Το δράμα της ανήλικης ξεκίνησε στην ηλικία των 11 ετών, όταν άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα φροντιστήριο, όπου ένας καθηγητής της άρχισε να ασελγεί σε βάρος της για μήνες.
Σήμερα, σε ηλικία πλέον 16 ετών, βρήκε το θάρρος να έρθει αντιμέτωπη με τους εφιάλτες της και να μηνύσει τον καθηγητή.
Όπως ανέφερε ο δικηγόρος της, Βασίλης Καπερνάρος, «δεν άντεξε και το είπε στους γονείς της», ενώ σημείωσε ότι ο εκπαιδευτικός «χρησιμοποίησε μεγάλη τεχνική παραπλάνηση και στη συνέχεια προέβη σε ασελγείς πράξεις».
Αυτό ακριβώς αποκαλύπτουν με σοκαριστικό τρόπο και οι περιγραφές της ανήλικης στη μήνυση που αποκαλύπτει το dikastiko.gr.
«Ο εγκαλούμενος καθηγητής μαθηματικών και διευθυντής του φροντιστηρίου, από την αρχή της φοίτησής μου στο φροντιστήριο (Ιούνιος 2016) μου επέδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια, στοργή και αγάπη. Φρόντιζε να με εκθειάζει για τις επιδόσεις μου και να επαινεί την οργάνωση και την επιμέλεια μου αναφορικά με τα μαθήματα. Τα κομπλιμέντα που μου έκανε ήταν συνεχή και ενίοτε με έφερναν σε δύσκολη θέση, αφού οι συμμαθητές μου με έβλεπαν ανταγωνιστικά», αναφέρει.
«Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, τα κομπλιμέντα άρχισαν να συνοδεύονται με αγγίγματα στα χέρια μου, τα οποία είχαν μεγάλη διάρκεια ή και στα γόνατα και στους μηρούς, κάτω από το στρογγυλό τραπέζι παράδοσης των μαθημάτων. Πολλές φορές, όταν έγραφα ή έλυνα κάποια άσκηση, σκυμμένη στο τετράδιο μου, ο εγκαλούμενος καθηγητής με πλησίαζε, καθόταν πίσω μου, πάνω από την πλάτη μου, με άγγιζε, με χάιδευε, μου έκανε μαλάξεις στους ώμους, μασάζ και έντονα αγγίγματα στους ώμους, στον αυχένα, στα μπράτσα και στην πλάτη μου. Στην αρχή δεν θεώρησα τις κινήσεις του εγκαλουμένου ύποπτες, λόγω αγνότητας της ηλικίας μου και λόγω της ιδιότητάς του», προσθέτει.
Το δόλωμα με τσάι και καραμέλες και τα «ανταλλάγματα»
Όπως αναφέρεται στη μήνυση, ο καθηγητής στη συνέχεια άρχισε να την προσκαλεί, κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, στο γραφείο των καθηγητών – «χώρο άβατο για τους μαθητές» – με την δικαιολογία ότι ήταν ξεχωριστή.
«Την πρώτη φορά που με προσκάλεσε να περάσω στο γραφείο καθηγητών, μου πρόσφερε καραμέλες και τσάι, περιαυτολογώντας για τη γενναιοδωρία του, αλλά και δηλώνοντάς μου ότι ήμουν η αδυναμία του’. Σιγά-σιγά η πρόσκληση στο γραφείο των καθηγητών έγινε καθημερινή», σημειώνει η ανήλικη.
Στο επόμενο σχολικό έτος – τον Σεπτέμβριο του 2016 – ο καθηγητής άρχισε να ξεδιπλώνει τις πραγματικές προθέσεις του, σύμφωνα με τη μήνυση της ανήλικης. «Με προσκάλεσε εκ νέου στο γραφείο των καθηγητών, όπου είχε ήδη έτοιμο το τσάι και τις καραμέλες. Με ρώτησε αν τα ήθελα και του απάντησα θετικά. Τότε μου αποκρίθηκε, ότι εάν τα ήθελα πραγματικά, θα έπρεπε να τον αγκαλιάσω, για να τα αποκτήσω. Αυτή ήταν, αρχικά, η μόνη προϋπόθεση για να αποκτήσω το τσάι και τις καραμέλες. Δυστυχώς, επειδή δεν ήμουν σε θέση ή κατάλληλη ηλικία για να ερμηνεύσω τις ενέργειές του αυτές, οι οποίες ήταν η απαρχή των εφιαλτικότερων στιγμών που έχω ζήσει ποτέ μου, τον αγκάλιασα και απέκτησα τα ‘δώρα’ του», λέει το κορίτσι.
«Τις επόμενες ημέρες, την αγκαλιά αντικατέστησε η απαίτησή του για φιλί στα χείλη του», περιγράφει και προσθέτει: «Το φιλί ήταν, σχεδόν πάντοτε, παρατεταμένο και έντονο, όμως μόνο ‘πεταχτό’, δηλαδή περιείχε μόνο επαφή των χειλιών μας».
Η ίδια περιγράφει χαρακτηριστικά πως όσο περνούσε ο καιρός, προσπαθούσε να δώσει μία λογική εξήγηση στη συμπεριφορά του εγκαλούμενου, καθώς η κατάσταση την έκανε να νιώθει «βρώμικη» και ενστικτωδώς ένιωθε ότι όλο αυτό ήταν λάθος.
Η αντίδραση του καθηγητή στο πρώτο «όχι»
«Η κατάσταση δυστυχώς συνεχίστηκε. Με έπιανε συνήθως από τους βραχίονές μου, ασκώντας έντονη πίεση και κολλούσε τα χείλη του στα δικά μου, έντονα και παρατεταμένα με μικρές διακοπές προκειμένου να αναπνεύσει βαθιά και να εκπνεύσει ήχους απόλαυσης. Αυτό συνέβη 2-3 φορές. Τότε είπα στον εγκαλούμενο ότι δεν μου άρεσε και δεν θα ήθελα να το ξανακάνει. Δυστυχώς αντέδρασε βίαια και επιθετικά», όπως λέει.
Και συνεχίζει: «Συγκεκριμένα ένα πρωί Σαββάτου, όταν η μητέρα μου με άφησε νωρίτερα στο φροντιστήριο εκείνος με προσκάλεσε πάλι στο γραφείο καθηγητών. Επιχείρησε μάλιστα να με πιάσει από τους βραχίονες, αλλά αρνήθηκα, αντιδρώντας. Όταν κατάλαβε την αντίδρασή μου, με ώθησε προς τον τοίχο πισώπλατα και πιέζοντας το λαιμό μου, μου είπε ότι αυτό που γινόταν μεταξύ μας ήταν καλό και σωστό και ότι μόνον αν συνεχιζόταν, θα μου έβαζε καλούς βαθμούς. Αλλιώς, όπως μου είπε, θα ανέφερε στους γονείς μου ότι δεν ήμουν καλό και μελετηρό παιδί».
«Τότε φοβήθηκα πολύ. Ένιωσα απόλυτο τρόμο και αγωνία. Η επιθετική του συμπεριφορά συνεχίστηκε με ακραίο τρόπο. Αφού είχε ‘εξασφαλίσει’ την ‘συναίνεσή’ μου, με πίεζε πιο δυνατά κάθε φορά που με φιλούσε, ενώ όταν ήταν καθισμένος με έλκυε με βία πάνω του, προκειμένου το σώμα μου να εφάπτεται και να τρίβεται με το μόριό του», λέει στην περιγραφή της.
Η αποτρόπαια συμπεριφορά τού καθηγητή έλαβε, όμως, μεγαλύτερες διαστάσεις όταν – όπως αναφέρει η ανήλικη στη μήνυσή της – άρχισε να την θωπεύει στα γεννητικά της όργανα και το στήθος της με βίαιο συχνά τρόπο. «Τις περισσότερες φορές, πονούσα τόσο πολύ, ώστε έκλαιγα», δηλώνει.
Έφτασε μάλιστα στο σημείο και κατά την παράδοση του μαθήματός του να προβαίνει σε ασελγείς πράξεις. «Με πλησίαζε, στεκόταν όρθιος στο πίσω μέρος της καρέκλας μου, έτριβε με δύναμη το μόριο του στην πλάτη μου και με κρατούσε δυνατά από τους ώμους προκειμένου να παραμένω σταθερή» περιγράφει, επαναλαμβάνοντας πως ως μέσο καταναγκασμού χρησιμοποιούσε τους βαθμούς και τις επιδόσεις της: «Λέγοντάς μου ότι αν δεν ανταποκρινόμουν κάθε φορά στο κάλεσμά του, θα μετέφερε στους γονείς μου ότι ήμουν αδιάβαστη και ότι παρουσίαζα κάκιστες επιδόσεις και μη κόσμια διαγωγή».
Η διακοπή από το φροντιστήριο και οι αυτοκτονικές τάσεις
Όπως αναφέρει η 16χρονη σήμερα, η κατάσταση αυτή διήρκησε έως το Μάιο του 2017, οπότε και αποχώρησε από το συγκεκριμένο φροντιστήριο, μην αντέχοντας την εγκληματική και αρρωστημένη συμπεριφορά του καθηγητή της.
Τότε, ζήτησε από τη μητέρα της τη διακοπή φοίτησης στο φροντιστήριο του εγκαλούμενου. «Δεν άντεχα άλλο τις εγκληματικές ενέργειές του και ήμουν σε θέση να αντιληφθώ ότι όλα όσα μου είχαν συμβεί δεν ήταν καθόλου φυσιολογικά. Ένιωθα βρώμικη, κενή και φοβική», τονίζει χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κατάφερε να απομακρυνθεί από κοντά του, όλα όσα είχαν συμβεί δεν την άφηναν να ησυχάσει και να ηρεμήσει. «Τα βράδια δεν κοιμόμουν, διότι δεν μπορούσα να ξεχάσω. Ένιωθα ντροπή και πόνο. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ», λέει και περιγράφει τις συνέπειες που είχε ο εφιάλτης που βίωσε στη μετέπειτα ζωή της.
«Στην ηλικία των 13 ετών ξεκίνησα το κάπνισμα. Πολλές φορές δε, όταν τελείωνα τα τσιγάρα, τα έσβηνα στο σώμα μου, προκειμένου να αποσυντονίσω την σκέψη μου και να τιμωρήσω τον εαυτό μου, καθώς θεωρούσα εμένα υπεύθυνη για την κατάσταση. Επιπλέον, επειδή αντιλήφθηκα ότι ο πόνος με ανακουφίζει από τις σκέψεις και τις τύψεις μου, προκαλούσα (αυτοβούλως) στο σώμα μου χτυπήματα (μελανιές), χτυπώντας το ίδιο ακριβώς σημείο αλλεπάλληλα. Έτσι κατέληξα σε σημείο αυτοτραυματισμού, προκαλώντας βαθιές αμυχές στο σώμα μου. Έκοβα με ξυράφι διάφορα σημεία του σώματός μου, στα οποία μέχρι σήμερα έχουν παραμείνει ουλές. Πλέον, είχα αυτοκτονικές τάσεις. Σκεφτόμουν σοβαρά να πεθάνω για να λυτρωθώ από τις τύψεις και να τελειώνει το μαρτύριο των εφιαλτικών σκέψεων μου. Έτσι, επιχείρησα τρεις φορές, μέσω βαθιών πληγών και έντονων τραυμάτων στο σώμα μου, να δώσω τέλος στη ζωή μου», καταθέτει η 16χρονη.
Η ανήλικη βρήκε το θάρρος να γνωστοποιήσει τον περασμένο Απρίλιο στους γονείς της όσα βίωσε. «Δεν άντεξα άλλο το ψυχικό βάρος της χρόνιας παρενόχλησής μου και απευθύνθηκα στους γονείς μου», αναφέρει.
Και καταλήγει: «Έχουν περάσει από το τέλος των γεγονότων τέσσερα χρόνια. Ο λόγος που αποφάσισα να το γνωστοποιήσω στους γονείς μου και να το καταγγείλω είναι για να τελειώσει ολοκληρωτικά αυτή η τραγική εμπειρία και να προχωρήσω μπροστά. Επίσης, ελπίζω από αυτή μου την ενέργεια κι άλλα παιδιά της ηλικίας μου, τα οποία έχουν βιώσει ανάλογες φρικαλεότητες από τον συγκεκριμένο άνθρωπο, να βρουν το θάρρος και να τα καταγγείλουν. Άνθρωποι σαν αυτόν δεν πρέπει να έχουν καμία επαφή με παιδιά. Πρέπει να τιμωρούνται για το κακό που έχουν προκαλέσει».