«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τα μεγάλα λόγια και τις υποσχέσεις, κατόρθωσε να παγώσει για έναν ολόκληρο – και πολύ κρίσιμο – χρόνο το Πρόγραμμα Εξοικονομώ», αναφέρουν με κοινή τους δήλωση ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος και η αναπληρώτρια τομεάρχης, Πέτη Πέρκα, με αφορμή τη δημοσίευση του Οδηγού του νέου «Εξοικονομώ».
Παρά την κρισιμότητα της εξοικονόμησης ενέργειας για τα θέματα της μετάβασης και της κλιματικής ουδετερότητας, αλλά και για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, υποστηρίζουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, «φτάσαμε στο τέλος της χρονιάς για να εκδοθεί ο Οδηγός του νέου Εξοικονομώ, ενώ έχουν παγώσει παράλληλα, για έναν χρόνο, οι πληρωμές για δεκάδες χιλιάδες έργα Εξοικονομώ-Αυτονομώ της προηγούμενης προκήρυξης, δημιουργώντας ασφυξία στην τεχνική αγορά».
Για τον Κώστα Σκρέκα
Στις 29 Ιουλίου 2021, προσθέτουν, «ο Κ. Σκρέκας δήλωνε ότι ‘Τέλη Σεπτεμβρίου με μέσα Οκτωβρίου θα αρχίσει η υποβολή αιτήσεων υπαγωγής στο νέο ‘Εξοικονομώ’ που αποσκοπεί στην ενεργειακή αναβάθμιση 50.000 κατοικιών με έμφαση στα φτωχά νοικοκυριά’».
«Στις 20 Σεπτεμβρίου 2021», όπως τονίζουν, «μετέφερε τις αιτήσεις για το τέλος Οκτωβρίου, ανακοίνωσε ‘ειδική μέριμνα για τους οικονομικά ασθενέστερους συμπολίτες μας, με τη δημιουργία ξεχωριστού προϋπολογισμού ύψους 100 εκατ. ευρώ για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας’ και εξήγγειλε ένα δικαιότερο πρόγραμμα με βάση την εκτιμώμενη ετήσια εξοικονόμηση ενέργειας και το προτεινόμενο κόστος παρεμβάσεων».
Τελικά και «ασθμαίνοντας», όπως χαρακτηριστικά λένε οι δύο τομεάρχες του ΣΥΡΙΖΑ, «στις 03 Δεκεμβρίου 2021, αναρτήθηκε ο τελικός οδηγός για το νέο ‘Εξοικονομώ 2021’, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί η σχετική ΚΥΑ. Ελπίζουμε να προλάβουν την έκδοσή της, ώστε να ισχύσει η αναγραφόμενη ημερομηνία έναρξης στις 13/12!», προσθέτουν.
«Από την τσέπη τους θα πληρώσουν οι ωφελούμενοι»
Παράλληλα, αναφέρουν πως ο οδηγός λαμβάνει μεν υπόψη τις αυξήσεις τιμών των υλικών, «όμως δεν υπάρχει η δέσμευση του κ. Σκρέκα για ‘έμφαση στα φτωχά νοικοκυριά’!» και υπογραμμίζουν πως «οι ‘κόφτες’ που έχουν εισαχθεί στο Πρόγραμμα, στη βαθμολόγηση, οδηγούν τους ωφελουμένους να πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για ίδια κεφάλαια».
Τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποστηρίζουν, επίσης, ότι «παραμένουν εκτός όλα τα ακίνητα με αυθαίρετες κατασκευές κατηγορίας 5, ενώ η συγκριτική αξιολόγηση των αιτήσεων δε θα λύσει κανένα πρόβλημα, εφόσον έχει περιορισμένο προϋπολογισμό», προσθέτοντας πως εκφράζουν από τώρα τον προβληματισμό τους «για την ουρά επιλαχόντων που θα δημιουργηθεί» και θυμίζουν ότι, «ενώ παρέλαβε ουρά 35.000 επιλαχόντων από το ‘Εξοικονομώ Ι’ το 2015, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βρει πόρους για να καλύψει έστω τα 25.000 νοικοκυριά».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, τονίζουν, υποστηρίζει το πρόγραμμα «Εξοικονομώ», «το οποίο επί κυβέρνησής μας», όπως λένε, «ήταν ένα πετυχημένο πρόγραμμα. Ενδεικτικά, είχε διαθέσει 670 εκατ. ευρώ για 65.000 οικογένειες και είχαμε δεσμευτεί για τη συνεχή χρηματοδότηση και λειτουργία του».
«Αφήνει έξω τα νοικοκυριά που δε διαθέτουν μεγάλα ίδια κεφάλαια»
Τελικά, αναφέρουν, «επί ΝΔ και από την σπατάλη του ‘Εξοικονομώ-Αυτονομώ’ του κ. Χατζηδάκη – 870 εκατ. ευρώ για όφελος μόνο 37.000 νοικοκυριών – καταλήγουμε με έναν χρόνο καθυστέρηση σε ένα Πρόγραμμα που αφήνει έξω τα νοικοκυριά που δε διαθέτουν μεγάλα ίδια κεφάλαια».
Και όλα αυτά, προσθέτουν, ενώ το «Εξοικονομώ» αποτελεί κεντρικό άξονα του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, που πρέπει να επεκταθεί άμεσα στα Δημόσια και στα Επαγγελματικά Κτίρια, «για τα οποία δεν έχει κάνει ακόμη κάτι η κυβέρνηση», υποστηρίζουν συμπληρώνοντας ότι το πρόγραμμα έπρεπε να λειτουργήσει εμπροσθοβαρώς στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, «το οποίο επίσης είναι εκτός στόχων απορρόφησης για το 2021».
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουν με τη δήλωσή τους οι τομεάρχες Περιβάλλοντος και Ενέργειας του κόμματος, είναι η ενίσχυση της χρηματοδότησης της εξοικονόμησης ενέργειας, με ένα ανοικτό συνεχές πρόγραμμα, ώστε να φτάσουμε στον φιλόδοξο στόχο των 40.000 ετήσιων παρεμβάσεων, τηρώντας παράλληλα το στρατηγικό στόχο της καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας και με ειδικά προγράμματα για τις λιγνιτικές περιοχές.