Ο «Ντον Ζουάν», το κορυφαίο έργο του Μολιέρου, επιστρέφει στη θεατρική σκηνή από τις 9 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Σημείο κάθε Πέμπτη έως Κυριακή. Ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Διαμαντή με τρεις βιρτουόζους ηθοποιούς, τον Όμηρο Πουλάκη, τη Μάνια Παπαδημητρίου και τη Δανάη Παπουτσή να ερμηνεύουν όλους τους ρόλους του κειμένου, το οποίο ακούγεται στην ιστορική μετάφραση του Παντελή Πρεβελάκη.
Ο Ντον Ζουάν φτάνει στις ακτές της Σικελίας συνοδευόμενος από τον υπηρέτη του, Σγκαναρέλ, ένα δίδυμο παρόμοιο του Δον Κιχώτη με τον Σάντσο Πάντσα. Εκεί τους προλαβαίνει η Ντόνια Ελβίρα, η γυναίκα που ο Ντον Ζουάν ερωτεύτηκε και έκλεψε από το μοναστήρι που βρισκόταν, για να την εγκαταλείψει στη συνέχεια όταν το πάθος του είχε πια σβήσει. Η Ελβίρα τυχαίνει ψυχρής υποδοχής. Πληγωμένη, ορκίζεται εκδίκηση.
Αδιαφορώντας προχωρά με ακατάβλητο θάρρος σε νέες περιπέτειες· μπλέκει σ’ έρωτες και σε καυγάδες, ζει τη ζωή στο έπακρο, κηρύττοντας ταυτόχρονα επικίνδυνες ιδέες: δεν υπάρχει ούτε Θεός ούτε διάβολος, υπάρχει μόνο ο κόσμος που βλέπουμε και ο ορθός λόγος. Ζούμε μια ζωή, ας τη ζήσουμε λοιπόν καλά, υπόλογοι μόνο στον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τη θεία ή την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Ο Ντον Ζουάν, μέσα από μια σειρά επεισοδίων, κωμικών και δραματικών, έρχεται αντιμέτωπος με όλες τις όψεις της ανθρώπινης ζωής, επιμένοντας με ζήλο στις απόψεις του, προκαλώντας τον έρωτα των γυναικών, την οργή των αντρών και το διαρκή σκανδαλισμό του Σγκαναρέλ, προσωποποίησης αυτού που λέμε «μέσο άνθρωπο», ρόλου που στο πρώτο ανέβασμα του έργου ερμηνεύτηκε από τον ίδιο το Μολιέρο. Η Ελβίρα επανέρχεται· αυτή τη φορά ικετεύει τον Ντον Ζουάν να μεταμεληθεί, να σταματήσει να προκαλεί τη μοίρα του και να αλλάξει ζωή. Εκείνος παραμένει αμετανόητος.
Ο Ντον Ζουάν κάποτε φτάνει, σε μια από τις πιο γνωστές σκηνές ύβρεως στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, να καλέσει σε δείπνο το ταφικό άγαλμα του Ταξίαρχου, ενός έντιμου κι ευγενούς ανθρώπου που δολοφόνησε ο ίδιος. Το άγαλμα ζωντανεύει και δέχεται την πρόσκληση, συναντιέται με τον Ντον Ζουάν κι όταν αυτός αρνείται για ακόμα μια φορά ν’ αποκηρύξει τη ζωή, τις απόψεις και τις πράξεις του, αυτό, ενεργώντας ως εκπρόσωπος του Θεού, τον καταδικάζει σ’ αιώνια τιμωρία.
Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Διαμαντής μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Ντον Ζουάν και την απιστία.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε τον «Ντον Ζουάν»;
Επανέρχομαι μ’ αυτή την παράσταση στο θέατρο μετά από σχεδόν δυο χρόνια υποχρεωτικής αργίας, σε μια στιγμή που ο κόσμος αλλάζει. Θεωρώ πως βρισκόμαστε σε μια μικρή πτήση μεταξύ βημάτων, όπου εγκαταλείπουμε μια εποχή και περνάμε σε μια νέα κι ακόμα άγνωστη. Κι όπως αλλάζει η κοινωνία, το ίδιο συμβαίνει και με το θέατρο. Μ’ αυτή την παράσταση, επιδιώκω να ερευνήσω ένα νέο είδος θεάτρου, που όσο κι αν
αντιλαμβάνομαι την ουσία του -βολές λέξεων, που βγαίνουν σαν πέτρες από το στόμα, με τις προθέσεις των θεατρικών προσώπων να ρέουν γύρω από τις λέξεις, σαν νερό γύρω από πέτρες-, ακόμα προσπαθώ να καθορίσω τη μορφή του. Ουσιαστικά, σε κάθε μου δουλειά, αυτό το νέο θέατρο αναζητώ. Ο Ντον Ζουάν είναι ένας μύθος, ανάλογος του Οδυσσέα, του Άμλετ και του Φάουστ. Είναι επομένως ένα σημείο αναφοράς -γιατί αυτό είναι οι μύθοι- ανοιχτό σε πολλές και αντιφατικές ερμηνείες, και προσεγγίζοντάς τον, αισθάνομαι όπως ένας αρχιτέκτονας που καλείται να δημιουργήσει εκ νέου κάτι αρκετά ουσιαστικό, όπως ας πούμε μια κατοικία ή ένα θέατρο.
Ο Ντον Ζουάν για εσάς ποιος είναι; Ένας απατεώνας ή επαναστάτης μ’ έναν δικό του τρόπο;
πατεώνας ή επαναστάτης, ιδεαλιστής ή μηδενιστής, λάγνος ή φιλόσοφος, ο Ντον Ζουάν είναι ένα σημείο συνεύρεσης μεταξύ αντιφάσεων. Θεωρώ πως οι μνήμες και οι ελπίδες μεταξύ των οποίων ισορροπεί αυτό που αποκαλούμε εαυτός είναι συχνά αντιφατικές, ενίοτε μάλιστα κι απολύτως αντίρροπες. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ντον Ζουάν είναι τελικά η ενσάρκωση ενός ερωτήματος με τ’ οποίο βρίσκεται κανείς συχνά αντιμέτωπος, αν και μάλλον αδυνατεί ν’ απαντήσει: -ποιος είμαι κατά βάθος;, αυτός που είμαι κάθε φορά, σε κάθε διαφορετική περίσταση ή εκείνος που διαρκώς θα ήθελα να είμαι;
Σε όλη αυτήν τη διαδρομή απιστίας υπάρχει κάτι στο οποίο παραμένει πιστός;
«Θα ήθελα να ήξερα! Σε τί πιστεύετε στ’ αλήθεια;», ρωτά τον Ντον Ζουάν ο σύντροφός του Σγκαναρέλ. Κι αυτός του απαντά: «Πιστεύω πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα και τέσσερα και τέσσερα, οκτώ». Αυτή η πίστη -η λογική-, μαζί με μία ενίοτε ηδονοθηρική αγάπη για την Ανθρωπότητα -με τη διπλή έννοια της λέξης, ως του συνόλου του ανθρώπινου πληθυσμού αλλά και της ανθρώπινης ιδιότητας- είναι γι’ αυτόν απόλυτη, σε σημείο που ποτέ δεν μετανοεί, ποτέ δεν μετατοπίζεται απ’ αυτήν, ούτε για μια στιγμή, ούτε για μια σπιθαμή.
Αναγνωρίζετε τον Δον Ζουάν σε κάποιους σήμερα;
Θεωρώ πως το θέατρο περισσότερο θέτει ερωτήματα, παρά προσφέρει απαντήσεις. Σκοπός μου είναι να αναρωτηθεί ο θεατής αν και ως προς τι αναγνωρίζει στον Ντον Ζουάν τον εαυτό του παρά να τον πείσω εγώ γι’ αυτό.
Ο «Ντον Ζουάν» είναι έργο και πολιτικό. Σε ποιες αναφορές του στέκεστε;
Στην Ελευθερία. Ο «Ντον Ζουάν», ως έργο, συγκροτείται από μια σειρά επεισοδίων κωμικών, δραματικών, γήινων και μεταφυσικών που σ’ όλα τους, κάποιος επιχειρεί με τα λόγια και με τις πράξεις να μεταπείσει τον ήρωα, να τον κάνει ν’ αναιρέσει τις πεποιθήσεις του, όπως τις περιέγραψα παραπάνω. Σ’ όλα αυτά, εκείνος επιμένει να βλέπει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, διεκδικώντας ουσιαστικά το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του, να πιστεύει την δική του αλήθεια και να μην υποταχθεί στις επιταγές κανενός άλλου, παρά μόνο της συνείδησής του. Μ’ αυτή την έννοια ο «Ντον Ζουάν» είναι ένας ύμνος στην Ελευθερία· στην Ελευθερία της Συνείδησης.
Με τι μπορεί να ταυτιστεί στο έργο αυτό ο μέσος θεατής;
Με την αγωνία του ανθρώπου να παραμείνει πιστός στον εαυτό του, καθώς και με την ανάγκη ν’ αναγνωρίσει τις αντιφάσεις του να συμφιλιωθεί μαζί τους και να φτάσει, ενδεχομένως, να τις αγαπήσει. Όλοι οι ήρωες του έργου, κινούνται σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο. Αυτή είναι, αν θέλετε, και η αιτία που θεωρούμε τον «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου, πραγματικά μεγάλο έργο. Η Ελβίρα, η γυναίκα που ο Ντον Ζουάν εξαπάτησε και η οποία αρχικά ορκίζεται να τον εκδικηθεί, επανέρχεται στο τέλος, παρακινούμενη από μια αγάπη «απαλλαγμένη από κάθε γήινο έρωτα», και τον ικετεύει να μεταμεληθεί, να διορθωθεί, να προσέξει, θα λέγαμε σήμερα, τον εαυτό του και να γίνει άνθρωπος. Ξέρω πολλές γυναίκες, αλλά και πολλούς άντρες που θα ταυτίζονταν μ’ αυτό. Από την άλλη, ο Σγκαναρέλ, ο σύντροφος του Ντον Ζουάν, ο υπηρέτης του, ο κόλακας και καταφερτζής, ο δειλός και κυνικός, μιλάει για «την θαυμάσια μηχανή του ανθρώπου», για το θαύμα της ζωής, όχι ως ιδέας, αλλά ως της στιγμής αυτής ακριβώς εδώ, που είμαστε ακόμα ζωντανοί κι έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε μια ανάσα και ν’ ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας. Αυτή η λαχτάρα για ζωή είναι, νομίζω, επαρκής λόγος να ξυπνήσει κανείς αύριο.
Σε μια κοινωνία πλέον που κινείται στο ρυθμό του #metoo, μια ιστορία όπως του Ντον Ζουάν, πώς μιλάει;
Προς το τέλος του έργου, ο Μολιέρος έχει τοποθετήσει έναν εκπληκτικό μονόλογο, όπου ο Ντον Ζουάν επιτίθεται στην κοινωνική υποκρισία, στους Ταρτούφους εκείνους που μ’ απίθανη ευκολία βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να εκμεταλλεύονται τις ανησυχίες της κοινωνίας, κρύβοντας τις ανομίες τους πίσω από διάφορα βολικά προσωπεία: άλλοτε την θρησκεία, άλλοτε την αλληλεγγύη ή την κοινωνική δικαιοσύνη, κι άλλοτε την ηθική ή την ευνομία. Μ’ αυτή την έννοια, ο Ντον Ζουάν, τόσο ως έργο, όσο και ως ήρωας είναι σύμμαχος κάθε ειλικρινούς προσπάθειας για περισσότερη ελευθερία, για περισσότερη αλήθεια και για ουσιαστική αγάπη για την Ανθρωπότητα.