Ο Ντέσμοντ Τούτου (1931-2021), που «έφυγε» πριν από λίγες ημέρες, υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές μορφές του αγώνα εναντίον του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων διεθνώς, όχι μόνο στη Νότια Αφρική. Παρά τις σποραδικές κριτικές της εκληφθείσας ως σχετικής ανεκτικότητάς του έναντι των λευκών μετά την κατάρρευση του βάρβαρου και απάνθρωπου απαρτχάιντ που είχε καταδικάσει τους μαύρους κατοίκους της χώρας σε επίσημο καθεστώς δουλείας (ιδεολογικό και πολιτικό αποκύημα της αγγλικής ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατίας στην Αφρική), η συμβολή του Τούτου στην ανασύσταση της πατρίδας του αλλά και στην ισχυροποίηση του διεθνούς αντιρατσιστικού κινήματος υπήρξε τεράστια. Αν και εν γένει μειλίχιος, ο Τούτου δεν μασούσε τα λόγια του. Υπερασπιστής των δικαιωμάτων των κατατρεγμένων Αφρικανών και όλων των αδύναμων ανά τον κόσμο, στάθηκε γενναίος πολέμιος της βίας, της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της κατάχρησης της όποιας εξουσίας.
Είχα την τύχη πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, τον Νοέμβριο του 2007, ως νεαρός, τότε, τακτικός καθηγητής στο Χάρβαρντ και διδακτικός εταίρος του εκεί Κέντρου Διεθνών Σχέσεων Weatherhead, να συναντήσω και να συνομιλήσω με τον αγωνιστή πρώην Αρχιεπίσκοπο της Νότιας Αφρικής: είχε επισκεφθεί το πανεπιστήμιο ως κεντρικός ομιλητής επί τη ευκαιρία της επετείου των 50 χρόνων από την ίδρυση του Κέντρου Weatherhead. Ο Τούτου ήταν παλιός γνώριμος του συγκεκριμένου πανεπιστημίου: το 1979 είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του. Βασικό θέμα της παρουσίασής του τον Νοέμβριο του 2007, που έλαβε χώρα στο κατάμεστο θέατρο του Χάρβαρντ American Repertory Theater, ήταν η κριτική της αυθαίρετης ή λανθασμένης επιβολής ισχύος που συνεπάγεται η ρεαλπολιτίκ. Τα παραδείγματα που χρησιμοποίησε προέρχονταν από την πρόσφατη αμερικανική ιστορία.
Αν και εξέφρασε τον βαθύ θαυμασμό του για τις παραδοσιακές πολιτικές αξίες της Αμερικής, μεταξύ άλλων την προώθηση της δημοκρατίας και την υποστήριξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων που έχουν εμπνεύσει πολυάριθμες κοινωνίες ανά την υφήλιο, κυρίως στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, δεν παρέλειψε να επικρίνει επιλογές ορισμένων ηγετών της που τις υπονόμευαν, τονίζοντας, ορθά, το αυτονόητο: ότι η διαφωνία με συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις κάποιων ταγών μιας χώρας δεν συνεπάγεται εχθρική στάση απέναντι στην εκάστοτε συγκεκριμένη χώρα. Κάποια διαφωνία π.χ. με την Ανγκελα Μέρκελ δεν σε κάνει αυτόχρημα «αντι-Γερμανό». Οπως δεν σε κάνει «αντι-Βρετανό» μια κριτική αποφάσεων του Μπόρις Τζόνσον ή «αντι-Τούρκο» μια επίθεση του δεσποτισμού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Σε συνθήκες υπερβολικής εθνικής και άλλης ευαισθησίας, μια τέτοια επισήμανση του αυτονόητου εκ μέρους του Τούτου δεν αποτελούσε απλό ρητορικό σχήμα. Μιλούσε σε ένα ακροατήριο που είχε σχετικά πρόσφατα βιώσει τη βάρβαρη και άκρως τραυματική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Αναφέρθηκε επικριτικά στην επιλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν να αρνηθεί την επιβολή κυρώσεων εναντίον του απαρτχάιντ, αλλά και στην απόφαση του Τζορτζ Μπους να ακυρώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ να υποστηρίξει τη δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, μολονότι ο Κλίντον είχε ήδη υπογράψει την ιδρυτική του συνθήκη, το Καταστατικό της Ρώμης.
Κριτική άσκησε επίσης στις πρακτικές σχετικά με το Guantanamo Bay, αλλά και στην απόφαση του Τζορτζ Μπους να επιτεθεί στο Ιράκ. Τέτοιες αποφάσεις, σύμφωνα με τον Τούτου, υπονόμευσαν, αντί να ενισχύσουν, το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα της χώρας των συγκεκριμένων ηγετών. Πολιτικές επιλογές και σε διεθνές επίπεδο δεν μπορεί να είναι άμοιρες ηθικής ευθύνης, κατέληξε. Ηταν το βασικό σημείο στο οποίο επανήλθε και στην ιδιωτική συνομιλία που είχαμε μετά τη διάλεξή του. Η αρμονία, πρέσβευε, πρέπει να είναι προτεραιότητα της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων. Και αυτό απαιτεί χαλιναγώγηση της ύβρεως. Ηδη η προσωκρατική σκέψη, του ανέφερα, είχε αναγάγει την ηθική του «μέτρου» σε ύψιστη κοσμική αρχή: Δίκης επίκουροι, οι Ερινύες θα κατέτρεχαν ακόμη και τον ήλιο αν παρέκκλινε από την πορεία που του αναλογεί.