Μαρία Βασιλείου
«Ο βασικός στόχος για μένα ήταν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό ήταν πολύ σημαντικό» δηλώνει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup στα κρίσιμα χρόνια 2013-18 στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο». O ολλανδός πολιτικός και συγγραφέας του βιβλίου «Η κρίση του ευρώ» επισημαίνει ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί επειγόντως η τραπεζική ένωση, να διατηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, αλλά να επανασχεδιαστεί η μέθοδος για το ποια θα είναι η πορεία προς τους στόχους αυτούς.
Ποιες εξελίξεις ξεχωρίζετε και ποιες ήταν οι κρίσιμες αποφάσεις στα 20 χρόνια του ευρώ και ιδιαίτερα στα χρόνια της ευρωκρίσης, με τα οποία ασχοληθήκατε άμεσα;
Στην αρχή του ευρώ οι πλήρεις συνέπειες της ένταξης σε μια νομισματική ένωση δεν είχαν αναγνωριστεί πλήρως. Εκτός από τη νεοσύστατη ΕΚΤ, δεν υπήρχαν κοινοί θεσμοί, ταμεία ή αποτελεσματικά πλαίσια για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Κίνδυνοι που ήδη αυξάνονταν γρήγορα λόγω της έκρηξης του χρηματοπιστωτικού τομέα, που επέτρεψαν η δραστική απορρύθμιση και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Στη φάση μετά την εισαγωγή του ευρώ, η Γερμανία βελτίωσε δραστικά την ανταγωνιστική της θέση με τις μεταρρυθμίσεις Harz του Σρέντερ, ενώ πολλές νότιες χώρες έχασαν γρήγορα το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα λόγω μεγάλων μισθολογικών αυξήσεων. Αυτό δημιούργησε μια ανισορροπία, η οποία είχε σημαντικές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις και παραμένει ορατή σήμερα. Η ανατροπή έγινε μετά τα μέσα του 2012. Η διάσημη δήλωση του Ντράγκι στο Λονδίνο κατέστη δυνατή χάρη στη συμφωνία, που έγινε νωρίτερα εκείνο το καλοκαίρι σε πολιτικό επίπεδο για να συσταθεί μια τραπεζική ένωση, για να ασχοληθεί (αν και αργά) με τις προβληματικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Στα τέλη του 2012 επιτέλους ξεκινούσε ο ESM, το μεγάλο μπαζούκα. Η ευρωζώνη είχε αρχίσει να σοβαρεύει. Επί πέντε χρόνια διαπραγματευόμουν και ανέπτυσσα και τους δύο θεσμούς, την τραπεζική ένωση και τον ESM. Η τραπεζική ένωση πρέπει επειγόντως να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων, αντιμετωπίζοντας παράλληλα σταδιακά τις ανισορροπίες στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών. Και πάλι, λόγω μιας κρίσης, δημιουργήθηκαν περισσότερα κοινά εργαλεία, το SURE και το RRF, επιτρέποντας στην ΕΕ να παρέμβει με στήριξη στις δύσκολες εποχές, της Covid-19.
Η περίφημη φράση «ό,τι χρειαστεί» σήμαινε ότι η Ευρώπη θα έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο για να διασφαλίσει την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος. Τι έσωσε το ευρώ;
Σύμφωνα με πολλά ιστορικά βιβλία, ο Ντράγκι ήταν αυτός που έσωσε το ευρώ. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν οι ηγέτες των κυβερνήσεων που κατέληξαν σε συμφωνία για τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, στα μέσα του 2012, αφού συμφώνησαν τελικά για το μεγάλο μπαζούκα, τον ESM. Αυτές οι πολιτικές τομές επέτρεψαν στον Ντράγκι να ανακοινώσει ότι η ΕΚΤ θα έκανε περισσότερα. Με κάθε ειλικρίνεια, η ΕΚΤ είχε κάνει πολύ λίγα μέχρι τότε, σε σύγκριση με άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Φυσικά, εάν η ευρωζώνη δεν είχε παράσχει τα τεράστια δάνεια με χαμηλά επιτόκια στα κράτη – μέλη που έχασαν την πρόσβαση στις αγορές, το ευρώ θα είχε χάσει όλη του την αξιοπιστία. Τα προγράμματα ήταν επιτυχή σε τέσσερις από τις πέντε χώρες.
Αναφέρεστε στην Ελλάδα, ως τη χώρα με μη επιτυχή προγράμματα; Ωστόσο το Grexit αποφεύχθηκε.
Πώς βλέπετε σήμερα τα γεγονότα εκείνης της εποχής;
Τα προγράμματα για την Ελλάδα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Το πρώτο πρόγραμμα ήταν ριζοσπαστικό όσον αφορά τη λιτότητα, το δεύτερο ήταν μη ρεαλιστικό στους στόχους για ιδιωτικοποιήσεις. Το τρίτο πρόγραμμα (μετά την άβυσσο του καλοκαιριού 2015) ήταν πολύ καλύτερο, ωστόσο πολύ απαιτητικό ως προς τον αριθμό των ζητημάτων που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Ας ελπίσουμε ότι όλοι μάθαμε από αυτό. Ο βασικός στόχος για μένα ήταν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, και εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό ήταν πολύ σημαντικό.
Συγκρίνοντας την τρέχουσα με την προηγούμενη κρίση, πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή τη φορά η ΕΕ αντέδρασε σωστά. Δεν αντιδράσαμε σωστά στην προηγούμενη κρίση;
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι στην προηγούμενη κρίση η στρατηγική αφορούσε αποκλειστικά τη λιτότητα. Και αυτή τη φορά πρόκειται για περισσότερες δημόσιες δαπάνες. Φυσικά, η κύρια διαφορά είναι ότι το 2008 πέντε από τις χώρες μας σχεδόν έχασαν την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα επιτόκια ανέβηκαν στα ύψη και οι τράπεζες κατέρρευσαν σε όλη την Ευρώπη. Δεν υπήρχαν εργαλεία, θεσμοί ή κεφάλαια για τη στήριξη της ευρωζώνης. Αυτή τη φορά, οι τράπεζές μας παρέμειναν σταθερές, τα επιτόκια είναι ιστορικά χαμηλά και η ευρωζώνη έχει γίνει μια σταθερή νομισματική ένωση. Κανείς δεν αμφιβάλλει σοβαρά για το μέλλον του ευρώ. Θα μπορούσατε να πείτε ότι τα διδάγματα και η πρόοδος που σημειώθηκε μετά το 2012 μάς επέτρεψαν να αντιδράσουμε διαφορετικά, σε μια κρίση που είναι πολύ διαφορετική.
Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης βασίστηκε στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη σταθερότητα των τιμών. Τι είναι κρίσιμο για το μέλλον και πώς βλέπετε τη μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου;
Υπάρχει πολύ μεγάλη έμφαση και εμπιστοσύνη στον ρόλο των δημοσίων δαπανών. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στις οικονομίες μας αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής. Η δημιουργία πλήρως ολοκληρωμένων και με βάθος χρηματοπιστωτικών αγορών στην ηπειρωτική Ευρώπη θα πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν χρειάζονται μεγάλη αναμόρφωση. Οι στόχοι που ορίζονται στη Συνθήκη μπορούν να διατηρηθούν. Η μέθοδος για το ποια θα είναι η πορεία προς αυτούς τους στόχους χρειάζεται επανασχεδιασμό, ώστε να επιτραπεί διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών – μελών.
Βλέπουμε τον σχηματισμό ενός γαλλοϊταλικού άξονα. Πώς η προσέγγιση αυτή μπορεί να επηρεάσει το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ;
Η Ιταλία αξίζει μεγάλο σεβασμό για το έργο που κάνει τώρα στην οικονομία της. Αυτό κάνει τη συνεργασία όχι μόνο με τη Γαλλία αλλά και με τη Γερμανία πολύ πιο εύκολη. Ωστόσο, απαιτούνται ορισμένες σημαντικές τομές για την ενίσχυση της ευρωζώνης. Τόσο η τραπεζική ένωση όσο και η ένωση κεφαλαιαγορών χρειάζονται περισσότερη δουλειά και απαιτείται συμφωνία το συντομότερο δυνατό για την επανασχεδιασμένη μεθοδολογία προϋπολογισμού. Ας ελπίσουμε ότι η νέα ολλανδή υπουργός Οικονομικών θα θελήσει να συμμετάσχει ενεργά στην επίτευξη αυτής της σημαντικής εξέλιξης.