Η ταραχή που προκαλεί ήδη από το μεσημέρι της Κυριακής στο ΣΥΡΙΖΑ η εκλογική διαδικασία στο ΚΙΝΑΛ αποτελεί αφ’ εαυτή μία από τις σημαντικότερες παράπλευρες επιπτώσεις αυτού του καθοριστικού για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις, γεγονότος. Ο λόγος είναι απλός. Ανατρέπεται εκ των πραγμάτων και εξ αντικειμένου, όλη εκείνη η φιλολογία που συστηματικά συντηρήθηκε από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αλλά και μέσα ενημέρωσης, ότι το μόνο άστρο που δεν πρόκειται να δύσει στην πολιτική, είναι αυτό του κ. Αλέξη Τσίπρα.
Δειλά δειλά από το 2012, και πιο εντατικά από το Σεπτέμβριο του 2015 όποτε και ο κ. Τσίπρας εκμεταλλευόμενος τις διαλυτικές τάσεις στην κεντροαριστερά ανανέωσε την κυβερνητική του θητεία, επιχειρήθηκε με κανονική πλύση εγκεφάλου, να εμφανιστεί ως ο “νέος Ανδρέας”.
Ως ο ηγέτης ο οποίος θα επικυριαρχούσε για δεκαετίες στη χώρα εξ αιτίας των “ειδικών” προσόντων που διέθετε: μια οικεία φυσιογνωμία, ένα παιδί της διπλανής πόρτας, το οποίο μπορεί να μην διέθετε τις πολιτικές και πνευματικές αρετές του Α. Παπανδρέου, αλλά τα υπερκάλυπτε με την γενικότερη παρουσία του.
Φρόντισε και ο ίδιος να συντηρήσει αυτή την ανίερη σύγκριση: Μιμήθηκε το ύφος, το στυλ ακόμη και τις φωνητικές αποχρώσεις του Α.Παπανδρέου, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι μοιάζει με εκείνον.
Στόχος, να εμφανιστεί ως ο απόλυτος κυρίαρχος σε ένα ευρύτατο πολιτικό χώρο, που εκτείνεται από τη Νέα Δημοκρατία ως τις παρυφές της κομμουνιστικής αριστεράς.
Ενα δεν φρόντισε, και αυτό είναι που υπονόμευσε όλη αυτή την, στον πυρήνα της, ανήθικη προσπάθεια: Να αποδείξει ότι διαθέτει τις ικανότητες και την υποδομή, ιδεολογική και πολιτική, να ηγηθεί της κεντροαριστεράς.
Χαντακώθηκε, υποστηρίζουν πολλοί και διάφοροι αναλυτές (πανικόβλητοι και αυτοί από το τι συνέβη την Κυριακή) από το στενό πολιτικό περιβάλλον του.
Ενα απίθανο ιερατείο που τον περιβάλλει και τον σέρνει από τη μύτη, πότε να στηρίξει τον “δίκαιο” αγώνα του Κουφοντίνα, πότε να ηγηθεί των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας εν μέσω πανδημίας, αναλαμβάνοντας το “ρίσκο” της υπερμετάδοσης, πότε να φλερτάρει χαλαρά με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, και πότε να υιοθετεί περήφανα τη συνθηματολογία των «Δεκεμβριανών» του 2008.
Διαφωνώ. Οριζοντίως και καθέτως. Το “ιερατείο” των “Σκουρλέτηδων”, των “Βούτσηδων” και των “Πολάκηδων”, είναι ένα εξαιρετικό άλλοθι για να καλύψει την πανθομολογούμενη αδυναμία του να καταλάβει πως όσο και να φτιασιδωθεί ένα ”φαίνεσθαι”, πάλι “φαίνεσθαι” θα είναι. Χωρίς βάθος, χωρίς υποδομή, χωρίς προοπτική.
Και ένα από τα κύρια μηνύματα της κυριακάτικης εκλογικής διαδικασίας στο ΚΙΝΑΛ, που είχε αποδέκτη προσωπικά τον κ. Τσίπρα, ήταν ακριβώς αυτό: Μπορείς να κοροϊδεύεις λίγους για πολύ καιρό, πολλούς για λίγο, αλλά σίγουρα όχι όλους για πάντα.
Δεν το λέω εγώ, το έχει πει ο Αβραάμ Λίνκολν. 220 χρόνια πριν….