*Γράφει ο Τάσος Αναστασάτος
Η ελληνική οικονομία είχε την ατυχία να την βρει η πανδημία σε φάση ανάρρωσης από τη δεκαετή κρίση χρέους κι ενώ ακόμη δεν είχε κατακτήσει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο μετασχηματισμός του παραγωγικού της μοντέλου παρέμενε ημιτελής. Ως συνέπεια, τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας προκάλεσαν, όχι μόνο μία βαθιά ύφεση 9% το 2020, αλλά και την πιθανότητα πρόκλησης πιο μόνιμων βλαβών στον παραγωγικό ιστό.
Με τη βοήθεια μίας καλής τουριστικής σεζόν και €43,3 δισ. δημοσιονομικών μέτρων στήριξης – με την αντίστοιχη επιβάρυνση στο δημόσιο χρέος – η οικονομία φαίνεται ότι περιόρισε αυτή τη βλάβη και κατάφερε το 2021 να ανακτήσει την απώλεια του προηγούμενου έτους. Η εκτίμηση είναι ότι η επίδοσή της ήταν καλύτερη από τις τελευταίες επίσημες προβλέψεις (ΕΕ: 7,1%, Προϋπολογισμός 2022: 6,9%). Εφόσον αυτό επαληθευτεί, η κυκλική ανάκαμψη θα έχει εν πολλοίς ολοκληρωθεί. Επομένως, δεδομένης της απόσυρσης των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, η ανάπτυξη το 2022 θα πρέπει να βασιστεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις μακροχρόνιες διαρθρωτικές προσδιοριστικές παραμέτρους της ανάκαμψης: την επένδυση, τις ποιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και τη γενική παραγωγικότητα της οικονομίας. Με μία όμως σημαντική προσθήκη: την ενίσχυση της ζήτησης από τα πρώτα δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) τα οποία αρχίζουν να εισρέουν στην οικονομία, φιλοδοξώντας να χρηματοδοτήσουν ένα γιγαντιαίο επενδυτικό πρόγραμμα και να αναπληρώσουν, σε σημαντικό βαθμό, τη συνεισφορά των μέτρων στήριξης στην ενεργό ζήτηση.
Η ελληνική οικονομία δεν θα έπρεπε να θέτει ως στόχο έναν συγκεκριμένο ρυθμό ανάπτυξης για μία συγκεκριμένη χρονιά. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη συγκυρία, θετική ή αρνητική. Ο στόχος θα έπρεπε να είναι η οικονομική ανάπτυξη να ξεπερνάει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό να συμβαίνει συστηματικά, ώστε η χώρα να επιτυγχάνει οικονομική σύγκλιση με τα κατά κεφαλήν εισοδήματα των ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, το 2022 πληροί, πράγματι, τις προδιαγραφές για να είναι το έτος στο οποίο αυτή η διαδικασία σύγκλισης θα επανεκκινήσει: η νομισματική πολιτική θα παραμείνει υποστηρικτική (ιδίως μετά την απόφαση της ΕΚΤ για την επανεπένδυση των ομολόγων που αγόρασε μέσω του PEPP), το οικονομικό κλίμα και η επενδυτική εμπιστοσύνη ανακάμπτουν, η τόνωση της ζήτησης και ιδίως των επενδύσεων από τους πόρους του ΤΑΑ θα είναι μεγαλύτερη του μέσου όρου της ΕΕ (η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ) και ακολουθεί και το ΕΣΠΑ 2021-2027. Αυτά έρχονται να προστεθούν στα πάγια πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας: το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό, τη στρατηγική θέση, το κάλλος και τον πολιτισμό. Ως έχουν τα πράγματα τη στιγμή που γράφονται αυτά τα κείμενα, εκτιμούμε την ανάκαμψη κατά το 2021 στην περιοχή του 8% σε ετήσια βάση και κατά το 2022 στην περιοχή του 4%.
Ωστόσο, η περίσταση συνοδεύεται από ασυνήθιστα μεγάλες αβεβαιότητες και κινδύνους με δυνητικά μεγάλη επίδραση στις προβλέψεις, είτε επί τα χείρω είτε επί τα βελτίω. Η ανάπτυξη δεν θα είναι αυτονόητη ούτε αυτόματη.
Οι προκλήσεις
Οι σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία είναι οι εξής:
Πρώτον, η πανδημία. Είτε από την πλημμελή τήρηση των μέτρων ανάσχεσης, είτε από τις υστερήσεις στον εμβολιασμό, είτε από νέες απειλητικές μεταλλάξεις του ιού, η πανδημία απειλεί να καταστήσει αναγκαίους νέους περιορισμούς στην κοινωνική επαφή και τα ταξίδια, δοκιμάζοντας περαιτέρω ήδη κουρασμένες κοινωνίες και οικονομίες που έχουν εξαντλήσει τις εφεδρείες τους.
Δεύτερον, οι πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως στην ενέργεια, που μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων και πλήττουν την ανταγωνιστικότητα. Αν και η ΕΚΤ τις θεωρεί παροδικές, η πιθανότητα να διαρκέσουν παραπάνω από το αρχικώς εκτιμηθέν, δημιουργεί κινδύνους για ενσωμάτωση των πληθωριστικών πιέσεων στις προσδοκίες και μετάδοση στην αγορά εργασίας, επομένως για παγίωση του πληθωρισμού. Και αν λίγος παροδικός πληθωρισμός είναι ένας σχετικά εύκολος τρόπος διάβρωσης του χρέους, πολύς και διαρκής πληθωρισμός σημαίνει περιοριστικές πολιτικές.
Τρίτον, η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων. Παρότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης σχεδιάστηκαν να εφαρμοστούν άπαξ, η άνοδος των τιμών εντείνει τις πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για διατήρηση της ισχύος κάποιων εξ αυτών, με επιπτώσεις στην πρόσληψη της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας από τις αγορές. Στο εξωτερικό ισοζύγιο, ζητείται δυναμική αύξηση των εξαγωγών ώστε το δομικό πρόβλημα της μεγάλης συμμετοχής εισαγόμενων αγαθών και πρώτων υλών στην ελληνική κατανάλωση και παραγωγή αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας, να μην καταλήξουν σε διαρθρωτικού χαρακτήρα έλλειμμα.
Τέταρτον, η απουσία επενδυτικής βαθμίδας. H απόφαση της ΕΚΤ για ευέλικτη επανεπένδυση των ομολόγων που λήγουν από αυτά που αγοράστηκαν στα πλαίσια του PEPP θέτει ανάχωμα σε πι-θανές πιέσεις στο κόστος χρηματοδότησης κράτους, τραπεζών και επιχειρήσεων μετά τον Μάρτιο που λήγει το πρόγραμμα. Παρά ταύτα, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα της οποίας τα ομόλογα είναι μη επιλέξιμα για το τακτικό πρόγραμμα παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ. Η ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους και τα μεγάλα ταμειακά αποθέματα (εκτιμώνται πάνω από €39 δισ.) διευκολύνουν την εξυπηρέτηση του. Ωστόσο, το μέγεθος του δημόσιου χρέους – το 2ο υψηλότερο στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ – καθιστά το κόστος εξυπηρέτησης και την εμπιστοσύνη της αγοράς ευάλωτα στις διακυμάνσεις των μακροοικονομικών συνθηκών. Εν γένει η απουσία επενδυτικής βαθμίδας βγάζει τη χώρα από το ραντάρ θεσμικών επενδυτών και πρέπει να θεραπευτεί το ταχύτερο δυνατό.
Πέμπτον, η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας επί τη βάσει κριτηρίων βιωσιμότητας. Η θετική πιστωτική επέκταση είναι αναγκαία για τη στήριξη της ανάπτυξης αλλά μόνο στον βαθμό που αντικρύζεται από ποσοτική και – κυρίως – ποιοτική βελτίωση της ζήτησης. Πιθανή χαλάρωση των κριτηρίων πιστοληπτικής ικανότητας θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους μακροοικονομικών ανισορροπιών, μελλοντικών αθετήσεων και κρίσεων. Η επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης, επομένως, απαιτεί αποτελεσματική κατανομή πόρων, ταχεία διευθέτηση του ζητήματος του ιδιωτικού χρέους και διατήρηση μίας υγιούς κουλτούρας πληρωμών με την ευχερή χρήση των εργαλείων που παρέχονται από το νομικό πλαίσιο.
Έκτον, η δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης να απορροφήσει αποτελεσματικά τους ευρωπαϊκούς πόρους, σε πολύ μικρότερο χρόνο από το παρελθόν και με απαιτητικότερες αιρεσιμότητες. Αυτό αφορά, όχι μόνο το ΤΑΑ, αλλά και το ΕΣΠΑ 2021-27, το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί εξίσου και όχι να υποκατασταθεί από το ΤΑΑ, Οι καιροί καλούν στην υπέρβαση παθογενειών του παρελθόντος (καθυστερήσεις, γραφειοκρατία, ανεπαρκής συντονισμός, αναποτελεσματική κατανομή των κονδυλίων). Επιπλέον, είναι ζητούμενο το όφελος να διασπαρεί σε ολόκληρη την οικονομία και όχι σε ένα στενό εύρος επιλέξιμων δραστηριοτήτων.
Ασφαλώς, η εξέλιξη αυτών των παραμέτρων επί το ευνοϊκότερον δίνει και το περιθώριο μιας αναπτυξιακής επίδοσης μεγαλύτερης του αναμενόμενου: έλεγχος και οριστική αποδρομή της πανδημίας, βελτίωση της εμπιστοσύνης της αγοράς από την τιθάσευση των εξωτερικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ταχεία κατάκτηση επενδυτικής βαθμίδας, ταχεία έναρξη των έργων που συγχρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ 2021-27, με έμφαση στις νέες τεχνολογίες, την πράσινη μετάβαση και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, που είναι σημαντικοί πυλώνες της αλλαγής παραγωγικού μοντέλου. Ωστόσο, δεν πρέπει να αφήσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων να αποφασίσει. Μία χώρα που το 2020 είχε 206,3% του ΑΕΠ χρέος και ιστορικό ανισορροπιών είναι ευαίσθητη στις διακυμάνσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος. Επομένως, πρέπει να ενεργήσουμε τώρα που οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, ταχέως, ώστε να προλάβουμε τις ό-ποιες πιέσεις και να θωρακίσουμε τη θετική προοπτική της χώρας. Ιδίως δεδομένης της πιθανότητας επαναλαμβανόμενων επεισοδίων στην αγορά ενέργειας εξαιτίας της ταχείας αλλαγής του ενεργειακού μείγματος.
Η θετική προοπτική της ελληνικής οικονομίας αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή, εντός και εκτός συνόρων. Οι αποδόσεις των ελληνικών χρεογράφων και οι κινήσεις μεγάλων διεθνών επενδυτών για εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων και κάποιες – λιγότερες αλλά τεχνολογικά πολύ σημαντικές – επενδύσεις σε δημιουργία νέων υποδομών, το δείχνουν αυτό. Έστω κι αν αρχικά το κίνητρο είναι η γεωγραφική θέση της χώρας ή η περιφερειακή αγορά, η ενίσχυση του momen-tum και η δημιουργία συνεργειών μπορεί να προσελκύσει κι άλλες επενδύσεις που εισάγουν τεχνολογία και γνώση.
Κατά τούτο, η έγκαιρη συνειδητοποίηση των κινδύνων πρέπει να οδηγήσει σε επιμονή στη στρατηγική της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων: στη δημόσια διοίκηση, το επενδυτικό περιβάλλον, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, την ποιότητα των θεσμών και τον βαθμό εφαρμογής του Νόμου. Μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει αύξηση της συμμετοχής επενδύσεων κι εξαγωγών στο ΑΕΠ, καθώς και διείσδυση περισσότερης γνώσης και καινοτομίας στην παραγωγή. Οι μεταρρυθμίσεις είναι η κρίσιμη προϋπόθεση ώστε οι ευρωπαϊκοί πόροι να οδηγήσουν, όχι σε μία βραχυπρόθεσμη τόνωση της ζήτησης, όπως δυστυχώς συνέβη στο παρελθόν, αλλά σε αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
* Ο Δρ. Τάσος Αναστασάτος είναι Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank
Πηγή: ΟΤ