εξετάσεις κλασικού πτυχίου. Η Ελλάδα και ο πολιτισμός της θεωρήθηκαν πλέον απαραίτητα στοιχεία για την ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων και η λυδία λίθος για τους καλλιτέχνες.
Η αναγωγή της κλασικής αρχαιότητας ως κοσμολογικού ακρογωνιαίου λίθου του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού είχε θεμελιώδεις συνέπειες στην ανάκτηση της εθνικής ταυτότητας. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αποτελώντας ένα από τα πιο ισχυρά ορόσημα του ελληνισμού, έμελλε να συμβάλουν καθοριστικά στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας.
Η Σοφία Χηνιάδου-Καμπάνη είναι νομικός ειδικευμένη στο δημόσιο δίκαιο και στην πολιτιστική διαχείριση, Βουλή των Ελλήνων
Το κείμενο βασίστηκε στην ομιλία που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο «Ο πολιτικός πατριωτισμός και τα Συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης», Ιδρυμα Θεοχαράκη, 13-14.10.2021