Η παράσταση «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Ζίνα, σε σκηνοθεσία Δήμητρας Δερμιτζάκη.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει περίπου από την πρώτη φορά που συστήθηκε η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. στο αθηναϊκό κοινό. Μια κρίση και πολλά κύματα πανδημίας μετά, μια άλλη νέα γυναίκα, η Κίττυ Παϊταζόγλου, καλείται να διασχίσει πολλές φορές την απόσταση από το σαλόνι της στην κουζίνα της, να χτυπηθεί κάτω για τον έρωτα, αλλά και να χτυπήσει αλύπητα όποιον influencer της πει τους δέκα καλύτερους τρόπους για να ζήσει.
Είναι εύφλεκτη και ταράζεται «για το τίποτα». Φουσκώνει σαν τον ελληνικό στο μπρίκι της. Ανεβαίνει στο πλοίο της γραμμής Πειραιάς-Ιθάκη, αλλά τη ζαλίζει πολύ και θέλει να κατέβει. Και πάνω στα χάρτινα σακουλάκια που της χαρίζουν για τον εμετό, γράφει ρίμες για την πλάκα της: «Μόνη σου μπορείς. Μόνη. Να μην έχεις ανάγκη κανέναν. Να σταθείς στα πόδια σου. Μα λυγίζω! Δεν πειράζει! Στα τέσσερα. Πέφτω στα τέσσερα». Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. Μια μαγική εικόνα, για όσους φοβούνται την φθορά.
Η Κίττυ Παϊταζόγλου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. και τη φθορά.
Πώς αντιμετωπίζετε το ρόλο σας;
Ως ένα ταξίδι, μια περιπέτεια που μπαίνω πρώτιστα εγώ και σας καλώ να γίνετε παρατηρητές και, αν το θελήσετε, συνταξιδιώτες σε αυτό το πλοίο. Το συνταξιδιώτης έχει μια παραπάνω εμπλοκή και τόλμη κι από σας, ρισκάρετε να μπείτε κι εσείς στη θάλασσα, κι όχι απλά να με κοιτάτε από τη στεριά. Κι όπου μας βγάλει.
Βλέπετε στοιχεία από τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. σε εσάς;
Βλέπω κάτι το απόλυτο, μια ανάγκη της- και ανάγκη δική μου- να πηγαίνω στα απάτητα, τα άγνωστα, να είμαι συνεχώς στα κόκκινα, να αναζητώ κάτι μεγαλύτερο και να τρώω φυσικά πολλές φορές τα μούτρα μου. Εύχομαι να ηρεμήσει κάποια στιγμή αυτό με το χρόνο.
Η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. έχει πίσω της μια ιστορία δέκα χρόνων. Εσείς πατάτε πάνω σ’ αυτήν για να δώσετε την δική σας ερμηνεία ή προχωράτε πιο ανεξάρτητα;
Δεν ξέρω τι σημαίνει ακριβώς «πατάω πάνω της». Εννοώ, για να προχωρήσεις πρέπει να αναγνωρίσεις τι υπήρξε πριν από σένα, έτσι δεν είναι; Ακόμα κι αν θες να το ανατρέψεις ή να μην το υπολογίσεις, πρέπει να το αναγνωρίσεις, σαν γεγονός. Και η ΜΑΙΡΟΥΛΑ του 2009, με μια συγκλονιστική Μαρία Πρωτόπαππα και τη Λένα Κιτσοπούλου συγγραφέα και σκηνοθέτη της παράστασης- γιατί έχει πολύ μεγάλη σημασία η διπλή αυτή ιδιότητα- είναι γεγονός. Η εποχή όμως ήταν άλλη. Καμία σχέση.
Δεν είχε ξεκινήσει η οικονομική κρίση, ούτε είχαμε φάει μια πανδημία στη μούρη, που μας καθήλωσε σχεδόν δυο χρόνια. Ε, είναι δυνατόν να μιλήσεις για τον έρωτα, τον εγκλεισμό, την ομορφιά, τη γνώση, την αρρώστια, την τέχνη, τα μικρά και τα μεγάλα της καθημερινότητας με τον ίδιο τρόπο που θα μιλούσες 10 χρόνια πριν; Όσο κι αν οι λέξεις είναι οι ίδιες, όσο κι αν η αγωνία του ανθρώπου να βρει ένα νόημα είναι διαχρονική, εσύ ο ίδιος που λες αυτά τα λόγια είσαι διαφορετικός.
Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε καταπιανόμενη με το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου;
Η γλώσσα είναι το πρώτο. Γιατί το κείμενο, αν και φαινομενικά ρεαλιστικό, αρθρώνεται σαν ένα μεγάλο ποίημα και μάλιστα προφορικό και επείγον ποίημα, που πρέπει να ειπωθεί στο εδώ και τώρα, και που αν δεν μεγαλώσεις και ο ίδιος, αν δε φουσκώσεις κι ανοίξεις χώρους μέσα σου αλήθεια, οι λέξεις αυτές θα ακούγονται κούφιες.
Επίσης, αυτό το έργο είναι στην κόψη, γλιστράει από το γέλιο στην απόγνωση κάθε δευτερόλεπτο, έχει ένα μόνιμο κλαυσίγελο και το ωραίο σε αυτό είναι να μην πέσεις απόλυτα στη μια ή στην άλλη πλευρά, αλλά σαν ακροβάτης να ισορροπείς σε τεντωμένο σκοινί με το χάος από κάτω σου.
Τέλος, είναι μονόλογος. Είναι τρομαχτική διαδικασία για μένα ο μονόλογος. Και τόσο μοναχική, το να μην μπορείς να ακουμπήσεις σε κανέναν επί σκηνής. Αλλά τόσο καίριο, συστατικό στοιχείο για την ηρωίδα, γιατί είναι ένας άνθρωπος ερμητικά κλεισμένος, που φτάνει να μιλάει στα έπιπλα, να ψάχνει εξόδους κινδύνου σχηματίζοντας δαχτυλένια περίστροφα και να κατεβαίνει στα άδυτα ενός γελοίου Άδη, όπου φάλτσοι Καρυωτάκηδες μεταμφιεσμένοι σε Τσιτσάνηδες παίζουνε μπουζούκια.
Αν η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. ζούσε όχι στη σκηνή αλλά δίπλα μας, πόσο διαφορετική θα ήταν;
Καθόλου.
Μπορεί κατά τη γνώμη σας μια γυναίκα να τα βγάλει πέρα μόνη της κι ας λυγίζει κάποιες φορές;
Αυτή την ερώτηση αναρωτιέμαι, πώς θα την άκουγε ένας άντρας;
Εσείς τη φθορά τη φοβάστε;
Φυσικά, αφού προμηνύει ένα τέλος, έναν θάνατο.