Τις τελευταίες εβδομάδες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας γερμανός στρατηγός έστειλε ένα τηλεγράφημα στους αυστριακούς του συμμάχους συνοψίζοντας την κατάσταση. Ηταν, έγραψε, «σοβαρή αλλά όχι καταστροφική». «Εδώ, η κατάσταση είναι καταστροφική αλλά όχι σοβαρή», ήρθε η απάντηση. Πρόκειται, φυσικά, για ένα ευφυολόγημα. Οπως σημειώνει όμως στους «New York Times» ο Ιβάν Κράστεφ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανθρωπίνων Επιστημών στη Βιέννη και ειδικός σε θέματα διεθνούς πολιτικής, αποτυπώνει, με δυο λόγια, τη διαφωνία ανάμεσα στην Αμερική και την Ευρώπη όσον αφορά την κατάσταση στην Ουκρανία.
Για τις ΗΠΑ και τον Τζο Μπάιντεν, μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μία «διακριτή πιθανότητα». Για την Ευρώπη, όχι και τόσο. «Οι ΗΠΑ πιστεύουν πως ο Πούτιν θα προχωρήσει σε ολομέτωπο πόλεμο. Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι μπλοφάρει», συνόψισε τη διαφορά ένας γερμανός διπλωμάτης. Στο κάτω-κάτω, σχολιάζει ο Κράστεφ, ένας ολοκληρωτικός πόλεμος είναι τόσο αδιανόητος για το δυτικοευρωπαϊκό κοινό όσο και μία εισβολή εξωγήινων.
Οι πολλές δεκαετίες ειρήνης στη Δυτική Ευρώπη, σε συνδυασμό με τη βαθιά εξάρτηση της ηπείρου από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, προδιαθέτουν τους αξιωματούχους να θεωρήσουν πως οι επιθετικές ρωσικές κινήσεις είναι ένα τέχνασμα, ένας μοχλός πίεσης. Την άποψη αυτή, ωστόσο, μοιάζει να συμμερίζεται, μετά τον αρχικό συναγερμό, και το Κίεβο. Την περασμένη εβδομάδα, ο ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, χαρακτήρισε την κατάσταση «επικίνδυνη αλλά ασαφή».
Στην πραγματικότητα, Ευρωπαίοι και Ουκρανοί αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το ενδεχόμενο μίας ευρείας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία όχι επειδή θεωρούν τον Βλαντίμιρ Πούτιν περισσότερο άκακο από ό,τι οι αμερικανοί ομόλογοί τους αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: επειδή τον θεωρούν περισσότερο κακόβουλο. Στόχος του Κρεμλίνου, στα μάτια τους, δεν είναι ο πόλεμος, αλλά η αποσταθεροποίηση της Δύσης, μέσω μιας υβριδικής στρατηγικής, που περιλαμβάνει στρατιωτική παρουσία στα σύνορα, εργαλειοποίηση των ενεργειακών ροών και κυβερνοεπιθέσεις.
Γιατί είναι σαφές πως ο Πούτιν θέλει να τελειώνει με τη μετα-ψυχροπολεμική τάξη, θέλει μία νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, θέλει την επαναφορά αυτού που θεωρεί ως την ιστορική Ρωσία. Και μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε, παραδόξως, να σώσει τη σημερινή ευρωπαϊκή τάξη. Το ΝΑΤΟ δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να απαντήσει αποφασιστικά: σκληραίνοντας τη διαμάχη, ο Πούτιν θα μπορούσε να ενώσει τους αντιπάλους του. Αντιθέτως, μία σχετική αυτοσυγκράτηση, θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: η πολιτική της μέγιστης πίεσης, χωρίς εισβολή, μπορεί τελικά να διχάσει και να παραλύσει το ΝΑΤΟ.
Για να δει κανείς πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί αυτό, αρκεί μια ματιά στη Γερμανία. Πριν από την κρίση, ήταν ο στενότερος σύμμαχος της Αμερικής, περηφανευόταν για μία ειδική σχέση με τη Μόσχα και ήταν ο πιο σημαντικός εταίρος για την ανατολική και την κεντρική Ευρώπη. Σήμερα, κάποιοι στην Ουάσιγκτον αμφισβητούν την προθυμία της να αντιμετωπίσει τη Ρωσία, η σχέση της με τη Μόσχα επιδεινώνεται με γοργούς ρυθμούς και πολλοί Ανατολικοευρωπαίοι είναι ενοχλημένοι με τη φαινομενική απροθυμία της να τους στηρίξει. Δεν άλλαξε όμως η Γερμανία – άλλαξε ο κόσμος μέσα στον οποίο αυτή λειτουργεί. «Η χώρα είναι σαν ένα τρένο που μένει ακίνητο ενώ έχει πιάσει φωτιά ο σιδηροδρομικός σταθμός», είπε χαρακτηριστικά στον Κράστεφ ο Μπόγιαν Παντσέφσκι, ο ανταποκριτής της «Wall Street Journal» στη Γερμανία.
Η γεωπολιτική δύναμη δεν καθορίζεται πλέον από την οικονομική ισχύ, αλλά από τον βαθμό αντοχής στον πόνο. Ο εχθρός δεν είναι κάποιος πίσω από ένα σιδηρούν παραπέτασμα αλλά κάποιος με τον οποίο έχεις εμπορικές συναλλαγές, κάποιος από τον οποίο παίρνεις φυσικό αέριο και στον οποίο εξάγεις υψηλή τεχνολογία. Η ήπια ισχύς έχει δώσει τη θέση της στην ανθεκτικότητα.
Και αυτό, όπως σημειώνει ο Κράστεφ, είναι ένα πρόβλημα για την Ευρώπη. Αν η επιτυχία του Πούτιν μέλλει να καθοριστεί από την ικανότητα των δυτικών κοινωνιών να αντιμετωπίσουν την πίεση των υψηλών τιμών της ενέργειας, της παραπληροφόρησης και της πολιτικής αστάθειας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τότε έχει καλούς λόγους να ελπίζει. Ως έχουν τα πράγματα, η Ευρώπη είναι αξιοσημείωτα απροετοίμαστη για αυτές τις προκλήσεις. Χρειάζονται επενδύσεις στις στρατιωτικές δυνατότητες, την ενεργειακή διαφοροποίηση, την οικοδόμηση κοινωνικής συνοχής. Ειδάλλως, για την Ευρώπη, η ρωσική απειλή πολέμου μπορεί να αποδειχθεί πιο καταστροφική και από τον ίδιο τον πόλεμο.
Τζο Μπάιντεν
Ο Δημοκρατικός διάδοχος του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο ήθελε να καταστήσει τη σχέση των ΗΠΑ με τη Ρωσία «σταθερή και προβλέψιμη», πλαισιωμένη στον διάλογο για τον έλεγχο των όπλων, προκειμένου να επικεντρωθεί στη στρατηγική αντιπαλότητα με την Κίνα. Οι εξελίξεις ματαίωσαν τις ελπίδες του. Ο Μπάιντεν προσπαθεί να αποτρέψει μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προετοιμάζοντας βαριές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, στέλνοντας όπλα για την ενίσχυση του ουκρανικού στρατού και ενισχύοντας τους ΝΑΤΟϊκούς του συμμάχους κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία – την περασμένη εβδομάδα ενέκρινε την ανάπτυξη επιπλέον 3.000 αμερικανών στρατιωτών στην Ανατολική Ευρώπη.
Εχει επανειλημμένως καταστήσει σαφές πως δεν σκοπεύει να στείλει αμερικανικά στρατεύματα στην Ουκρανία: δεν το θέλει ούτε η αμερικανική κοινή γνώμη, ούτε το κόμμα του, ούτε οι Ρεπουμπλικανοί. Υπάρχει όμως εντεινόμενη ανησυχία στην Ουάσιγκτον για την πιθανότητα ενός φονικού ατυχήματος ή λάθος υπολογισμού, μίας «αθέλητης κλιμάκωσης», που θα εκτόξευε τον κίνδυνο μιας ευθείας αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Βλαντίμιρ Πούτιν
Το τι θέλει ο ρώσος πρόεδρος είναι λίγο-πολύ ξεκάθαρο: μια νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, που θα αναγνωρίζει τη ρωσική σφαίρα επιρροής στον μετασοβιετικό χώρο και θα απορρίπτει την οικουμενικότητα των δυτικών αξιών. Το πώς σκοπεύει να το πετύχει, αν θα επιλέξει έναν ολομέτωπο πόλεμο στην Ουκρανία, κάποιου είδους υβριδική επίθεση ή κάποιον άλλο δρόμο, είναι αντικείμενο ατελείωτων εικασιών.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν μπορεί πάντως παρά να φοβάται το κόστος που θα είχε μια εισβολή στην Ουκρανία και σε ανθρώπινες ζωές, αφού οι Ρώσοι θα συναντούσαν σθεναρή αντίσταση, και για τη ρωσική οικονομία, αφού οι κυρώσεις που θα επέβαλλε η Δύση θα ήταν πολύ βαρύτερες από ό,τι το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Κι έπειτα, τίθεται το ζήτημα της υστεροφημίας του: «Αν έχουμε πόλεμο με την Ουκρανία και αδελφοκτόνους θανάτους», επισήμαινε πρόσφατα στους «New York Times» ο Κονσταντίν Ρεμτσούκοφ, εκδότης της μοσχοβίτικης εφημερίδας «Nezavisimaya Gazeta», «τότε οι Ρώσοι θα θυμούνται τον Πούτιν μόνο για αυτό».
Εμανουέλ Μακρόν
Επειτα από τουλάχιστον τέσσερις τηλεφωνικές επικοινωνίες το τελευταίο διάστημα με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και άλλες τόσες με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο γάλλος πρόεδρος μεταβαίνει σήμερα στη Μόσχα και αύριο στο Κίεβο σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνει μια αποκλιμάκωση ανάμεσα στις δύο χώρες. Ενθερμος φιλευρωπαίος, θιασώτης της στρατηγικής αυτονομίας των «27», ο Μακρόν δεν εννοεί να αφήσει την Ευρώπη στο περιθώριο του ευρύτερου διαλόγου με τη Μόσχα, κι ας έχει ξεκαθαρίσει αυτή επανειλημμένως ότι εννοεί να διαπραγματευτεί μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη αποκλειστικά με τις ΗΠΑ.
Δύο μήνες πριν από τον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, η γεωπολιτική κρίση μπορεί να του επιτρέψει, εντός των τειχών, να ενισχύσει το κύρος του. Αλλά η πολιτική του «απλωμένου χεριού» που επιμένει να ακολουθεί, χωρίς αποτελέσματα μέχρι στιγμής, έναντι της Ρωσίας μπορεί να υπονομεύσει το πολιτικό του κεφάλαιο στις ΗΠΑ και τις αντιρωσικές ευρωπαϊκές χώρες – ιδιαίτερα στην Κεντρική Ευρώπη.
Ολαφ Σολτς
Ο νέος καγκελάριος θα έχει σήμερα στην Ουάσιγκτον την πρώτη του συνάντηση με τον Τζο Μπάιντεν. Επιστρέφοντας, θα συναντηθεί με τον γάλλο πρόεδρο, τον πολωνό πρωθυπουργό και τους τρεις ηγέτες των χωρών της Βαλτικής, την επόμενη Δευτέρα θα ταξιδέψει στο Κίεβο και την Τρίτη στη Μόσχα. Μετά την έντονη κριτική που δέχθηκε ο Σολτς εντός και εκτός των τειχών για έλλειψη ηγεσίας με αφορμή την ουκρανική κρίση, η γερμανική διπλωματία μοιάζει να ανεβάζει ταχύτητα. Η κυβέρνησή του έχει αρνηθεί να στείλει όπλα στην Ουκρανία, προσφέροντας πρόσφατα αντ’ αυτού 5.000 κράνη, ενώ ο ίδιος υπεκφεύγει όσον αφορά το μέλλον του Nord Stream 2 σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η γερμανίδα πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον έφτασε να στείλει την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο σημείωμα όπου προειδοποιούσε ότι πολλοί στο αμερικανικό Κογκρέσο φοβούνται πως το Βερολίνο τα έχει «βρει με τον Πούτιν» προκειμένου να μη διαταραχτεί η ροή φυσικού αερίου. Κεντρική αποστολή του Σολτς στην Ουάσιγκτον, να αποκαταστήσει τη γερμανική αξιοπιστία.
Μπόρις Τζόνσον
Η Βρετανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των χωρών που προειδοποιούν για τον επικείμενο χαρακτήρα μιας ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία και ο βρετανός πρωθυπουργός εναλλάσσει τις αυστηρές προειδοποιήσεις περί «τραγικού λάθους» και πρωτοφανών κυρώσεων με τις απτές χειρονομίες – όπως τα 88 εκατομμύρια στερλίνες που υποσχέθηκε την περασμένη Τρίτη στην Ουκρανία, στη διάρκεια επίσκεψής του στο Κίεβο. Είναι για τον Τζόνσον η πρώτη μεγάλη κρίση εξωτερικής πολιτικής μετά το Brexit και εννοεί να δείξει πως η Βρετανία δεν μετατρέπεται στην παγκόσμια ασημαντότητα που προέβλεπαν πολλοί.
Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο, είναι μια ευκαιρία να αποδείξει στους σκεπτικιστές του κόμματός του, εν μέσω του σκανδάλου για τα κορωνοπάρτι στη Ντάουνινγκ Στριτ, τα ηγετικά του προσόντα. Ομως τα χλευαστικά σχόλια ρώσων αξιωματούχων, λίγες ώρες προτού πραγματοποιηθεί – με καθυστέρηση 48 ωρών λόγω των εσωτερικών προβλημάτων – μια τηλεφωνική επικοινωνία Τζόνσον – Πούτιν, για τον «ευρισκόμενο σε πλήρη σύγχυση» βρετανό πρωθυπουργό, τους «ανόητους και αδαείς» βρετανούς πολιτικούς και την «άχρηστη» βρετανική διπλωματία τα είπαν όλα.