Δεκαεπτά γυναικοκτονίες σημάδεψαν το 2021. «Τη γρονθοκόπησε έως θανάτου». Σε τέσσερις λέξεις συμπυκνώνεται η βία που δεν χωράει σε λέξεις, η βία που επιμένει να μένει εκτός λόγου. Η κοινοτοπία της γυναικοκτονίας ταράζει τον ταραγμένο ορίζοντα της καθημερινότητάς μας και τείνει να γίνει κομμάτι μιας νέας κανονικότητας. Η κοινοτοπία της δεν προκαλεί πλέον απορία. Και αυτό είναι μια άλλη μορφή βίας. Η κοινοτοπία του κακού εν μέσω του κακού της πανδημίας.
Μια πανδημία μέσα στην πανδημία; Τα ποσοστά της βίας κατά των γυναικών μπορεί να αυξάνονται κατακόρυφα, ήδη όμως από το 2013 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήριζε τη Βία κατά των Γυναικών και Κοριτσιών ως «παγκόσμιο πρόβλημα υγείας που λαμβάνει διαστάσεις πανδημίας». Η εμφάνιση της Covid-19 οδήγησε διεθνώς στην έξαρση μιας προϋπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Η χώρα μας προφανώς δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Το άλλοθι «της κακιάς ώρας». Το άλλοθι «του θολωμένου μυαλού». Η επίκληση της τρέλας ως πάγχρηστον. Η ψυχιατρικοποίηση ως μια άλλη μορφή νομιμοποίησης της βίας.
«Ηθελε να με αφήσει». «Με απατούσε». «Ηθελε να με χωρίσει». Τι ακριβώς λέει ο δράστης όταν ψελλίζει αυτά τα λόγια; «Θέλω το θύμα μου να μην υπάρχει. Γιατί αν τυχόν υπάρχει ως αυτόνομο πλάσμα πάει να πει ότι εγώ δεν θα υπάρχω». Προϋπόθεση για να υπάρξει ο ίδιος είναι η απανθρωποποίηση του θύματος, η τυφλή υποταγή της γυναίκας στην επιθυμία του. «Την αφανίζω για να υπάρξω». «Απολαμβάνω το μίσος μου ως μια μορφή κυριαρχίας πάνω της». «Είναι ένα πράγμα που μου ανήκει. Δικό μου».
Ο κοινωνικός δεσμός νοσεί. Μια κοινωνία άμαθη στη διαχείριση του πένθους. Εκπαιδευμένη στην άρνηση της θνητότητας, παραδομένη στην ψυχαναγκαστική αναζήτηση μιας ετοιμοπαράδοτης αμεριμνησίας που εύκολα αναζητά την απόλαυση μέσα από το μίσος και τη μνησικακία.
Οι πατριαρχικές ρίζες του μίσους επιμένουν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση μέσα στην πανδημία, να εμποδίζουν το άνοιγμα στον άλλον. Να αποτρέπουν την αλήθεια μιας αγάπης που γιατρεύει. Οι ενορμήσεις του θανάτου ενδυναμώνονται έτσι καθώς μέσα στην πανδημία γίνεται πλέον αντιληπτό ότι ο βασιλιάς ήταν γυμνός, ότι η παντοδυναμία ήταν μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Είμαστε στο έλεος της αβεβαιότητας και του θανάτου. Σε απόσταση αναπνοής από μια ενδεχόμενη επικείμενη καταστροφή.
Η αποστέρηση γεννά βία. Το θύμα χρεώνεται την οργή της διάψευσης. Ο αφανισμός του θύματος κατευνάζει στιγμιαία την οργή του θύτη. «Στη θέση της αγάπης που δεν μπορώ να απολαύσω, απολαμβάνω μέσα από τη βία που σου ασκώ την καταστροφή της ζωής που δεν ζω».
Ο άλλος δεν υπάρχει. Καταλύεται. Στα ερείπια του άλλου στήνεται, ή μάλλον επιχειρείται να στηθεί, ένα σκηνικό ύπαρξης. Η αποστέρηση γεννά βία. Η βία αυτή είτε στρέφεται στον άλλον και γίνεται καταστροφικότητα και μίσος, είτε στρέφεται στον ίδιο τον εαυτό. «Σε καταστρέφω για να μην καταστραφώ». «Ο αφανισμός σου όρος ύπαρξης της ζωής μου».
Εαυτός προσηλωμένος στον εαυτό του
Η απομαγεμένη εποχή της ρευστής νεωτερικότητας δυσκολεύεται να προσφέρει στον σημερινό άνθρωπο νόημα ζωής και νόημα θανάτου. Η κατανόηση του Αλλου χάνεται μαζί με την αναπαράστασή του. Μένουμε απορροφημένοι στην αντανάκλαση ενός ειδώλου. Ενός εαυτού έμμονα προσηλωμένου στον εαυτό του. Το εγώ χωρίς το εσύ όμως είναι ένα μελλοθάνατο πλάσμα που κάποια στιγμή θα πνιγεί μέσα στον αντικατοπτρισμό του.
Οι κοινωνικές μεταβολές έχουν έναν ψυχικό αντίκτυπο, και μετασχηματίζουν την ατομική υποκειμενικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην εποχή της εικόνας και της ρευστής νεωτερικότητας, κεντρική φιγούρα δεν είναι πλέον ο Οιδίποδας με τις ενοχές του που δέσποζε μέχρι και τα μέσα του περασμένου αιώνα αλλά ο Νάρκισσος, με τον βίαιο αυτοθαυμασμό του.
Μέσα στην πανδημία ο Νάρκισσος δεν έχασε την αίγλη του. Κάθε άλλο. Παγιδευμένος στον παθολογικό αυτοθαυμασμό του, σπείρει γύρω του καταστροφές. Σε διαφορές εκδοχές του μύθου, ο Νάρκισσος εμφανίζεται ηθικός αυτουργός για τον θάνατο ενός νέου ερωτευμένου μαζί του καθώς και για τον θάνατο της δίδυμης αδελφής του, της Ηχούς. Στον γνωστό πίνακα του Καραβάτζιο απεικονίζεται ο Νάρκισσος απαστράπτων μέσα στο σκοτάδι. Φωτισμένο είναι μόνο το πρόσωπό του.
Οι γυναικοκτονίες ανθούν σε μια εποχή όπου ο Νάρκισσος είναι ακόμα ζωντανός. Ζωντανός και ενδυναμωμένος μέσα από την απελπισία του και την αδυναμία του να υπάρχει δίχως να κυριαρχεί και να καταστρέφει τον άλλον. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Νάρκισσος, ένας όμορφος και δυνατός νέος από τη Βοιωτία, γιος του ποταμού Κηφισού και της Νύμφης Λειριώπης, ερωτεύτηκε σφόδρα το είδωλό του και ζούσε θαυμάζοντας την ομορφιά του στην αντανάκλαση του εαυτού του στο ποτάμι. Μια μέρα στην προσπάθειά του να φιλήσει το πρόσωπό του έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.
Ο ερωτευμένος με τον εαυτό του νέος είναι τόσο απορροφημένος από το εγώ του ώστε δεν ακούει τη Νύμφη Ηχώ, η οποία, απελπισμένη καθώς είναι με τον έρωτά της γι’ αυτόν, τον καλούσε συνεχώς έως ότου η φωνή της έσβησε.
Μια ευχή για το 2022
Οι μύθοι τελούν υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Ιδού λοιπόν μια άλλη εκδοχή του μύθου που στο χάραμα της νέας χρονιάς επιτρέπω στον εαυτό μου να φανταστεί: Ο Νάρκισσος λίγο πριν από την καταστροφή, λίγο πριν δηλαδή πνιγεί από το είδωλό του στο ποτάμι, ακούει τη φωνή της ερωτευμένης Νύμφης κι εκείνος τότε σπρωγμένος από έναν πρωτόγνωρο πόθο ζωής, οδηγείται σε μια αναπάντεχη κίνηση: Εγκαταλείπει το είδωλό του, σηκώνεται όρθιος και βαδίζει κατακεί που ακούστηκε η φωνή που τον καλεί. Στρέφεται στη σχέση. Με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τη συνέχεια της ιστορίας.
Κι αυτή είναι η ευχή μου για το 2022. Η άλλη έκβαση του Μύθου. Ο Νάρκισσος αποτρέπει τον πνιγμό του. Ανοίγεται στην/στον άλλον. Το «εγώ» του εμπεριέχει ένα «εσύ», μια ετερότητα. Η αρχή της υποκειμενοποίησής του. Της ψυχικής του γέννησης. Η έγνοια μας για τον άλλον άνθρωπο μας καθιστά ανθρώπινα υποκείμενα. Μας ανθρωποποιεί. Ο θάνατος αποτρέπεται. Το παγωμένο σύμπαν μιας ναρκισσιστικής εποχής θερμαίνεται.
Η νύχτα δεν είναι αναγκαία. Το σκοτάδι δεν είναι συμπαγές.
Αλλωστε όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι ενδεχόμενα. Αυτό – που – δεν – υπάρχει – ακόμα θερμαίνει την καρδιά μας. Σε αυτό ελπίζουμε…
Καλό κι ευτυχισμένο 2022!
Μικρή υποσημείωση: Τελειώνοντας το κείμενο στον αυτόματο ορθογραφικό έλεγχο του υπολογιστή αντιλαμβάνομαι ότι η λέξη «γυναικοκτονία» απουσιάζει. Στη θέση της υπάρχει η λέξη «γυναικοκρατία»