Η ΕΕ έχει αποφασίσει να περιορίσει, έως το 2030, τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Ετσι, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι πρωτοπόρος στην παγκόσμια μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη – μόνο που, για μια ακόμα φορά, αποδεικνύεται ότι ο Διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες και όχι στις γενικές διακηρύξεις.
Η μετάβαση στην «πράσινη εποχή», με άλλα λόγια, αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκη και δύσκολη από ό,τι αρκετοί ανέμεναν ή ήλπιζαν. Οι αιτίες δε είναι πολλές: οι διαμαρτυρίες των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών για την απότομη απεξάρτηση από τον άνθρακα, οι αδυναμίες και οι ανισότητες που κρύβονται στο σύστημα εμπορίας ρύπων και, βεβαίως, οι μεταβατικές μορφές ενέργειας που θα αξιοποιηθούν ώσπου να επιτευχθεί ο τελικός στόχος.
Εδώ και καιρό είναι φανερό ότι η Ευρώπη έχει χωριστεί σε τρία στρατόπεδα γύρω από αυτό το ζήτημα: Από τη μία, στους υπερμάχους της ατομικής ενέργειας, των οποίων ηγείται η Γαλλία, όπως απέδειξαν και οι πρόσφατες εξαγγελίες του Εμανουέλ Μακρόν για την ανάπτυξη μιας νέας γενιάς αντιδραστήρων, αλλά και η κοινή του διακήρυξη με την «Ομάδα του Βίζεγκραντ» και τα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Από την άλλη, στους αντιπάλους της, οι οποίοι ταυτόχρονα είναι υποστηρικτές του φυσικού αερίου, με επικεφαλής τη Γερμανία, η οποία έκλεισε την 1η Ιανουαρίου τους τρεις από τους έξι τελευταίους αντιδραστήρες της (οι υπόλοιποι θα κλείσουν έως το τέλος του έτους), ενώ στηρίζει φανατικά τον Nord Stream 2. Και τέλος, στους πολύ λίγους που αντιτίθενται και στα δύο, όπου η Ισπανία επιχειρεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δύσκολο καθήκον
Η Κομισιόν λοιπόν είχε εξαρχής ένα εξαιρετικά δύσκολο καθήκον στην προσπάθεια να συμβιβάσει τα αντιτιθέμενα και ανταγωνιστικά συμφέροντα. Τελικά, στην πρόταση την οποία παρουσίασε λίγες ώρες προτού εκπνεύσει το 2021 απέδειξε ότι επέλεξε να ακολουθήσει τον εύκολο και σίγουρο δρόμο: να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τόσο των Γάλλων όσο και των Γερμανών, εκτιμώντας ότι – μάλλον ορθά, αν κρίνουμε από τους συσχετισμούς εντός της ΕΕ και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων – με τις συμμαχίες τους θα διασφαλίσουν πως το σχέδιό της θα εγκριθεί, παρά τις όποιες καθυστερήσεις και το πάρε-δώσε που θα μεσολαβήσει.
Ιδού, για του λόγου το αληθές, η διατύπωση στη σχετική ανακοίνωση: «Η Κομισιόν θεωρεί ότι υπάρχει ρόλος τον οποίο μπορούν να παίξουν τόσο το φυσικό αέριο όσο και η ατομική ενέργεια, ως μέσα που θα διευκολύνουν τη μετάβαση προς ένα μέλλον στο οποίο θα κυριαρχούν οι ανανεώσιμες πηγές». Και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος, δηλαδή!
Αξίζει να σημειωθεί ότι η όποια απόφαση ληφθεί δεν είναι δεσμευτική για τους «27», ο καθένας από τους οποίους μπορεί να επιλέξει όποια μεταβατική μορφή ενέργειας θέλει. Η διαφορά βρίσκεται στο εξής: Οι μορφές εκείνες που θα υιοθετηθούν επισήμως από τις Βρυξέλλες θα μπορούν να χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον τακτικό προϋπολογισμό, καθώς και να απορροφούν ιδιωτικά κεφάλαια που θα αντλούνται μέσω των «πράσινων ομολόγων». Με άλλα λόγια, μιλάμε για εκατοντάδες δισ. ευρώ, που εξηγούν τόσο την ένταση της σύγκρουσης όσο και την ανάγκη συμβιβασμού.
Τούτων δοθέντων, το μεγάλο πρόβλημα δεν έγκειται πλέον στην πιθανότητα βέτο ή στην προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με την οποία απειλεί η Αυστρία, ενδεχομένως και κάποιες άλλες χώρες. Εντοπίζεται, κυρίως, στο ίδιο το Βερολίνο. Εκεί όπου ναι μεν ο Ολαφ Σολτς και ο Κρίστιαν Λίντνερ δείχνουν να στηρίζουν την πρόταση της Κομισιόν, όμως οι Πράσινοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα… υπαρξιακό πρόβλημα.
Ηδη ο αντικαγκελάριος και συμπρόεδρος Ρόμπερτ Χάμπεκ έκανε λόγο για «πράσινο ξέπλυμα» των ευθυνών της ατομικής ενέργειας και των κινδύνων που συνεπάγεται – η αντίθεση στην οποία έχει σφραγίσει την ιστορική πορεία του κόμματος. Κάτι ανάλογο έκαναν και άλλα κορυφαία στελέχη. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι οι Πράσινοι θα επιλέξουν να τινάξουν στον αέρα την κυβέρνηση παρά να δεχθούν έναν ευρωπαϊκό συμβιβασμό. Εξάλλου, η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη και είναι απίθανο να μη συζητήθηκε κατά τις εξαντλητικές διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση του συνασπισμού του «φωτεινού σηματοδότη».
Το σίγουρο είναι ότι άλλο πράγμα η κυβέρνηση και άλλο η αντιπολίτευση. Ο Γιόσκα Φίσερ θα όφειλε να έχει προετοιμάσει κατάλληλα τους διαδόχους του…
Τα επόμενα βήματα – Μέχρι τις 12 Ιανουαρίου, τα κράτη-μέλη, μέσω των κυβερνήσεων και των εμπειρογνωμόνων τους, καλούνται να καταθέσουν τις προτάσεις τους για αλλαγές, βελτιώσεις ή απόρριψη της πρότασης. -Η Κομισιόν, στη συνέχεια, θα αξιολογήσει τις προτάσεις αυτές και θα καταθέσει δημοσίως και στους αρμόδιους φορείς το οριστικό της σχέδιο, εντός του Ιανουαρίου. -Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωβουλή έχουν στη διάθεσή τους 4 μήνες – διάστημα το οποίο μπορεί να παραταθεί για άλλους δύο μήνες – προκειμένου να την υιοθετήσουν ή να την απορρίψουν. -Για να απορριφθεί το σχέδιο από το Συμβούλιο απαιτείται η «αντίστροφη ενισχυμένη πλειοψηφία», δηλαδή η αρνητική ψήφος τουλάχιστον 20 κρατών-μελών, που να αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ. -Στην Ευρωβουλή, απαιτείται για την απόρριψη (ή, αντιστοίχως, την έγκριση) απλή πλειοψηφία 353 μελών.