Η αλλαγή του συστήματος επιτήρησης των περιστατικών του κοροναϊού με την καταγραφή μόνο των συμπτωματικών περιστατικών έχει αρχίσει να διερευνάται από τον ΕΟΔΥ στο πλαίσιο των συστάσεων του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων ECDC για την ανάπτυξη ενός ενιαίου συστήματος επιτήρησης σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρώπης, προκειμένου τα δεδομένα να είναι συγκρίσιμα.
Η εφαρμογή του νέου συστήματος δεν έχει συζητηθεί ακόμη στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού, ούτε στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, καθώς ο ιός δεν μπορεί ακόμη να χαρακτηριστεί ενδημικός.
Κι αυτό γιατί νέες παραλλαγές αναδύονται ακόμη και η σοβαρή νόσηση μπορεί να προκύψει σε οποιονδήποτε, ανεξάρτητα αν εντάσσεται σε ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, λόγω κάποιας προϋπάρχουσας πάθησης ή όχι, και ανεξάρτητα από την ηλικία.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν παράγοντες του ΕΟΔΥ, αλλά και της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, χωρίς όμως –κάποιοι από τους παράγοντες αυτούς – να παραγνωρίζουν ότι είναι διαφορετική η επιδημιολογική επιτήρηση από την επικοινωνία της υγειονομικής κρίσης.
Κύκλοι του ΕΟΔΥ ανέφεραν στο in ότι το θέμα δεν έχει συζητηθεί ακόμη στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού. Επιπλέον, το σημερινό σύστημα καταγραφής όλων των θετικών περιστατικών SARS-CoV-2 που καταγράφονται μετά από θετικό τεστ αντιγόνου (self-test ή rapid test) ή μοριακού ελέγχου (PCR) επιτρέπει την καλύτερη παρατήρηση της πορείας των λοιμώξεων και εξαιτίας αυτού μπόρεσε να διαπιστωθεί η ηπιότερη νόσηση από την παραλλαγή Όμικρον με την αποσύνδεση του ρυθμού των κρουσμάτων με τον ρυθμό εισαγωγών στα νοσοκομεία για μέτρια ή βαριά λοίμωξη.
Οι ίδιοι κύκλοι, επεσήμαιναν πως η πορεία της πανδημίας είναι αυτή που θα ορίσει τον χρόνο εφαρμογής του νέου συστήματος καταγραφής και παρακολούθησης της πορείας του κοροναϊού, όμως το σύστημα που θα εφαρμοστεί δεν θα είναι το ίδιο με αυτό της γρίπης, το οποίο δεν είναι αρκετό εξαιτίας της βαρύτητας της νόσου από τον νέο ιό.
Για το λόγο αυτό θα χρειαστεί ξεχωριστή προετοιμασία, ώστε να υπάρχει πληρέστερη καταγραφή, όπως εξάλλου ζητείται και από το ECDC.
Από την πλευρά της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, μέλος επεσήμανε ότι η εφαρμογή του νέου συστήματος θα γίνει σταδιακά, αφού ακόμη ο ιός δεν έχει γίνει ενδημικός. Σημείωσε ότι όταν συμβεί αυτό, θα μπορούμε να καταγράφουμε όσους νοσούν σοβαρά, καθώς αυτό θα έχει νόημα για τις δυνατότητες του συστήματος υγείας.
Εξάλλου γι΄ αυτό το λόγο στην επιτήρηση της γρίπης γίνεται καταγραφή των περιστατικών που χρειάζονται νοσηλεία ή ενδεχομένως και ΜΕΘ.
Άλλο μέλος της Επιτροπής επεσήμανε ότι δεν είμαστε ακόμη στο σημείο που να μπορούμε να μιλάμε για ενδημικό ιό, οπότε πρέπει ακόμη να συνεχιστεί η καταγραφή των θετικών κρουσμάτων, ιδίως αφού βρισκόμαστε ακόμη στα 20.000 περιστατικά την ημέρα.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι πρόκειται για θέμα που οπωσδήποτε θα συζητηθεί από την Επιτροπή πριν την έναρξη της εφαρμογής του.
Στην ανάγκη για αξιόπιστες και σαφείς καταγραφές εστίασε άλλο μέλος της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας τις προδιαγραφές που έχει θέσει το ECDC, προκειμένου τα στοιχεία να είναι συγκρίσιμα μεταξύ των χωρών, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο σύστημα επιτήρησης της γρίπης όπου δεν καταγράφονται όλα τα κρούσματα, αφού δεν διενεργείται πάντα τεστ για την επιβεβαίωση ότι ο ασθενής πάσχει από το συγκεκριμένο στέλεχος που επικρατεί κάθε χρονιά.
Διαφοροποίησε επίσης τα στοιχεία τα οποία καταγράφονται και αναλύονται για την εξαγωγή συμπερασμάτων που οδηγούν στη λήψη αποφάσεων για την προστασία της δημόσιας υγείας, σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται και ανακοινώνονται, λέγοντας ότι «άλλο η επιδημιολογική επιτήρηση, που χρειάζεται σαφείς και αναλυτικές καταγραφές για την απόφαση των μέτρων δημόσιας υγείας και άλλο η επικοινωνία της υγειονομικής κρίσης».
Οι προδιαγραφές του νέου συστήματος
Σύμφωνα με το ECDC, τα συστήματα θα πρέπει να επιτρέπουν την ολοκληρωμένη επιτήρηση του COVID-19, της γρίπης και άλλων παθογόνων του αναπνευστικού που είναι πιθανό να κυκλοφορούν ταυτόχρονα στον πληθυσμό.
Όμως, τα τρέχοντα συστήματα επιτήρησης της γρίπης δεν είναι επαρκώς ευαίσθητα και αντιπροσωπευτικά ώστε να επιτρέπουν την κοινή επιτήρηση του COVID-19, επομένως οι χώρες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επεκτείνουν την κάλυψη του συστήματος επιτήρησης για να βελτιώσουν την ευαισθησία και τη συλλογή επαρκών δειγμάτων.
Ο Οργανισμός επισημαίνει πως οι χώρες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αναφορά των συμπτωματικών περιστατικών, δηλαδή αυτών που υποβλήθηκαν σε διαγνωστικό τεστ εξαιτίας της εμφάνισης συμπτωμάτων COVID-19, καθώς αυτό θα βελτιώσει τη συγκρισιμότητα.
Στην περίπτωση που ο πλήρης έλεγχος του συνόλου του πληθυσμού με συμπτώματα δεν είναι εφικτός, θα πρέπει να ελέγχεται ένα αντιπροσωπευτικό μέρος των συμπτωματικών περιστατικών, κατά προτίμηση με μοριακό έλεγχο.
Αλληλούχιση θα πρέπει να γίνεται σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα θετικών εξετάσεων. Η γονιδιωματική επιτήρηση αντιπροσωπευτικών δειγμάτων θα πρέπει να συνδυάζεται με στοχευμένη και ολοκληρωμένη δειγματοληψία σε ειδικά σημεία ή πληθυσμούς.
Επίσης θα πρέπει να παρακολουθείται η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μέσω ad hoc μελετών, πιθανώς ενσωματωμένων στα συστήματα επιτήρησης.
Οι χώρες θα πρέπει να συνεχίζουν την παρακολούθηση της θνησιμότητας και να εξετάζουν τις ορο-επιδημιολογικές μελέτες με συμπληρωματικά συστήματα που θα συμβάλλουν στην επιτήρηση.
Στόχοι της επιτήρησης
Η επιτήρηση της νόσου COVID-19 σε επίπεδο ΕΕ/ΕΟΧ έχει τρεις κύριους στόχους:
- Την παρακολούθηση της συχνότητας εμφάνισης του COVID-19 σε συγκεκριμένο χρόνο, τόπο και άτομα, την περιγραφή των σοβαρών περιστατικών που θα προσδιορίσουν τα αναγκαία μέτρα δημόσιας υγείας, αλλά και την αποτύπωση της επίδρασης των μέτρων αυτών.
- Την γρήγορη ανίχνευση και παρακολούθηση των παραλλαγών του ιού στο αρχικό στάδιο της κυκλοφορίας τους τοπικά, προκειμένου να αξιολογηθούν γρήγορα τα χαρακτηριστικά τους και να αποφασιστούν πιθανά περιοριστικά μέτρα.
- Την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού για την εφαρμογή των βέλτιστων προγραμμάτων και στρατηγικών εμβολιασμού.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, τα συστήματα επιτήρησης θα πρέπει να βασίζονται στις δομές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης, ενώ μπορούν να ενισχυθούν και με πρόσθετα συστήματα επιτήρησης ή ad hoc μελέτες/έρευνες ανάλογα με συγκεκριμένους στόχους.
Σχεδιασμός του νέου συστήματος
Για να επιτευχθούν οι στόχοι που περιγράφονται παραπάνω, το σύστημα επιτήρησης χρειάζεται μεγαλύτερη κάλυψη του πληθυσμού σε σύγκριση με την επιτήρηση της γρίπης και εντατικότερα τεστ και γονιδιακές αλληλουχίσεις.
Η καθοδήγηση του ECDC για αντιπροσωπευτική και στοχευμένη γονιδιωματική παρακολούθηση του SARS-CoV-2 προτείνει την αλληλούχιση τουλάχιστον 200-300 δειγμάτων την εβδομάδα ανά χώρα για τον εντοπισμό μιας παραλλαγής που κυκλοφορεί με επιπολασμό 2,5%.
Συγκριτικά, σε μια περίοδο γρίπης πριν από την πανδημία (2018/19), υπήρχαν περίπου 1.500 εβδομαδιαία θετικά δείγματα γρίπης στην κορύφωση της σεζόν με 70% θετικότητα σε τεστ για ολόκληρη την ΕΕ/ΕΟΧ.
Επιπλέον, το σύστημα επιτήρησης της γρίπης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη διεξάγεται συνήθως από αντιπροσωπευτικά εθνικά δίκτυα επαγγελματιών πρωτοβάθμιας περίθαλψης που καλύπτουν λιγότερο από το 5% του πληθυσμού και στις περισσότερες περιπτώσεις λιγότερο από το 2%.
Τέτοια συστήματα είναι λιγότερο ευαίσθητα στην ανίχνευση των περιστατικών και των παραλλαγών του ιού σε σύγκριση με τα τρέχοντα συστήματα επιτήρησης.
Το ECDC συνιστά να περιλαμβάνονται στο σύστημα επιτήρησης μόνο τα συμπτωματικά άτομα, ακόμη κι αν τα ασυμπτωματικά άτομα υποβάλλονται σε εξετάσεις για SARS-CoV-2.
Νέος ορισμός για τα κρούσματα
Για λόγους επιτήρησης, το περιστατικά COVID-19 θα ορίζονται ως εξής:
- Κλινικά κριτήρια: Οξεία αναπνευστική λοίμωξη ή ασθένεια παρόμοια με τη γρίπη (ILI)
- Εργαστηριακά κριτήρια: Ανίχνευση νουκλεϊκού οξέος ή αντιγόνου SARS-CoV-2 σε κλινικό δείγμα
- Επιβεβαιωμένο κρούσμα: κάθε άτομο που πληροί τα κλινικά κριτήρια και τα εργαστηριακά κριτήρια.
Θα απαιτούνται επίσης πρόσθετες κλινικές πληροφορίες π.χ. συμπτώματα ή κατάσταση εμβολιασμού για προηγμένες αναλύσεις, όπως οι μελέτες επίπτωσης/αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού.
Περαιτέρω εργαστηριακές πληροφορίες (π.χ. δεδομένα αλληλούχισης) και επιδημιολογικές πληροφορίες (π.χ. σύνδεση με άλλες περιπτώσεις) θα βοηθούσαν στην κατανόηση του αντίκτυπου των παραλλαγών ανησυχίας. Αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες θα ήταν δυνατές μόνο με διάθεση πληροφοριών από περιστατικό.
Τα δεδομένα πρέπει να αναφέρονται εβδομαδιαίως στο ECDC.