1. Άμεση κατάργηση των συνδέσμων φιλάθλων.
Οι σύνδεσμοι (ή λέσχες) φιλάθλων είναι ένα ιδιαίτερο μόρφωμα του αθλητικού νόμου, προβλεπόμενο στο κεφάλαιο με τίτλο «ειδικοί αθλητικοί φορείς». Λειτουργούν ως σωματεία του ΑΚ που για την ίδρυση και λειτουργία τους έχουν λάβει την έγγραφη συναίνεση του οικείου αθλητικού σωματείου.
Η εμπειρία τουλάχιστον των 25 τελευταίων ετών έχει δείξει ότι, ακόμη και όταν υπήρξε ειλικρινής πρόθεση (αρκετοί υπουργοί το προσπάθησαν, όπως και η ΕΕΑ), ο έλεγχός της νόμιμης λειτουργίας των συνδέσμων φιλάθλων είναι αδύνατος: Αν οι όροι ίδρυσης και λειτουργίας τους είναι αυστηροί, όπως και πρέπει να είναι (λευκό ποινικό μητρώο για κάθε μέλος που επιθυμεί να συμμετέχει, έλεγχος από την αστυνομία των «γραφείων» τους κλπ), απαιτείται μια διαρκής, κοπιαστική και χρονοβόρα διαδικασία ελέγχου, που καταλήγει στην πράξη ανέφικτη. Αν οι όροι είναι χαλαροί, χωρίς εις βάθος ουσιαστικό έλεγχο, τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται, με αποτέλεσμα να παρέχεται μια επίπλαστη νομιμοφάνεια στη λειτουργία τους, όσο παραβατική κι αν είναι. Συνεπώς, δεδομένου ότι σήμερα οι σύνδεσμοι φιλάθλων, λειτουργώντας ανεξέλεγκτα, αποτελούν το άντρο της οπαδικής βίας, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, μία είναι η λύση, η κατάργησή τους. Άμεσα, αύριο το πρωί.
Χρειάζεται όμως να γίνει και κάτι άλλο. Διότι, ακόμη κι αν οι σύνδεσμοι φιλάθλων παύσουν να υπάρχουν ως ιδιαίτερο νομικό μόρφωμα, κανείς βεβαίως δεν μπορεί να εμποδίσει τους οπαδούς της α ή της β ομάδας να συστήνουν μεταξύ τους σωματεία (Σύλλογος φιλάθλων τάδε), στο πλαίσιο της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, που κατοχυρώνεται φυσικά στο Σύνταγμά μας. Για να έχει συνεπώς αυτή η κατάργηση ουσιαστικό αποτέλεσμα χρειάζεται ταυτόχρονα να προβλεφθεί στον νόμο ότι οποιαδήποτε χρήση της ονομασίας ή των διακριτικών γνωρισμάτων μιας ομάδας από σωματεία ή κάθε είδους οντότητες τεκμαίρει την ύπαρξη συναίνεσής της και συνεπάγεται την συνευθύνη της για οποιεσδήποτε παράνομες πράξεις τελούνται από τα εν λόγω σωματεία και οντότητες ή και τα μέλη τους, ενεργούντα υπό την ιδιότητά τους αυτή. Επειδή μάλιστα, σύμφωνα με τον αθλητικό νόμο, η επωνυμία και τα διακριτικά γνωρίσματα ανήκουν στο αθλητικό σωματείο και οι ΠΑΕ, οι ΚΑΕ και τα Τμήματα Αμειβομένων Αθλητών έχουν μόνο δικαίωμα χρήσης τους, αποκλειστικά στο πλαίσιο της αθλητικής τους δραστηριότητας, πρέπει επιπλέον να προβλεφθεί ειδικά ότι την παραπάνω συνευθύνη θα τη φέρουν από κοινού και εις ολόκληρον, μαζί με το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, και οι ΠΑΕ, οι ΚΑΕ και τα ΤΑΑ, αν υπάρχουν. Αυτό δεν είναι καθόλου άδικο, αφού η επωνυμία και τα διακριτικά γνωρίσματα προστατεύονται από τον νόμο και όποιος δεν θέλει να χρησιμοποιούνται χωρίς τη θέλησή του μπορεί πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα δικαστικά να το απαγορεύσει. Συνεπώς, όσο το επιτρέπει, σωστά θα τεκμαίρεται ότι, έστω και σιωπηρά, έχει δώσει τη συναίνεσή του για τις πράξεις που τελούνται εξ ονόματός του.
Με τον απλό και αποτελεσματικό αυτόν τρόπο ο νομοθέτης μπορεί να καταργήσει το σημερινό δύσοσμο άβατο των συνδέσμων φιλάθλων, αποθέτοντας την ευθύνη εκεί που πρέπει, δηλαδή στις ομάδες, οι οποίες σήμερα εμφανίζονται υποκριτικά να νίπτουν τας χείρας των για τη λειτουργία των συνδέσμων των δικών τους οπαδών, για την οποία μάλιστα έχουν δώσει τη ρητή συναίνεσή τους. Εφεξής, εκείνες θα αποφασίζουν, εφόσον επιθυμούν, ποιοι από τους φιλάθλους τους έχουν τα εχέγγυα να μπορούν, εξ ονόματός τους, να οργανώνονται σε σωματεία ή οντότητες οποιασδήποτε νομικής μορφής ή και άτυπες, αναλαμβάνοντας οι ίδιες την πλήρη ευθύνη.
2. Αυστηροποίηση του πλαισίου κυρώσεων εις βάρος των υπαιτίων, των ομάδων και προσωπικά εις βάρος των διοικούντων
Για τα επεισόδια και τις πράξεις βίας που τελούνται στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων ή επ΄ αφορμή αυτών, στο επίπεδο των αθλητικών κυρώσεων ισχύει -ορθώς- σήμερα σε γενικές γραμμές η αρχή της αντικειμενικής ευθύνης των ομάδων (επιβολή προστίμων, τιμωρία γηπέδων, αφαίρεση βαθμών κλπ). Πλην όμως, οι κυρώσεις εις βάρος των ομάδων στο πλαίσιο της προαναφερόμενης αντικειμενικής ευθύνης τους αποδεικνύεται συνεχώς ότι δεν είναι όσο αποτρεπτικές θα έπρεπε να είναι ώστε να τις υποχρεώνουν να ελέγξουν με διαρκή και αποτελεσματικό τρόπο, όπως οφείλουν, τις τάξεις των οπαδών τους, οι οποίοι, ας μη γελιόμαστε, μόνον όταν αισθάνονται ότι ενεργούν μαζί με άλλους, όμοιούς τους, και, αν όχι με την κάλυψη, υπό την ανοχή πάντως των ομάδων τους, μπορούν και κάνουν αυτά που κάνουν. Απαιτείται συνεπώς μια περαιτέρω αυστηροποίηση του αθλητικού πειθαρχικού δικαίου για την ευθύνη των ομάδων από πράξεις των οπαδών τους.
Στο πλαίσιο του πειθαρχικού ελέγχου συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η ανάγκη θέσπισης κανόνων που θα επιβάλλουν στους διαιτητές να επιδεικνύουν μηδενική ανοχή στη βία. Κάτι βεβαίως που δεν είναι ευθύνη της Πολιτείας, αλλά των οικείων αθλητικών Ομοσπονδιών και των αντίστοιχων διοργανώτριων αρχών των διάφορων αθλητικών διοργανώσεων.
Όσον αφορά στους ίδιους τους υπαίτιους (φυσικούς αυτουργούς), είναι επίσης αλήθεια ότι, υπό κανονικές συνθήκες, το πλαίσιο των σχετικών (ποινικών) κυρώσεων που προβλέπονται σήμερα είναι αρκετά αυστηρό σε σχέση με όσα αντιστοίχως προβλέπονται στη νομοθεσία μας για τα αντίστοιχα κοινά αδικήματα. Πλην όμως, δεν βρισκόμαστε σε κανονικές συνθήκες. Η διαρκώς αυξανόμενη έξαρση της οπαδικής βίας, επί μακρά σειρά ετών, επιβάλλει την αντιμετώπιση του φαινομένου με έκτακτο τρόπο, ήτοι με ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση, διότι κι εδώ η εμπειρία έχει αποδείξει ότι στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι υπαίτιοι πραγματικά χαϊδεύονται από τη Δικαιοσύνη (τραγικό παράδειγμα, ο φερόμενος ως δολοφόνος του 19χρονου Άλκη, ο οποίος φέρεται ότι είχε προσφάτως μαχαιρώσει άλλους, αλλά, χωρίς να έχει προφυλακισθεί, κυκλοφορούσε ελεύθερος, με τα γνωστά αποτελέσματα…). Αυστηροποίηση λοιπόν των σχετικών ποινικών διατάξεων, ώστε τα περιθώρια επιείκειας που θ’ αφήνει ο νόμος στους δικαστές να είναι ελάχιστα, τα απολύτως δικαιολογημένα δηλαδή στις παρούσες συνθήκες.
Τέλος, προς την κατεύθυνση να υποχρεωθούν οι ομάδες να αναλάβουν αποτρεπτική δράση για τη συμπεριφορά των οπαδών τους, δύο ακόμη σημεία νομίζω ότι είναι ανάγκη να εξετασθούν: Πρώτον, η θέσπιση αστικής ευθύνης των ομάδων για την εγκληματικές ενέργειες των οπαδών τους. Και, δεύτερον, η θέσπιση αντίστοιχης ευθύνης προσωπικά για τους διοικούντες (είτε φέρουν τυπική ιδιότητα είτε όχι, όντας εν τοις πράγμασι οι αληθινοί διοικητές, όπως έχει ήδη αναγνωρισθεί σε ορισμένες περιπτώσεις από την ΕΕΑ και τα δικαστήρια), οι οποίοι, ενώ στην πράξη έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, νομικά προσωπικά απολαμβάνουν ένα καθεστώς απόλυτου σχεδόν ανεύθυνου.
3. Ευαισθητοποίηση της Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας
Όπως προαναφέρθηκε, η αλήθεια είναι ότι σήμερα η Δικαιοσύνη, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, αντιμετωπίζει το φαινόμενο της οπαδικής βίας με εξαιρετικά επιεική τρόπο. Η εξήγηση είναι απλή και οφείλεται στην έλλειψη ειδικότερων γνώσεων των δικαστικών λειτουργών τόσο για το πλαίσιο οργάνωσης του αθλητισμού και των περί αυτού φορέων και εκδηλώσεων όσο και της πραγματικότητας των σχέσεων των ομάδων με τους οπαδούς τους.
Συνεπώς, ενώ η κατά κανόνα επιείκεια του Έλληνα δικαστή στην καθημερινή απονομή της Δικαιοσύνης είναι κατανοητή και καλοδεχούμενη, η ίδια επιείκεια όταν αφορά σε κατηγορούμενους για αδικήματα οπαδικής βίας (οι οποίοι συνήθως επικουρούνται από ιδιαίτερα έμπειρους και ικανούς συνηγόρους που τους διασφαλίζουν και πληρώνουν οι ομάδες) καταλήγει, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ν’ αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που συμβάλλει στη διαιώνιση του προβλήματος. Κατηγορούμενοι για βαρύτατες στην πραγματικότητα πράξεις βίας, όταν συλλαμβάνονται (ακόμη και επ΄αυτοφώρω) αφήνονται σχεδόν πάντοτε αμέσως ελεύθεροι και όταν κάποτε φτάνει η ώρα να δικαστούν, είτε τιμωρούνται με πολύ ελαφρές ποινές, κι αυτές με αναστολή, είτε, συνηθέστερα, αθωώνονται λόγω αμφιβολιών. Το αποτέλεσμα είναι να αποθρασύνονται και να επιστρέφουν με δόξα και τιμή στις τάξεις των συντρόφων τους, ανεβαίνοντας μάλιστα κλίμακα στην ιδιότυπη ιεραρχία των εν λόγω εγκληματικών ομάδων.
Επειδή όμως το πρόβλημα έχει λάβει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με την ελληνική κοινωνία να θρηνεί ζωές αθώων νέων ανθρώπων, δεν μπορεί πλέον να γίνεται ανεκτό και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Και από τη Δικαιοσύνη.
Με οργανωτικά μέτρα αλλά και, σε κάθε περίπτωση, με την ευαισθητοποίησή της.
Στο παρελθόν έχει αρκετές φορές διατυπωθεί η ιδέα για τη δημιουργία ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια («Τμήματα Αθλητικής Βίας»), τουλάχιστον στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με δικαστές που θ΄ ασχολούνται, αν όχι αποκλειστικά, πάντως συστηματικά με τα θέματα αυτά, αποκτώντας πολύτιμη εμπειρία και ικανότητα στην αρμόζουσα, δίκαιη πάντα φυσικά, δικαστική αντιμετώπιση των σχετικών περιστατικών. Όμως, παρόλο που αυτό θα έλυνε τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, φαίνεται ότι η ίδρυση τέτοιων ειδικών Τμημάτων προσκρούει σε σοβαρά υπαρκτά πρακτικά ζητήματα που σχετίζονται με την οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και την κατανομή των υπηρεσιών των δικαστικών λειτουργών, κι έτσι, δυστυχώς, μοιάζει ανέφικτη η υλοποίηση της συγκεκριμένης ιδέας.
Ακόμη όμως κι αν δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια ειδικά Τμήματα δικαστών, είναι σημαντικό αυτό σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, να υπάρχει σε επίπεδο Εισαγγελείας. Ο θεσμός του αθλητικού Εισαγγελέα έχει αποδειχθεί στην πράξη πολύ χρήσιμος, γι αυτό και πρέπει να ενδυναμωθεί, ενδεχομένως με δύο αθλητικούς Εισαγγελείς (Νότιας με Βόρειας Ελλάδας), αποκλειστικής ίσως μάλιστα απασχόλησης. Αλλά και, επιπροσθέτως, η θέσπιση ενός εποπτεύοντος αυτούς Αθλητικού Εισαγγελέα Εφετών, πανελλαδικής αρμοδιότητας, είναι κάτι επίσης που θα μπορούσε να συνδράμει δραστικά στην αντιμετώπιση της οπαδικής βίας και εν γένει εγκληματικότητας.
Και, μαζί μ΄ αυτά, απαραίτητη είναι -έχει άλλωστε ήδη επίσημα διαπιστωθεί- η εκπαίδευση των δικαστών στο αντικείμενο, προφανώς κατά τη φοίτησή τους στη Σχολή Δικαστών. Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο θα διαθέτουν τις βασικές γνώσεις για να χειριστούν τις αντίστοιχες υποθέσεις που κάποια στιγμή θα κληθούν να δικάσουν, αλλά και θα έχουν εγκαίρως ευαισθητοποιηθεί για τις διαστάσεις και τις πτυχές του φαινομένου και όσων κρύβονται από πίσω του.
- Ο Π. Περάκης είναι δικηγόρος. Ήταν ο Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που με μέλη δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και πρόσωπα του αθλητισμού κατέθεσε πλήρες σχέδιο συνολικής αναμόρφωσης της αθλητικής νομοθεσίας στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένης της αθλητικής δικαιοσύνης, το οποίο όμως ουδέποτε έφτασε να συζητηθεί στη Βουλή.