Στις 13 Δεκεμβρίου του 1995 έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός σκιτσογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος, Μέντης Μποτσαντζόγλου (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Χρύσανθου Βοσταντζόγλου), ο αγαπητός σε όλους «Μποστ».
«ΤΑ ΝΕΑ» της 14ης Δεκεμβρίου 1995 συμπύκνωσαν στις σελίδες του «Πανοράματος» τη μεγάλη αξία του καλλιτέχνη.
Ο ένας από τους γιους του, Κώστας, είχε γράψει το 1987 γιια τον Μποστ.
«Ο κύριος Χρύσανθος αν και δουλεύει αδιάκοπα «γεννάει» δύσκολα ό,τι κάνει. Γι’ αυτό και γελάει σπάνια. Είναι το τίμημα που πληρώνει για το χιούμορ του. Αν κάποτε σαρκάζει, το κάνει χωρίς κακία. Σαν κακός άνθρωπος θα ήταν αποτυχημένος. Σαν σκληρός επίσης.
»Ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του κάτι εξαιρετικό. Νομίζει πως απλά κάνει μια δουλειά και προσπαθεί να την κάνει καλά. Είναι στοργικός πατέρας και παππούς. Ιδιόρυθμος βέβαια και μέχρι παρεξηγήσεως ευγενής.
»Είναι φοβερά ευαίσθητος ο κύριος Χρύσανθος και γι’ αυτό πληγώνεται εύκολα. Τον θαυμάζω, τον σέβομαι, τον αγαπώ και φιλώ το χέρι του. Τον ξέρω καλά. Ζω στη σκιά του. Είμαι ένας από τους γιους του και είμαι περήφανος γι’ αυτό».
Γράφει στις 14 Δεκεμβρίου 1995 ο Γιώργος Σαρηγιάννης:
« Η “Mαμά Ελλάς” μας έκανε ως τώρα να γελούμε. Από χθες, κρατώντας από το ένα χέρι την “Ανεργίτσα” και από το άλλο “Πειναλέων” θρηνεί.
»Και μας κάνει να κλαίμε μαζί της. Με ένα κλάμα “ανορθόγραφο” και “ασύντακτο”, που μπορεί από τις αναμνήσεις, να γίνεται κλαυσίγελως, αλλά γοερό. Κλαίμε γιατί χάσαμε έναν μεγάλο, ωραίο, αθώο μωρό 77 ετών: τον Μποστ (…).
Ο Μποστ γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη, το 1922 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ρουμανία και από εκεί, το 1926, στην Αθήνα.
Το ψευδώνυμο «Μέντης»
«Η πλατεία Αγάμων – έτσι έλεγαν τότε την πλατεία Αμερικής – ήταν η γειτονιά του. Διάβαζε πολύ ο μικρός Χρύσανθος. Από τότε. Εγκυκλοπαίδειες, ιστορία, βιογραφίες. Και έβλεπε με τους γονείς του τις επιθεωρήσεις της εποχής – Αυλωνίτη, Μακρή, αδελφές Καλουτά, Ηρώ Χαντά, Κοκκίνη, Μαυρέα…
»Ο Ορέστης Μακρής “μεθυσμένος”, σε ένα από τα κλασικά του νούμερα, να λέει πως πήγε σε ένα μέντιουμ να κόψει το κρασί, τον εντυπωσιάζει. Την άλλη μέρα περιγράφει στους συμμαθητές του μέσα στο γέλιο, πώς ο Μακρής “μπέρδευε” τη γλώσσα του κι έλεγε το μέντιουμ “μέντι”. Αυτό ήταν του κολλούν το παρατσούκλι Μέντης και του μένει σ’ όλη του τη ζωή».
Από διανομέας…σκιτσογράφος και χρονογράφος
Απόφοιτος του 8ου Γυμνασίου, ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως εγκαταλείπει μέσα σε 6 μήνες.
«Πάει ναυτικό, πόλεμος, Κατοχή και “για λόγους βιοποριστικούς”, μια και το χέρι του πιάνει, αρχίζει να κάνει σκίτσα σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία».
Εργάστηκε στην «Καθημερινή» ως διανομέας του περιοδικού «Εκλογή».
«Τότε ο Γιώργος του προτείνει να πάει στον “Ταχυδρόμo” για να σχεδιάζει χάρτες – ήταν τότε ο πόλεμος της Κορέας και τύπωναν στο περιοδικό χάρτες για τις πολεμικές επιχειρήσεις.
»Σιγά – σιγά περνάει στο πολιτικό σκίτσο και στο χρονογράφημα. Θα συνεργαστεί εκτός από τον “Tαχυδρόμο”, με την “Αυγή”, την “Ελευθερία”, την “Ελευθεροτυπία”.
»Το ’62 δοκιμάζει στο θέατρο: Συνεργάζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη στα κείμενα της “Όμορφης πόλης”, όπου φιλοτεχνεί και τα σκηνικά και τα κοστούμια. Θα ακολουθήσει. Ο “Δον Κιχώτης” και το ’63 η “Φαύστα” – ένα κείμενο σουρεαλιστικό και άκρως αστείο, ένα ξεκαρδιστικό ξέσκισμα της μικροαστικής νοοτροπίας, που γίνεται κείμενο κλασικό, παίζεται και ξαναπαίζεται και πάντα ενθουσιάζει – ένα από τα πιο πολυπαιγμένα σύγχρονα ελληνικά έργα.
»Ακολουθούν: “Tα χρυσά φτερά”, “Eκλογές του Μποστ”, “Μαρία Πενταγιώτισσα”, “Kάνε το ΠΑΣΟΚ σου παξιμάδι”, “Iστορικέ ιστορία”, “40 χρόνια Μποστ”, “Μήδεια” – ένας θρίαμβος στη “Στοά” – και – έσχατο – το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” με το οποίο γνωρίζει άλλη μια μεγάλη επιτυχία, μόλις το περασμένο καλοκαίρι στο Ηρώδειο και που ο Θανάσης Παπαγεωργίου και η Λήδα Πρωτοψάλτη – που αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια στους ιδεώδεις ερμηνευτές του παίζουν και τώρα στο θέατρο “Στοά”».
Το μοναδικό του ύφος
«Το στυλ του – ανορθογραφίες, “διεστραμμένη” καθαρεύουσα, ομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι, που κανείς δεν κατάφερε να το αντιγράψει, το πέρασε από το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία στο σατιρικό θέατρο και τη παρωδία, αποκτώντας φανατικούς θαυμαστές. “Μόνο του βγήκε”, έλεγε για το στυλ του στην τελευταία συνέντευξή του στα “NΕΑ”:
“Πολλές φορές έφτιαχνα το στίχο κι έλεγα η ρίμα είναι έτσι. Αλλά δεν έβρισκα την κατάλληλη λέξη. Λέω: άμα το ‘στραβώσω’, αφού βγαίνει η ρίμα, δεν πα’ να μην υπάρχει η λέξη. Ας πούμε ‘ο δολοφόνος εν μέσω του σαλώνος’. Και έβγαινε και πολύ αστείο”
(…)
“Ξέρω καλά ελληνικά. Απλώς μερικές φορές όταν βιάζομαι να γράψω μια φράση για να την θυμάμαι γράφω το ‘και’, ‘κε’ ή δεν βάζω τα δύο σίγμα ή τα δύο λάμδα. Μια δική μου, φωνητική, ας πούμε, γραφή”.
« Τα κείμενά του, θα μείνουν, οιονεί ασπαίροντα μνημεία της “ελληνοελληναρίας” μας. Ο Μποστ, τελικά, ποτέ δεν πεθαίνει».