Η Θεατρική Εταιρεία THEARTES των Κωνσταντίνου Κυριακού και Κατερίνας Μπιλάλη και η Θεατρική Ομάδα Μπουφόνοι της Βίλης Σωτηροπούλου ενώνουν τις δυνάμεις τους, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε ενιαία παράσταση, τέσσερα κωμικά μονόπρακτα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες στο Θέατρο Μεταξουργείο, (Ακαδήμου 14 και Κεραμεικού). Μέσα από την παράστασή τους με τίτλο «Νέα απ’ τον Θερβάντες» κάθε Σάββατο και Κυριακή συστήνουν τον μεγάλο Ισπανό συγγραφέα ως «δραματουργό» στο ελληνικό θεατρικό κοινό και παράλληλα κάνουν μια αναδρομή στην ιστορία της Κωμωδίας.
Πρόκειται για τέσσερα σκηνικά διαμαντάκια κωμικού χαρακτήρα, με τη θεματολογία τους να περιστρέφεται γύρω από το ερωτικό πάθος, τη συζυγική απιστία και τις κωμικές ή τραγικές συνέπειές τους. Μέσα από αυτά αντανακλώνται ιδεοψυχαναγκαστικές καταστάσεις που συνορεύουν με την τρέλα – περίφημα εκπροσωπούμενες από τον θερβαντινό Δον Κιχώτη. Οι ιστορίες φωτίζονται από «χιουμοριστικά παιχνίδια», με πρωταγωνιστές τούς αιώνια γελοίους τύπους (μπούφοι, ρουφιάνοι, σπουδαστές, προξενήτρες, γερο-παράξενοι, κ.λπ.), με εμφανείς τις επιρροές που άσκησε η commedia dell’ arte στο θεατρικό σύμπαν του Θερβάντες.
Καθένα από τα μονόπρακτα παρουσιάζει διαφορετική υποκριτική φόρμα και όλα μαζί γίνονται όχημα για μια αναδρομή στην Ιστορία της Κωμωδίας. Έτσι, με αφετηρία την commedia dell’ arte και με σημείο τερματισμού τη σύγχρονη γερμανική κωμωδία, οι ενδιάμεσοι σταθμοί της παράστασης είναι η κλασικιστική κωμωδία του Μολιέρου και η ελληνική αστική πολιτική κωμωδία ηθών του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, μεταγραμμένη σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο.
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν οι ηθοποιοί Κατερίνα Μπιλάλη, Κωνσταντίνος Κυριακού, Βίλη Σωτηροπούλου, Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Γιώτα Τσιότσκα, Λευτέρης Παπακώστας και Στεφανία Γώγου.
Η Κατερίνα Μπιλάλη μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, το Θερβάντες και την κωμωδία.
Ο δραματουργός Θερβάντες πόσο απέχει από τον συγγραφέα και πόσο ενδιαφέρων είναι;
Υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στο θεατρικό και στο μυθιστορηματικό κόσμο του Θερβάντες, καθώς αν μελετήσεις τα έργα του θα διασταυρωθείς με ήρωες που ζουν και στα δυο Θερβαντινά σύμπαντα. Για παράδειγμα, σ’ ένα από τα ιντερμέδια που παρουσιάζουμε εμφανίζεται ο τύπος του γερο- ζηλιάρη, τον οποίο συναντάμε στη νουβέλα «Ο ζηλιάρης Εστρεμαδούρα». Μέσα από τη δημιουργική του ιδιοφυΐα, διαφαίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως η λεπτή ειρωνεία, η μυθιστορηματική ζωή, η υπέρμετρη φαντασία και τα αισθητικά και ιδεολογικά του πρόσημα. Το ενδιαφέρον, εκτός των άλλων, είναι και ιστορικό μιας και στα έργα του διακρίνεται η συνέχιση της κωμωδιογραφίας, με αισθητή την επιρροή της commedia dell’ arte.
Οι ήρωές του στα όρια της τρέλας, είναι ίσως άλλοι Δον Κιχώτες;
Κάποιοι από τους ήρωές του πάσχουν από ζήλια, ψευδορκία, πολυλογία, ναρκισσισμό, ανίατες δηλαδή ψυχοπνευματικές ασθένειες, όπως η αχαλίνωτη φαντασία του Δον Κιχώτη, στα όρια της τρέλας. Παρ’ όλα αυτά οι ήρωές του δανείζονται στοιχεία από τους αιώνια γελοίους τύπους, όπως οι μπούφοι, οι ρουφιάνοι, οι χωρικοί, οι σπουδαστές, οι καυχησιάρηδες στρατιώτες, οι γερο- παράξενοι και πολλοί άλλοι. Αν και στις κωμωδίες του τοποθετεί τα δραματικά πρόσωπα σε συμβατικές καταστάσεις, δεν διστάζει με οδηγό την ανεκτικότητα της μπουφόνικης εικόνας, να θέσει υπό αμφισβήτηση, όπως και στον Δον Κιχώτη, τις πιο ισχυρές προκαταλήψεις της «Χρυσής» διανόησης.
Ανατρέχοντας στην ιστορία της κωμωδίας τι ανακαλύψατε για την σημερινή της θέση και κατάσταση;
Εστιάσαμε στη σκηνική της απεικόνιση, ξεκινώντας από τον 16ου αιώνα, της commedia dell’ arte, περνώντας στον 17ο αιώνα ,του μολιερικού στυλ και στον 19ο, της αστικής ηθογραφίας και φτάνοντας στον 21ο αιώνα, του μεταμοντέρνου. Διαπιστώσαμε ότι η υποκριτική φόρμα διαφοροποιείται και φαίνεται σαν να ξεκινάει από την περιφέρεια ενός κύκλου για να καταλήξει στο κλειστό κέντρο του. Αρχικά, η σωματικότητα, ο λόγος, οι εκφράσεις είναι όσο γίνεται πιο “μεγάλες”. Στη συνέχεια μικραίνουν για να φτάσουν “βιομηχανοποιημένες” στο σήμερα, όπου η κωμωδία απεικονίζει τον σύγχρονο τρόπο ζωής μας. Οι αγχώδεις, η ταχύτητα, ο χαοτικός κυβερνοχώρος, έχουν μετατρέψει τη ζωή μας σε “matrix”, στοιχεία τα οποία παρωδούμε.
Η σχέση σας με τον Θερβάντες πριν την παράσταση ποια ήταν;
Είχα δει πολλές φορές στο θέατρο διάφορες θεατρικές διασκευές του Δον Κιχώτη, μιας και είναι το μοναδικό του έργο που έχει παρασταθεί στην Ελλάδα μέχρι στιγμής. Γεγονός που κάνει την παράστασή μας να πρωτοπορεί, αφού είναι η πρώτη φορά που συστήνεται ως δραματουργός ο Θερβάντες. Εκτός από αυτό, είχα ασχοληθεί σε θεωρητικό επίπεδο με το θεατρικό του corpus, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, στο τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου της Πάτρας.
Ποιο πρόσωπο υποδύεστε εσείς στην παράσταση και πώς το αντιμετωπίζετε;
Επειδή πρόκειται για τέσσερις μονόπρακτες κωμωδίες, σε καθεμία από αυτές, έχω και έναν διαφορετικό ρόλο. Στο πρώτο μονόπρακτο, το οποίο είναι σκηνοθετικά εγγεγραμμένο στο στυλ της commedia dell’ arte, υποδύομαι μια παντρεμένη γυναίκα μ’ έναν πολύ μεγαλύτερο άντρα, η οποία δεν έχει παραιτηθεί από τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής και φυσικά και από τον έρωτα. Υιοθετώντας το στυλ της Inamorata της commedia, δεν ακολουθώ τις νόρμες που επιβάλλει μια πατριαρχική κοινωνία αλλά διεκδικώ, έστω με παράδοξο τρόπο, τη διάθεση του σώματός μου, όπως επιθυμώ. Στο δεύτερο μονόπρακτο, είμαι η αεικίνητη, σπιρτόζα υπηρέτρια, μέσα σε ένα μολιερικό πνεύμα, που παρακινώ την κυρά μου να κάνει την επανάστασή της και να χαρεί τη ζωή και τον έρωτα, παραβαίνοντας τις επιβληθείσες ηθικές αξίες, οι οποίες ήθελαν μια νεαρή γυναίκα παντρεμένη και φυλακισμένη από έναν ηλικιωμένο άντρα. Στο τρίτο μονόπρακτο, το οποίο είναι χωροχρονικά τοποθετημένο στον 19ο αιώνα και υφολογικά στο στυλ της αστικής ηθογραφικής κωμωδίας, ο ρόλος μου είναι αυτός της πανούργας κοκότας, στην οποία ο Θερβάντες θέλησε να δώσει ένα μάθημα και γι’ αυτό βρίσκεται ελαφρώς εξαπατημένη από κάποιον άντρα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η καρδιά και το πνεύμα αυτής της γυναίκας είναι πάνω από μικρότητες και γι’ αυτό συγχωρεί και παίρνει πάλι τον έλεγχο της ζωής της. Στο τέταρτο και τελευταίο μονόπρακτο, το οποίο παρουσιάζεται ως μια παρωδία του μεταμοντέρνου, υποδύομαι τη γυναίκα ενός μαφιόζου, η οποία είναι φοβερά πολυλογού και παρ’ όλη την προσπάθεια του άντρα της να την γιατρέψει με τρόπο ομοιοπαθητικό, εκείνη θα ανασυγκροτηθεί και θα υποστηρίξει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της.
Σε αυτούς τους γελοίους τύπους που μας παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι για την ιστορία της κωμωδίας, ποια γοητεία βρίσκετε εσείς;
Τη γοητεία του μη ρεαλιστικού, των υπερβολικών, γεμάτων συναισθημάτων, του παραμυθιού, της φαντασίας. Αυτό που πάντα με ελκύει στην κωμωδία είναι ότι οι ήρωες δεν είναι politically correct, δεν είναι comme il faut, αντίθετα είναι ακραίοι τύποι, που χαίρονται τη ζωή και με ασπίδα την “ανοικτότητα” του είδους, είναι σε θέση να φέρουν στο προσκήνιο και να καυτηριάσουν φλέγοντα θέματα, ακόμα και να έρθουν σε ρήξη με το παιχνίδι της ζωής, που “κανοναρχείται” από τις στρατηγικές της οικονομικοπολιτικής κυριαρχίας.