Οι διαπραγματεύσεις της Βιέννης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, οι οποίες επανεκκίνησαν τη Δευτέρα και συνεχίστηκαν χθες, μοιάζουν να έχουν εισέλθει στο τελευταίο και πιο κρίσιμο στάδιό τους. Τα χρονικά περιθώρια για συμφωνία στενεύουν, ενώ ενδεχόμενο ναυάγιο θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, ουδείς από όσους εμπλέκονται στην υπόθεση του Ιράν και του πυρηνικού του προγράμματος δεν επιθυμεί πραγματικά έναν πόλεμο. Ο καθένας δε έχει τους δικούς του λόγους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η κυβέρνηση Μπάιντεν γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο θα απειλήσει να μετατρέψει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό σε πεδίο μάχης, με τις ΗΠΑ να μην έχουν πλέον ούτε τη διάθεση ούτε τη δυνατότητα να επιβάλουν βιώσιμες λύσεις – ειδικά μετά την οδυνηρή εμπειρία του Αφγανιστάν. Σε μια τέτοια περίπτωση, μάλιστα, η Ουάσιγκτον θα χρεωθεί έτσι κι αλλιώς σημαντικό μέρος της ευθύνης, μιας και είναι αυτή που πυροδότησε την κρίση αποχωρώντας από τη συμφωνία – ενώ ο ίδιος ο Μπάιντεν θα εμφανιστεί να αθετεί άλλη μία προεκλογική του δέσμευση.
Η Τεχεράνη, από την άλλη, ο αγιατολάχ Χαμενεΐ και ο πρόεδρος Ραϊσί μπορεί να πλεονάζουν σε απειλές και επιθετική ρητορική, όμως έχουν συνείδηση του κόστους μιας πολεμικής σύγκρουσης για τη χώρα τους. Πέρα από τις τεράστιες καταστροφές που θα υποστούν οι πυρηνικές εγκαταστάσεις και οι υποδομές της, οι κυρώσεις που θα ακολουθήσουν θα «γονατίσουν» την οικονομία, θα περιορίσουν κι άλλο τις διεξόδους του ιρανικού πετρελαίου προς τις ξένες αγορές και θα επιδεινώσουν δραματικά το βιοτικό επίπεδο της (σε μεγάλο βαθμό νεαρής και φιλόδοξης) κοινωνίας.
Οι Ευρωπαίοι, επίσης, έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν την επιτυχία των διαπραγματεύσεων. Αφενός, επειδή έτσι θα δικαιωθούν για την πολιτική και διπλωματική στήριξη που συνέχισαν να προσφέρουν στη συμφωνία του 2015, ακόμη και μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ. Αφετέρου, διότι το Ιράν θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική αγορά για τις επιχειρήσεις τους, ειδικά του ενεργειακού τομέα, όπως αποδεικνύει η εμπειρία της γαλλικής Total.
Τέλος, Ρωσία και Κίνα, που στηρίζουν με κάθε τρόπο το Ιράν επιδιώκοντας να το εντάξουν στο δικό τους στρατόπεδο, επιθυμούν αυτό να παραμείνει μια ισχυρή χώρα, με προσβάσεις και στη Δύση. Και όχι, αντιθέτως, να μετατραπεί σε έναν παρία ο οποίος θα χρειάζεται διαρκή και ενεργή στήριξη, μετατρεπόμενο σε μια χαίνουσα πληγή.
Ερωτηματικά προκαλεί, ωστόσο, η στάση του Ισραήλ, έστω κι αν δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης. Εξάλλου, τόσο η προηγούμενη κυβέρνησή του όσο και η νυν τάσσονται σταθερά υπέρ της στρατιωτικής λύσης και μιας «προληπτικής» επιδρομής κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Μάλιστα, οι πρόσφατοι δεσμοί που έχει αναπτύξει με αραβικές χώρες που επίσης «μισούν» το Ιράν, όπως η Σ. Αραβία, δημιουργούν την «υπόνοια» ότι βρίσκεται στα σκαριά ένας «αραβοϊσραηλινός» άξονας που θα αναλάβει τη βρώμικη δουλειά την οποία δεν θέλουν να κάνουν οι ΗΠΑ.
Χθες, πάντως, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ υπήρξε σιβυλλικός. «Αναμφίβολα μπορεί να υπάρξει μια καλή συμφωνία. Γνωρίζουμε τις παραμέτρους της. Μπορούμε, όμως, να αναμένουμε ότι αυτό θα συμβεί τώρα, με τα δεδομένα που υπάρχουν; Οχι. Κι αυτό επειδή είναι ανάγκη να υπάρξει μια πολύ πιο σταθερή θέση», είπε και πρόσθεσε: «Το Ιράν διαπραγματεύεται από θέση αδυναμίας. Δυστυχώς, όμως, ο κόσμος λειτουργεί σαν το Ιράν να βρίσκεται σε θέση ισχύος».,
Σε αυτό το φόντο, δεν αποκλείεται να επιλεγεί η λιγότερο κακή λύση: μια ενδιάμεση συμφωνία, η οποία δεν θα αναβιώνει εκείνη του 2015, αλλά ταυτόχρονα θα κατοχυρώνει το σημερινό στάτους. Στα πλαίσιά της, η Δύση θα αποδείξει τον βαθμό εμπλουτισμού που έχει επιτύχει η Τεχεράνη, η οποία θα δεσμευτεί να μην προχωρήσει περαιτέρω – με αντάλλαγμα μια μερική άρση των κυρώσεων.
Θα πρόκειται, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, για μια εύθραυστη ισορροπία που θα μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή. Ποιος εγγυάται, άλλωστε, ότι οι Ρεπουμπλικανοί και ο Τραμπ δεν θα ανακτήσουν την εξουσία στις ΗΠΑ;
Το χρονικό
- Οκτώβριος 2015. Το Ιράν υπογράφει με τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία) και τη Γερμανία συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα, που οδηγεί σε άρση πολλών οικονομικών κυρώσεων.
- Μάιος 2018. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώνει ότι οι ΗΠΑ αποσύρουν επισήμως την υπογραφή τους από τη συμφωνία του 2015, επαναφέροντας τις κυρώσεις εις βάρος του Ιράν.
- Μάιος 2019. Η Τεχεράνη ανακοινώνει πως δεν δεσμεύεται πλέον από τα όρια της συμφωνίας του 2015 για τις πυρηνικές της δραστηριότητες. Τους επόμενους μήνες, κατηγορείται για επιθέσεις κατά δεξαμενόπλοιων στον Περσικό και εγκαταστάσεων της Saudi Aramco στη Σαουδική Αραβία.
- Ιανουάριος 2020. Οι ΗΠΑ «εκτελούν» στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης τον πιο σημαντικό στρατιωτικό αξιωματούχο του Ιράν, τον Κασέμ Σολεϊμανί. Η Τεχεράνη απαντά εκτοξεύοντας δεκάδες πυραύλους κατά βάσης με αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ.
- Απρίλιος 2021. Η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν διεξάγει έμμεσες διαπραγματεύσεις με το Ιράν, με διαμεσολάβηση της ΕΕ. Οι επαφές διακόπτονται τον Μάιο και επαναλαμβάνονται στα τέλη Νοεμβρίου.
- Ιούνιος 2021. Ο σκληροπυρηνικός Ιμπραήμ Ραϊσί εκλέγεται νέος πρόεδρος του Ιράν.