Στην Αδριανούπολη παραμένουν ο έλληνας αστυνομικός και η σύντροφός του, οι οποίοι συνελήφθησαν το βράδυ της Κυριακής σε περιοχή που είναι απαγορευμένη.
Μιλώντας στον AΝΤ1, η μεταφράστρια του ζευγαριού δήλωσε πως δεν μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα γιατί οι τουρκικές αρχές ερευνούν ακόμα τα τηλέφωνά τους.
«Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, η έκθεση θα διαβιβαστεί στον εισαγγελέα και, αν δεν διαπιστωθεί κάτι, θα τους αφήσουν να γυρίσουν στη χώρα τους. Ευχόμαστε σε περίπου δύο ημέρες» αναφέρει η μεταφράστρια.
Σημειώνεται πως τη Δευτέρα αφέθηκαν ελεύθεροι με περιορισμούς όρους, με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκο, να σημειώνει χθες πως το ζήτημα θα έχει λυθεί εντός 48 ωρών και να επισημαίνει πως η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν τίθεται κάποιο θέμα με τους δύο Έλληνες.
Η μεταφράστριά τους τονίζει ότι πλέον το ζευγάρι είναι ήρεμο, παρόλο που στην αρχή φοβήθηκε. «Τα παιδιά λένε ότι στο GPS γράψανε Κεσάνη, αλλά τους έβγαλε σε λάθος σημείο, μπήκανε σε ένα χωματόδρομο και ξαφνικά έπεσαν σε στρατιωτικό μπλόκο. Τότε ενημερώθηκαν ότι είναι σε απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη. Στην αρχή φοβήθηκαν, αλλά όταν κατάλαβαν ότι είναι τυπική η διαδικασία, ηρέμησαν. Τώρα κάνουν βόλτες, κάνουν ψώνια και οι δύο, μένουν σε ένα πολύ ωραίο ξενοδοχείο, είναι πολύ καλά τα παιδιά. Ίσως αν δεν ήταν αστυνομικός ο Μ…, να τους είχαν αφήσει ήδη» κατέληξε η μεταφράστρια.
Όλη η κατάθεση του έλληνα αστυνομικού και της συντρόφου του
Υπενθυμίζεται πως την πλήρη κατάθεση του έλληνα αστυνομικού και της συντρόφου του έφεραν στο φως της δημοσιότητας, την Τρίτη, τα τουρκικά ΜΜΕ.
Ο έλληνας αστυνομικός -που ήταν εκτός υπηρεσίας όταν συνελήφθη- απέδωσε την παρουσία τους στην απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη σε αποπροσανατολισμό τους και τόνισε πως μοναδικός σκοπός του ταξιδιού τους ήταν για να κάνουν ψώνια.
Σύμφωνα με το τουρκικό δίκτυο haberler.com, στην κατάθεση του προς το δικαστήριο ο έλληνας αστυνομικός δήλωσε ότι εργάζεται ως αστυνομικός της τροχαίας στο Α.Τ. Φερρών και είπε:
«Στις 5 Δεκεμβρίου και ώρα 14:00 μαζί με την φίλη μου την Αθηνά, εισήλθαμε από την Ελλάδα στην Τουρκία από την συνοριακή πύλη του Παζάρκουλε για ψώνια και για βόλτα. Σκοπός της άφιξής μας στην Αδριανούπολη ήταν να ταξιδέψουμε και να ψωνίσουμε με την κοπέλα μου. Αφού φτάσαμε στο κέντρο της Αδριανούπολης, καθίσαμε για λίγο σε μια καφετέρια και μετά μετά μαζί με την φίλη μου πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο και φάγαμε. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει αποχωρήσαμε από το εμπορικό κέντρο».
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν μπήκαν εσκεμμένα στην στρατιωτική περιοχή αλλά ότι τους οδήγησε εκεί το GPS:
«Καθώς είχε σκοτεινιάσει, επιστρέφαμε στην Ελλάδα και αφού έγραψα στο τηλέφωνο μου τον προορισμό, ξεκινήσαμε. Καθώς το μέρος όπου εργάζομαι και μένω είναι πιο κοντά στη συνοριακή πύλη των Ιψάλων, θα βγαίναμε από εκεί και γράφοντάς το στο GPS, πήραμε το δρόμο για την Κεσσάνη. Συνεχίσαμε όπου μας πήγαινε το GPS. Μετά από κάποιο διάστημα είχε σκοτεινιάσει εντελώς και, ενώ συνεχίζαμε σε ένα χωματόδρομο, βγήκαν μπροστά μας στρατιώτες οι οποίοι μας σταμάτησαν και ζήτησαν από μένα και από τη φίλη μου τα διαβατήρια» είπε.
Σύμφωνα με τον ίδιο «μας κατέβασαν από το αυτοκίνητο και προχωρώντας μαζί μου με ένα φακό μου έδειξαν μία κόκκινη πινακίδα λέγοντάς μου πως πρόκειται για απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή. Αλλά επειδή εγώ δεν είδα οποιαδήποτε πινακίδα απαγόρευσης εισόδου σε στρατιωτική περιοχή και επειδή αυτή που μου δείξανε ήταν μακριά, δεν πιστεύω πως εισήλθαμε σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή, καθώς μας σταμάτησαν πριν την πινακίδα».
Σχετικά με τις φωτογραφίες και τα βίντεο που υπάρχουν στο στικάκι μνήμης που έφερε πάνω του, ο αστυνομικός είπε: Στη μνήμη έχω ιδιωτικό αρχείο με φωτογραφίες. Είναι υλικό με προσωπικό περιεχόμενο και θα φανεί από την εξέταση πως δεν υπάρχει κανένα μεμπτό στοιχείο».
Από την πλευρά της, η σύντροφος του έλληνα αστυνομικού ανέφερε πως εργάζεται ως γραμματέας. Σύμφωνα με την ίδια, μετέβησαν στην Αδριανούπολη για βόλτα και διασκέδαση.
«Σκοπός της άφιξης μου στην Αδριανούπολη μαζί με τον φίλο μου, ήταν να κάνουμε βόλτα και να διασκεδάσουμε, δεν υπήρχε άλλος σκοπός. Λόγω λανθασμένης πλοήγησης φτάσαμε στα σύνορα και μέχρι που μας σταμάτησαν οι στρατιώτες δεν είδαμε κανένα σημάδι ή πινακίδα. Άλλωστε ήταν σκοτεινά. Δεν είχαμε σκοπό διάπραξης εγκλήματος».