Δύο πράγματα εξομολογήθηκε ο Παύλος Γερουλάνος στα «ΝΕΑ» εκείνο το μουντό απόγευμα στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη: το πρώτο, ότι κάνει ανακύκλωση από τότε που πήγαινε στο πανεπιστήμιο, κι ας ξεχνιέται καμιά φορά με την εφημερίδα της προηγούμενης μέρας. Και το δεύτερο, πως έχουν να λένε για τις ξεναγήσεις που κάνει στη βασική έκθεση του μουσείου. Υπό μια έννοια λογικό – δύσκολα ξεπερνάει κανείς έναν προοδευτικό πρώην υπουργό Πολιτισμού όταν παίζει εντός έδρας.
Η παρουσία του Γερουλάνου στην κούρσα διαδοχής του ΚΙΝΑΛ έβαλε στη συζήτηση μια ευρύτερη κουβέντα για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, για επικαιροποιημένες αλλαγές που μοιάζουν σε σημασία με «εκείνη που έκανε ο Ανδρέας το ’81». Η λογική του είναι συγκεκριμένη: «Λέω πως χρειαζόμαστε αποκέντρωση της εξουσίας, που στην Ελλάδα είναι συγκεντρωμένη στους λίγους, άρα ακόμα κι αν κάνεις αναδιανομή, στα ίδια χέρια θα καταλήξει», εξηγεί. «Για να δημιουργήσεις ευκαιρίες, πρέπει να φέρεις την εξουσία όσο πιο κοντά στον πολίτη γίνεται. Να εμπιστευτείς θεσμούς που λογοδοτούν κατευθείαν στον πολίτη – Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιμελητήρια, συνεταιρισμοί, ανεξάρτητες Αρχές, μόνο έτσι εξελίσσονται τα πράγματα. Είναι μια ριζοσπαστική διοικητική μεταρρύθμιση στη χώρα, μια ανατροπή του συστήματος όπως το ξέραμε έως σήμερα». Το μοντέλο πάνω στο οποίο δουλεύει βασίζεται στα τρία εννιάρια: εννιά αναπτυξιακές περιφέρειες, εννιά οικονομικά κέντρα που βοηθούν την τοπική κοινωνία και διαχειρίζονται την τοπική περιουσία και εννιά εκπαιδευτικά κέντρα, ανεξάρτητα από το υπουργείο Παιδείας, τα οποία θα επικεντρώνονται στην κατάρτιση και τη διά βίου μάθηση. Δηλαδή; «Σ’ αυτό το σχήμα, το κεντρικό κράτος κρατάει τα εθνικά θέματα, τον πολιτισμό, την εξωτερική πολιτική, όμως αφήνει τις εξουσίες να διαχέονται στην κοινωνία».
Μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση
Θεωρεί πως αυτό το μοντέλο που προτείνει είναι το μοναδικό πραγματικά βιώσιμο μοντέλο – και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αρχίσει να εφαρμόζεται. «Επί της ουσίας, μιλάω για μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση. Αυτή την περίοδο, ο Μητσοτάκης παίρνει 60 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα επενδύει στο ίδιο παραγωγικό μοντέλο που κάποτε μας πτώχευσε. Δύο πράγματα όμως έχουν αλλάξει: μόνο το 15% των επιχειρήσεων που πήραν ΕΣΠΑ μπορεί να πάρει και τώρα, και υπάρχει μια ελίτ που ενθαρρύνεται να βγάλει λεφτά στο εξωτερικό. Αρα, την επόμενη κρίση θα την πληρώσουν μόνο τα μεσαία και τα χαμηλά στρώματα. Αυτό είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στη χώρα και είναι άκρως επικίνδυνο».
Παρότι έχει βάλει στόχο να μιλάει μόνο για το μέλλον, και όχι για το παρελθόν, ήταν εκείνος που στο τελευταίο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ είχε σηκώσει τη συζήτηση για την παραμονή του ονόματος στη βιτρίνα του κόμματος. «Οταν υπερασπίστηκα το ΠΑΣΟΚ, κανείς δεν το αγαπούσε», σχολιάζει. «Θεωρώ το ΠΑΣΟΚ μεγάλη παρακαταθήκη γιατί είναι διαχρονικά το μόνο κόμμα που πίστεψε στην Ελλάδα. Πιστεύω επίσης πως η αλλαγή του ονόματος γίνεται ως επιστέγασμα μιας πολιτικής διαδικασίας, μέσα από ένα σύγχρονο καταστατικό που να φέρνει το κόμμα πιο κοντά στην κοινωνία και την ενεργοποίηση στελεχών που μένουν αδρανοποιημένα. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, αν χρειάζεται, αλλάζεις όνομα, όχι στο ξεκίνημα. Αν πεις “τώρα ΠΑΣΟΚ, όλα καλά”, δεν θα είναι όλα καλά».
«Χρειαζόμαστε μια νέα φουρνιά πολιτικών»
Ο ίδιος με αυτή την πρόταση πορευόταν πάντα και είναι διατεθειμένος να τη συζητήσει με όσους συμφωνούν πραγματικά μαζί της. Το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο ήταν παλιά. Μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα ένα κόμμα του 10%-13%, όπως φαίνεται πως έχει σήμερα στις δημοσκοπήσεις; «Μόνο αυτό μπορεί να το κάνει. Γιατί οι άνθρωποι που είναι εκεί δεν μένουν για να πάρουν πόστα ή να έχουν πρόσβαση. Χρειαζόμαστε μια νέα φουρνιά πολιτικών που θα δεσμευθούν ότι πορεύονται υπέρ αυτών των αλλαγών. Γι’ αυτό έχω μείνει στο ΠΑΣΟΚ. Δεν έχει λογική να μετακομίσεις κάπου όπου δεν πιστεύουν σ’ αυτά που πιστεύεις». Στην πραγματικότητα, λέει, όλοι μια πρόταση ψάχνουν. «Ενα κόμμα με ιστορία όπως το ΠΑΣΟΚ πρέπει να μεταφράσει τις αρχές και τις αξίες του στη σημερινή εποχή». Σύμφωνα με τον Γερουλάνο, δε, δεν υπάρχει πιο προσβλητική ερώτηση από αυτή που αφορά τις μετεκλογικές συνεργασίες. «Μπορεί ο Μητσοτάκης να με βοηθήσει στο σχέδιο της αποσυγκέντρωσης; Οχι. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να με βοηθήσει, όταν έχει επιχειρήσει να καπελώσει τα επιμελητήρια και τους ΟΤΑ; Δεν είναι κόμματα που είναι διατεθειμένα να κάνουν το βήμα. Θα μου πεις, είσαι τρελός. Ναι, αλλά είναι ωραία τρέλα».
Για τον Γερουλάνο, δεν έχει βγει η επόμενη φουρνιά προοδευτικών ηγετών. «Η κοινωνία έχει προχωρήσει πιο μπροστά από το πολιτικό σύστημα. Παλιά είχες ηγέτες που πετούσαν την μπάλα μπροστά και εμείς τρέχαμε από πίσω να την πιάσουμε. Σήμερα οι πολιτικοί κλωτσούν την μπάλα και πάει πίσω», εξηγεί, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη συμμετοχής της νέας γενιάς. «Το μεγαλύτερο προοδευτικό κόμμα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι στο σπίτι του. Μου λένε όλοι για τα στελέχη που έφυγαν. Τους απαντάω: Μπορείτε να φέρετε τα παιδιά σας; Αν ακούσω την κόρη μου να λέει πως θα ψηφίσει όχι γιατί υπάρχω εγώ, αλλά γιατί κάτι λέμε, τότε θα έχουμε κερδίσει». Είναι βέβαιος πως είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουν οι νέοι πως «τα θέματα που τους αφορούν, όπως το περιβάλλον και η ισότητα, μπορούμε να τα συζητήσουμε εντός του κόμματος» και ότι το κόμμα είναι αυτό που έχει τη δύναμη να τα βάλει πρώτα σε ένα πρόγραμμα και μετά σε εφαρμογή. Θα έρθει, λοιπόν, η κόρη του να ψηφίσει; «Ναι, αμέ!».