Παρότι ο Άντονι Μπλίνκεν και ο Σεργκέι Λαβρόφ δεσμεύτηκαν ότι θα συνεχίσουν τη συζήτηση για την αποκλιμάκωση της έντασης γύρω από την Ουκρανία, πληθαίνουν τα μηνύματα για κλιμάκωση της έντασης.
Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα αυξήσουν τον αριθμό των αμερικανών στρατιωτικών που βρίσκονται σε χώρες του ΝΑΤΟ, στη Βαλτική και στα Βαλκάνια, την ώρα που συνεχίζεται η μεταφορά νατοϊκού οπλισμού από χώρες-μέλη της συμμαχίας προς την Ουκρανία.
Σε μια συμβολική κίνηση τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσαν ότι θα απομακρυνθούν από το Κίεβο οι οικογένειες των διπλωματών τους, μπροστά στον κίνδυνο ενδεχόμενης ρωσικής εισβολής.
Και βέβαια είχαμε την ανακοίνωση από τη Μεγάλη Βρετανία ότι οι μυστικές υπηρεσίες της έχουν στοιχεία ότι η Μόσχα προετοιμάζει πραξικόπημα στην Ουκρανία, ώστε να εγκαθιδρύσει «φιλικό καθεστώς» που θα «προσκαλούσε» μετά τις ρωσικές δυνάμεις, κάτι θα σήμαινε ότι δεν πρόκειται για «εισβολή», αν και τόσο η ρωσική διπλωματία όσο και οι υποτιθέμενοι επικεφαλής του πραξικοπήματος έσπευσαν να διαψεύσουν τις σχετικές πληροφορίες.
Σε όλα αυτά προστίθεται η επιμονή των δυτικών κυβερνήσεων ότι η Ρωσία συνεχίζει να αυξάνει τη στρατιωτική της παρουσία κοντά στα Ουκρανικά σύνορα και αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει – κατά τη δυτική διπλωματία – ότι η Ρωσία ετοιμάζεται για να μπορέσει να κάνει εισβολή.
Η επικοινωνιακή διάσταση
Μια πρώτη διάσταση που πρέπει να σημειώσουμε για αυτή τη συνύπαρξη διαπραγματεύσεων και έντασης έχει να κάνει με την επικοινωνιακή διάσταση της όλης διαχείρισης.
Παραδοσιακά, το μεγαλύτερο μέρος της διπλωματίας αλλά και της ενημέρωσης και της διακίνησης πληροφοριών γίνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι πληροφορίες διακινούνται σε στενό κύκλο και οι επαφές γίνονται «διακριτικά».
Όμως, αυτή τη φορά ιδίως οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν αποφασίσει να επενδύσουν πάρα πολύ στη δημοσιότητα. Σε μεγάλο βαθμό η αίσθηση επικείμενης έντασης έχει να κάνει τον τρόπο που αυτό επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα από αλλεπάλληλες δηλώσεις από επίσημα δυτικά χείλη ή από συνεχείς «διαρροές» πληροφοριών, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει κάποια σημαντική τροποποίηση στο ίδιο το πεδίο.
Αυτό αναλογεί σε μια εκτίμηση των δυτικών κυβερνήσεων ότι παίζοντας το χαρτί της δημοσιότητας μπορούν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στη Ρωσία στο βαθμό που ελέγχουν τους όρους της δημόσιας συζήτησης γύρω από το θέμα.
Σε αυτό συντελεί βέβαια και μία ανάλογη επικοινωνιακή τακτική της ουκρανικής κυβέρνησης, η οποία, για παράδειγμα, σπεύδει διαρκώς να δώσει δημοσιότητα στην ετοιμότητα των στρατιωτών της που βρίσκονται στην άτυπη συνοριακή γραμμή με τις ανατολικές επαρχίες, προσφέροντας και ανάλογο φωτογραφικό υλικό. Άλλωστε η ουκρανική κυβέρνηση επίσης κάνει μια εντατική προσπάθεια να εξασφαλίσει τη βοήθεια της Δύσης σε ενδεχόμενη σύγκρουση και το στοιχείο της δημοσιότητας παίζει ρόλο σε αυτό.
Οι ταλαντεύσεις της Δύσης…
Ωστόσο θα ήταν λάθος να δούμε μόνο την επικοινωνιακή διαχείριση της Ουκρανικής κρίσης. Άλλωστε, είναι νωπή η ανάμνηση από την επικοινωνιακή καταιγίδα γύρω από τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ που οδήγησε σε μια καταστροφική πολεμική εμπλοκή των ΗΠΑ.
Είναι σαφές ότι ένα σημαντικό τμήμα – όχι όμως το σύνολο – του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει μια «ανάσχεση» της ρωσικής επιρροής και ισχύος και ότι το κλειδί είναι η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και συνολικά η διαμόρφωση μιας «υγειονομικής ζώνης» στα δυτικά της Ρωσίας από ΝΑΤΟΪκά κράτη και τα αντίστοιχα οπλικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και επιθετικών όπως είναι οι αντιβαλλιστικές συστοιχίες.
Σε αυτή τη θέση συνεπικουρούνται από ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις, με προεξάρχουσα τη Βρετανία, αλλά και τα κράτη-μέλη της «διεύρυνσης» του ΝΑΤΟ, ενώ ενισχύονται και από ένα φάσμα κομμάτων με «ατλαντική» τοποθέτηση σε ένα εύρος κυβερνήσεων (τελευταίο παράδειγμα η ακόμη πιο «ατλαντική» στροφή των γερμανών Πρασίνων).
Αυτές οι δυνάμεις εκτιμούν ότι θα πρέπει να υπάρξει η μέγιστη δυνατή υποστήριξη στην Ουκρανία, ώστε να αντέξει σε τυχόν επίθεση, ότι θα πρέπει να γίνει σαφές ότι θα προχωρήσει η ένταξή της στο ΝΑΤΟ και ότι θα υπάρξουν κυρώσεις στη Ρωσία που θα την αποκόβουν ουσιαστικά από μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας.
Από την άλλη, υπάρχουν φωνές και στην αμερικανική κυβέρνηση αλλά και δυτικές κυβερνήσεις (πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία) που θεωρούν ότι δεν είναι η στιγμή για μια περαιτέρω ρήξη μια που αυτό θα σήμαινε υπαρκτό κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής και των ΗΠΑ (σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ προσπαθούν να απεμπλακούν από μεγάλες και παρατεταμένες συγκρούσεις), αλλά και μεγάλο οικονομικό κραδασμό καθώς η Ρωσία παραμένει ένας πολύ σημαντικός προμηθευτής ενέργειας αλλά και άλλων πρώτων υλών για αρκετές δυτικές χώρες.
…και της Ρωσίας
Την ίδια στιγμή η Ρωσία επίσης παρουσιάζει μια επίσης αντιφατική εικόνα. Από τη μια, κάνει μια τεράστια επίδειξη δύναμης γύρω από την Ουκρανία, σε μια προσπάθεια να πιέσει το Κίεβο σε αλλαγή τακτικής, στέλνοντας το μήνυμα ότι διαφορετικά η απάντηση θα είναι συντριπτική. Αυτό το συνδυάζει με μια συνολική πρόταση προς τις ΗΠΑ και τη Δύση για μια νέα στρατηγική συνθήκη ισορροπίας, με κομβική πλευρά την μη επέκταση και τη μερικά αποχώρηση του ΝΑΤΟ από περιοχές κοντά στα σύνορά της.
Την ίδια στιγμή, όμως, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης γύρω από το Ουκρανικό απειλεί να διαμορφώσει μια συνθήκη όπου η ρωσική επίδειξη δύναμης φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο που η Μόσχα θέλει να αποτρέψει, δηλαδή την επέκταση του ΝΑΤΟ, την ώρα που ακόμη και μια πολύ αποφασιστικά ενέργεια σε βάρος της Ουκρανίας, μπορεί να διαμορφώνει τοπικό συσχετισμό υπέρ της, αλλά να σπρώξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα σε μια ακόμη πιο έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ και της Δύσης.
Προφανώς στη σκέψη του Κρεμλίνου μετράει σε σημαντικό βαθμό ότι η χώρα μπορεί να αντέξει ακόμη και πολύ σκληρές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της εξόδου από το σύστημα SWIFT και της «αποδολαριοποίησης» της οικονομίας της, την ώρα που συνεχίζονται τα απτά βήματα προς κάποιου τύπου «ευρασιατική ολοκλήρωση», κάτι που φάνηκε και στην επίσκεψη του Ιρανού Προέδρου Ραϊσί στη Μόσχα. Ωστόσο, όλα αυτά θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό και από το είδος – και την κλίμακα – της συνεργασίας και με την Κίνα, όχι μόνο σε στρατηγικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο.
Όμως, την ίδια στιγμή το κόστος θα είναι πραγματικό και βέβαια υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος τυχόν εμπλοκή στην ίδια την Ουκρανία να σημαίνει μια πιο παρατεταμένη και με μεγαλύτερο κόστος εμπλοκή.
Η ρωσική εξωτερική πολιτική έχει δείξει, με διάφορους τρόπους το τελευταίο διάστημα ότι θεωρεί ότι έχει κλείσει ο κύκλος της όποιας συνεννόησης που ξεκίνησε ήδη πριν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και είμαστε σε εποχή διαιρέσεων και αντιπαράθεσης εκτός και εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να αλλάξουν πορεία. Όμως, η ταλάντευση για το εάν θα σπρώξει τα πράγματα προς τα εκεί είναι πραγματική.
Το ερώτημα των οδών διαφυγής
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι σε κορυφαίο επίπεδο υπάρχει προσπάθεια να αναζητηθεί κάποιου τύπου αποκλιμάκωση. Αυτό αποτυπώνουν η συνάντηση του Μπλίνκεν με τον Λαβρόφ όπως και ορισμένες δηλώσεις του ίδιου του Μπάιντεν.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή δεν γίνεται σαφές από καμιά από τις δύο πλευρές ποια θα μπορούσε να είναι η «οδός διαφυγής» μιας τέτοιας αποκλιμάκωσης.
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ακόμη και εάν δεν κάνουν κάποιο βήμα σε σχέση με τυχόν ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν μπορούν να δεσμευτούν δημόσια για αυτό, ούτε να προσφέρουν κάποια ανάλογη εγγύηση προς τη Ρωσία. Ούτε είναι εφικτό αυτή τη στιγμή να δεσμευτούν σε κάποια συνολική αναπροσαρμογή της στρατηγικής του ΝΑΤΟ. Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια ανάσχεσης της Ρωσίας που αποτελεί ρητό και διακηρυγμένο στόχο, κάτι που περιορίζει το τι μπορούν να προσφέρουν στη Ρωσία απλώς σε κάποιους μηχανισμούς αποφυγής παραπέρα κλιμάκωσης, την ώρα που υπάρχουν πολλές φωνές που θέλουν ακριβώς αυτή την κλιμάκωση ως το δρόμο για την «ανάσχεση».
Από την άλλη η Ρωσία επίσης δείχνει να μην μπορεί εύκολα να απεγκλωβιστεί από την αντιπαράθεση. Έχοντας συμβάλει στην κλιμάκωση της έντασης και έχοντας υψώσει τον πήχη των απαιτήσεων προς τη Δύση, δεν είναι τόσο εύκολο να βρεθεί το σημείο ισορροπίας που θα συνιστά για τη Μόσχα μια «νίκη» που θα επιτρέψει την αποκλιμάκωση της έντασης.
Εκτός και εάν, σε μια ιδιότυπη συμμετρία με τις πιο επιθετικές φωνές στη Δύση και η Μόσχα εκτιμά ότι περίπτωση επιστροφής σε συνθήκη συνεννόησης δεν υπάρχει και το μόνο που απομένει προς διερεύνηση είναι ο ρυθμός με τον οποίο θα δρομολογηθεί η νέα ρήξη, σε έναν κόσμο στον οποίο η διαιρετική γραμμή του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» γίνεται όλο και πιο σαφής. Όμως, αυτό θα απαιτήσει και μια άλλου επιπέδου οικονομική και όχι απλώς στρατηγική σχέση και με την Κίνα και με ένα ευρύτερο φάσμα οικονομικών εκτός αυτών που θα συμμετέχουν στην τρέχουσα εκδοχή του «δυτικού μπλοκ»,