Μια από τις μακροβιότερες – και σημαντικότερες – θητείες στη γερμανική καγκελαρία, αυτή της Ανγκελα Μέρκελ, έφτασε στο τέλος της, έχοντας καταφέρει να σημαδέψει ανεξίτηλα την πρόσφατη πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Άλλοι θετικά, άλλοι αρνητικά, είναι βέβαιο πως όλοι οι Ευρωπαίοι θα τη θυμούνται για πάντα. Ποια είναι, όμως, η άποψη των πολιτικών που την γνώρισαν ήδη από τα πρώτα της βήματα;
Ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο Τόνι Μπλερ και ο Ρομάνο Πρόντι, έγραψαν στον Guardian τις δικές τους αποχαιρετιστήριες επιστολές.
Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο
Πρόεδρος της Κομισιόν, 2004-14
«Στα δέκα χρόνια που ηγήθηκα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Άνγκελα Μέρκελ ήταν εμφανώς η πιο επιδραστική εθνική ηγέτιδα της Ευρώπης. Όμως στην πρώτη της σύνοδο των G8, το 2006, ήταν ακόμη σχετικά ντροπαλή – ίσως ακόμη και καχύποπτη – όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες.
Η εντύπωσή μου ήταν ότι αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν γυναίκα. Αντί για αυτό, το συνέδεσα με το περιβάλλον της: οι πολιτικοί που προέρχονται από χώρες με πρόσφατο απολυταρχικό παρελθόν, τείνουν να είναι λίγο συγκρατημένοι όταν εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ή τη διεθνή πολιτική σκηνή.
Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα μαζί της και με τον πρόεδρο της Χιλής, Σεμπάστιαν Πινιέρα.
Ο Πινιέρα μπήκε στην πολιτική στο τέλος της εποχής Πινοσέτ, αφού πρώτα είχε ολοκληρώσει μια καριέρα στις επιχειρήσεις. Τον ρώτησε γιατί ασχολήθηκε με την πολιτική, επειδή ήθελε να συγκρίνει το βίωμά του με τη δική της πολιτική εμπειρία, καθώς προερχόταν από μια μη δημοκρατική χώρα, όπως εκείνη του χιλιανού προέδρου.
Η Μέρκελ δεν μασούσε τα λόγια μας: μας είπε ότι όταν ήταν πολύ μικρή ήθελε να ενταχθεί στη νεολαία του σοσιαλιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, όχι εξαιτίας της ιδεολογίας της, αλλά επειδή μέσα από αυτή μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση σε ενδιαφέρουσες δραστηριότητες και ταξίδια, όμως καταλάβαινε ότι δεν θα την καλοδέχονταν εκεί, εξαιτίας του πατέρα της, ενός χριστιανού πάστορα. Η στάση της απέναντι στην πολιτική χαρακτηριζόταν από μια πραγματιστική δυσπιστία απέναντι στην εξουσία.
Αυτό περιλάμβανε, τουλάχιστον στην αρχή της σχέσης της με τον Νικολά Σαρκοζί, τον ηγέτη της Γαλλίας, του μεγαλύτερου συμμάχου της στην Ευρώπη, και μια πολύ εμφανή στάση καχυποψίας. Παρευρέθηκα σε πολλές συναντήσεις με τους δυο τους εξαιτίας της κρίσης χρέους και θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα πιο παράταιρο ζευγάρι ανθρώπων από άποψη ταπεραμέντου. Ο ένας ήταν ένα πραγματικό ενστικτώδες πολιτικό ζώο, η άλλη λογική, συνετή, προσηλωμένη στη λεπτομέρεια.
Την είδα να πληγώνεται από τα σχόλια του Σαρκοζί.
Πάνω από ένα ποτήρι κρασί σε ένα δείπνο – στη Μέρκελ αρέσει πάντα ένα καλό ποτήρι κόκκινο κρασί, με εξαίρεση την περίοδο της Σαρακοστής – μου εξομολογήθηκε ότι άκουσε τον γάλλο πρόεδρο να λέει ότι η Γαλλία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, δεν ήταν αναγκασμένη να απολογείται μονίμως για το παρελθόν της. Σχεδόν έκλαιγε όταν το διηγούνταν.
Οι άνθρωποι φαντάζονται τη Μέρκελ τόσο λογική, ώστε να καταλήγει ψυχρή. Όμως εγώ την είδα πολλές φορές να εκφράζει ειλικρινή συναισθήματα. Είναι πολύ Γερμανίδα – και στο τέλος της ημέρας, πατριώτισσα – και ένθερμη οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Γερμανίας. Κάποτε παραπονέθηκε στον ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Μόντι για την υπερβολική επιθετικότητα των παικτών της εθνικής του ομάδας απέναντι στους παίκτες της Γερμανίας.
Κι όμως, είναι ταυτόχρονα πολύ ορθολογικά υπέρ της Ευρώπης.
Παρά την καχυποψία της, συνέδεσε τη μοίρα του γερμανικού λαού με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, στηρίζοντας εντέλει όλα τα εργαλεία που εισήχθησαν για την προστασία του κοινού νομίσματος. Το ίδιο και με τον Σαρκοζί. Ήξερε ότι ήταν κρίσιμο η Γαλλία και η Γερμανία να βρουν κοινό έδαφος και δούλεψε για αυτό το σκοπό.
Η Γερμανία της περιόδου Μέρκελ έχει δεχθεί επικρίσεις επειδή επέτρεψε στα οικονομικά συμφέροντα να επηρεάσουν τη στάση της απέναντι στη Ρωσία. Αυτό παραβλέπει την ισχυρή υποστήριξή της προς τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία και τις ξεκάθαρες δηλώσεις της για την απόπειρα δολοφονίας του Αλεξέι Ναβάλνι.
Με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, τον μοναδικό άλλο ηγέτη των G8 που παραμένει στην εξουσία από το 2006 μέχρι και σήμερα, η Μέρκελ είχε πάντα τον κατάλληλο τόνο.
Έχει δείξει σεβασμό για τη Ρωσία και την ιστορία της, και ποτέ δεν θα την αποκαλούσε «περιφερειακή δύναμη» όπως έκανε ο Ομπάμα. Ταυτόχρονα, ήταν πάντα εξαιρετικά αυστηρή σε ζητήματα αρχών.
Θυμάμαι τη σύνοδο της ΕΕ με τη Ρωσία το 2007 στη Σαμάρα και τη συζήτηση μεταξύ της Μέρκελ, του Πούτιν και εμού. Πρόσφατα είχε υπάρξει μια ρωγμή στο σύστημα αγωγών Ντρούζμπα που είναι αναγκαίος για την μεταφορά πετρελαίου προς τη δυτική Ευρώπη και τις χώρες της Βαλτικής. Γνωρίζαμε ότι πίσω από αυτή βρισκόταν η Ρωσία, όμως ο Πούτιν το διέψευδε υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η Μέρκελ τον πίεσε με πανέξυπνο τρόπο. Γιατί δεν το επισκευάζετε, τον ρώτησε. Είναι ακριβό, της απάντησε. Εντάξει, θα πληρώσουμε εμείς, του είπε εκείνη. Ο Πούτιν τότε έχασε την ψυχραιμία του. Γιατί υπερασπίζεστε πάντα τη Βαλτική, μας ρώτησε.
Η Μέρκελ είχε μάθει κάτι από τον Χέλμουτ Κολ: στην Ευρωπαϊκή Ένωση είσαι υποχρεωμένος να δίνεις σημασία σε όλους, όχι μόνο στις μεγάλες προσωπικότητες και τις μεγάλες χώρες.
Μπορούσες να το δεις στις συνόδους των G20: οι περισσότεροι ηγέτες μπαίνουν στο δωμάτιο και κάνουν χειραψίες μόνο με τους ομολόγους τους. Η Μέρκελ ήταν διαφορετική. Χαιρετούσε και τους ακολούθους των διάφορων αποστολών. Δεν χαιρετούσε μόνο τον Ομπάμα, αλλά και τους συνοδούς του.
Γιατί το έκανε αυτό; Νομίζω εν μέρει εξαιτίας της προσωπικότητάς της, όμως ήξρε και ότι θα μπορούσε να πάρει περισσότερες πληροφορίες από τους ακολούθους, που θα είχαν διαβάσει πιο προσεκτικά τη χαρτούρα από τους επικεφαλής των κυβερνήσεων.
Τόνι Μπλερ
Πρωθυπουργός της Βρετανίας, 1997-2007
«Η Άνγκελα Μέρκελ σε πολλές περιπτώσεις όρισε τη σύγχρονη Γερμανία. Όχι εξαιτίας της μακράς της θητείας, αλλά λόγω του πνεύματος που συμβόλιζε: ήρεμη, σίγουρη, λογική και ορθολογίστρια, η προσωποποίηση της κοινής λογικής, πρόθυμη να συνεργαστεί πέρα από τα σύνορα της χώρας της και να προωθήσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό τους.
Είχα στενή σχέση με τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον προηγούμενο καγκελάριο, που προερχόταν από την ίδια πολιτική πτέρυγα με εκείνη.
Όμως γνωρίστηκα για πρώτη φορά με την Άνγκελα όταν ήταν ηγέτιδα της αντιπολίτευσης, και στη συνέχεια, όταν ήταν καγκελάριος στα τελευταία χρόνια της πρωθυπουργίας μου, αναπτύξαμε μια φιλία που διήρκεσε και μετά το τέλος της θητείας μου.
Η περίοδος της καγκελαρίας της την ανάγκασε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, την απειλή του λαϊκισμού, την προσφυγική κρίση, το Brexit και τώρα τον κοροναϊό. Η στρατηγική διαχείρισή της, αλλά και η βαθιά της συμβολή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, υπήρξαν βράχος σταθερότητας σε μια περίοδο βαθιών αλλαγών και προκλήσεων.
Πολλοί θα θυμούνται την καγκελαρία της για την πολύ αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων, τον πραγματισμό και τη σοβαρότητά της.
Όμως οι δικές μου αναμνήσεις από τις αλληλεπιδράσεις μας περιλαμβάνουν εξίσου τη ζεστασιά της, τη σοφία της και το χιούμορ της. Μια από τις τελευταίες φορές που τη συνάντησα στο Βερολίνο ήταν στη λήξη μιας σύσκεψης για το μέλλον της Αφρικής. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι το κτίριο φαινόταν σχεδόν εντελώς άδειο. Χωρίς να ταραχτεί, σηκώθηκε και μας είπε ότι θα μας συνοδεύσει η ίδια μέχρι την έξοδο. Μετά από μια σειρά λάθος στροφών, αφού το κτίριο ήταν ελαφρώς λαβυρινθώδες, τελικά κατάφερε να μας φέρει στην έξοδο, χωρίς ποτέ να εκνευριστεί ή να κάνει επίδειξη του κύρους της.
Κάθε πολιτικός έχει ένα κυρίαρχο στοιχείο στον πολιτικό του ψυχισμό. Για την Άνγκελα αυτό είναι ο εντοπισμός των συμβιβασμών και η μέγιστη προσοχή με την οποία φέρνει τις πολιτικές προκλήσεις προς μια πρακτική λύση, τα οποία αντιμετωπίζει ως δύναμη και όχι ως αδυναμία.
Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, κατόρθωσε το αδύνατο: βοήθησε τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ ενώπιον της υπαρξιακής κρίσης προς τη σταθερότητά τους, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε υπό έλεγχο τη γερμανική κοινή γνώμη, που υποστήριζε ότι οι Γερμανοί δεν θα έπρεπε να αναγκαστούν να ξελασπώσουν αυτές τις χώρες που προχωρούν τόσο αργά τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις τους.
Στην πραγματικότητα, η κληρονομιά της για την Ευρώπη είναι ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να την καθοδηγήσει σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες εποχές, όταν η Ευρώπη των 27 αναγκάστηκε να παλέψει με πολλαπλές κρίσεις. Ξέρω πώς αισθανόταν για το Brexit – την έθλιβε βαθύτατα. Όμως ήταν πάντα αποφασισμένη να μην επικρίνει την απόφαση των Βρετανών.
Ακόμη και στη μεγαλύτερη εγχώρια κρίση που αντιμετώπισε – τη δέσμευσή της να υποδεχτεί ένα εκατομμύριο Σύριους μετανάστες – έδρασε με βάση τη συμπόνια.
Ήταν η ηγέτης των αντι-λαϊκιστών, τόσο ως προσωπικότητα όσο και στο πολιτικό πεδίο. Η ηγεσία της θα μας λείψει πολύ».
Ρομάνο Πρόντι
Πρωθυπουργός της Ιταλίας, 2006-08
«Συνάντησα την Άνγκελα Μέρκελ τελευταία φορά στο Ασίσι το 2018, όταν οι φραγκισκανοί καλόγεροι την έχρισαν «Αμνό της Ειρήνης» εξαιτίας των προσπαθειών της να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη. Στη διάρκεια της τελετής, αναλογίστηκα τους λόγους που της άξιζε αυτό το βραβείο: όχι εξαιτίας των ισχυρών διακηρύξεών της ή των απρόσμενων πράξεών της, αλλά επειδή κατάφερε να εξισορροπήσει τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα με τις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Πράγματι, ενώ αναγνώριζε τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας στην οικονομία της ηπείρου, μπορούσε και να μεσολαβήσει μεταξύ των εθνικιστικών πιέσεων και της αλληλεγγύης προς τους ευρωπαίους εταίρους.
Αν και το δίλημμα παρουσιάστηκε μπροστά της σε πολλές περιπτώσεις, πάντα κατάφερνε να βρει εντέλει έναν συμβιβασμό, όπως συνέβη και με την ελληνική και τη συριακή κρίση.
Ήταν σε θέση να συμβιβάσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, η οποία είναι απολύτως αναγκαία και για τη μελλοντική θέση της Γερμανίας στον κόσμο.
Χάρη στην εμπιστοσύνη που της χάρισε ο γερμανικός λαός, η καγκελάριος Μέρκελ ήταν σε θέση να αναπτύξει μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την επαύριον της πανδημίας. Το next-generation EU δεν είναι μόνο ένα σύμβολο του κοινού αγώνα απέναντι στην κρίση, αλλά πρώτα από όλα ένα σημάδι ότι η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μη αναστρέψιμη. Αυτή είναι η τρομερή κληρονομιά που θα αφήσει η Άνγκελα Μέρκελ για το μέλλον της Γερμανίας και της Ευρώπης».