της Ολγας Κλώντζα
Τριάμισι χρόνια μετά την πρόταση να κλείσει και για την Ευρώπη το κεφάλαιο της αλλαγής ώρας, το μπρος – πίσω συνεχίζεται και οι δείκτες του ρολογιού μετακινούνται δύο φορές τον χρόνο κατά μία ώρα. Με την καλοκαιρινή σεζόν να πλησιάζει, η αλλαγή στη θερινή ώρα την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου βρίσκεται προ των πυλών και το 2022.
Αν και η αρχή έγινε πολύ δυναμικά, με την πρόταση της Κομισιόν το καλοκαίρι του 2018, που ξεσήκωσε debate στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών για το ποια ζώνη ώρας θα διαλέξουν, τελικά κανείς δεν δείχνει να βιάζεται. Το ένα μετά το άλλο τα κράτη μέλη άρχισαν να ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά, ώστε να διαλέξουν στρατόπεδο, όμως η πανδημία έβαλε το θέμα στην άκρη.
Η αρχική πρόταση, που παρουσιάστηκε από τον τέως πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον Σεπτέμβριο του 2018, ήθελε το 2019 ως την τελευταία χρονιά που οι δείκτες των ρολογιών στην Ευρώπη θα άλλαζαν στις 31 Μαρτίου, δίνοντας όμως στα κράτη – μέλη το περιθώριο να περάσουν και στη χειμερινή ώρα την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου. Από εκεί και πέρα, καθιερώνεται μία σταθερή ώρα και κάθε κράτος μέλος θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει ποια είναι αυτή, ενώ οι όμορες χώρες μπορούν να συνεννοούνταν για να αποφευχθεί αλαλούμ διασυνοριακά.
Η αρχική διάθεση των κρατών – μελών τουλάχιστον να συζητήσουν την πρόταση, συνοδεύτηκε με τη γενική αίσθηση ότι τα ορόσημα που τέθηκαν ήταν πολύ φιλόδοξα, κυρίως λόγω της έλλειψης τεκμηρίωσης για τις συνέπειες.
Και μπορεί κάποια μπλοκς χωρών να ήταν εξαρχής υπέρ και άλλα κατά της πρότασης, όμως όλοι συμφώνησαν ότι σε μια τέτοια απόφαση το παν είναι ο καλός συντονισμός, ώστε να αποφευχθεί ένα κουβάρι διαφορετικών ζωνών ώρας που θα έχει συνέπειες και στην εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Έτσι, πολύ γρήγορα μετατέθηκε ο προτεινόμενος χρόνος εφαρμογής, κατά δύο μάλιστα χρόνια, την 1ηΑπριλίου του 2021. Ορόσημο όμως που επίσης παρήλθε.
Η πρόταση για την αλλαγή της οδηγίας 2000/84/EC, η οποία ρυθμίζει σήμερα την εποχική αλλαγή ώρας στην Ε.Ε., παραμένει «παγωμένη» στο ευρωπαϊκό συμβούλιο Μεταφορών. Ακόμη και υπό την προεδρεία της Γερμανίας στο Συμβούλιο, όπου η κοινή γνώμη τοποθετείται υπέρ του να σταματήσει η αλλαγή ώρας στην Ευρώπη, το ζήτημα δεν εθίγη καν λόγω της πανδημίας. Δεδομένου δε, ότι στο συμβούλιο των υπουργών Μεταφορών παραδοσιακά οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία, όσο οι συνεδριάσεις γίνονται απομακρυσμένα και το ζήτημα δεν είναι «πρώτης γραμμής», οι διαδικασίες έχουν ατονήσει.
Η ελληνική θέση ήταν εξαρχής να μην αλλάξει το καθεστώς, κυρίως λογω των επιπτώσεων που θα έχει αυτή η μεταβολή στον τουρισμό και στις αερομεταφορές. Η χώρα μας δηλαδή ανήκει στο μπλοκ των χωρών που αποτελούν αναστέλλουσα μειοψηφία. Είναι, επίσης, σημαντικό το γεγονός ότι με αυτή την ανατροπή θα πρέπει να γίνουν σοβαρές προσαρμογές και αλλαγές από τα ωράρια στα σχολεία έως και τις εργάσιμες ώρες του Δημοσίου.
Υπενθυμίζεται ότι η συζήτηση ξεκίνησε από τη Φινλανδία, η οποία προέβαλε διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων οι ψυχολογικές επιπτώσεις από την αλλαγή ώρας.
Δεδομένου ότι, στο ευρωπαϊκό πεδίο, το ζήτημα εμπίπτει στη Γενική Διεύθυνση Κινητικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακολούθως για τη χώρα μας εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Η εξοικονόμηση ενέργειας καθιέρωσε τη θερινή ώρα
Στη σημερινή συγκυρία, που οι τιμές στην ενέργεια έχουν αυξηθεί δραματικά δημιουργώντας έντονες πληθωριστικές τάσεις, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι πρώτες αλλαγές στους δείκτες των ρολογιών έγιναν ακριβώς για την εξοικονόμηση ενέργειας. Αν και σήμερα, έχει πια αποδειχθεί ότι αυτή η εξοικονόμηση δεν είναι αξιοσημείωτη. Παρόλα αυτά, η αξιοποίηση του ηλιακού φωτός για περισσότερο χρόνο καθημερινά περιόρισε την ανάγκη για τεχνητό φωτισμό, αυξάνοντας συγχρόνως την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Η αρχή της θερινής ώρας έγινε στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ακολούθησε η Μεγάλη Βρετανία. Οι ΗΠΑ αν και μιμήθηκαν το ευρωπαϊκό παράδειγμα με το τέλος του πολέμου έκαναν πίσω, καθώς η αλλαγή δυσαρέστησε αρκετούς πολίτες και κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό.
Η θερινή ώρα επανήλθε για τους ίδιους λόγους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις ΗΠΑ, μόνο που αυτή τη φορά καθιερώθηκε για όλο τον χρόνο. Έτσι, της αποδόθηκε το προσωνύμιο «ώρα πολέμου», στον αντίποδα της «ώρας ειρήνης» στην οποία επανήλθαν με τη χειμερινή ώρα. Τελικά, η πετρελαϊκή κρίση του Οκτωβρίου του 1973 έγινε ο καταλύτης, ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες, η μία μετά την άλλη, να καθιερώνουν τη διπλή αλλαγή ώρας κάθε χρόνο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε για πρώτη φορά ρυθμίσεις σχετικά με τη θερινή ώρα το 1980, με μια οδηγία που συντόνιζε τις υφιστάμενες τότε εθνικές πρακτικές. Με την τρέχουσα οδηγία, που τέθηκε σε ισχύ το 2001, συστηματοποίησε την αλλαγή θερινής και χειμερινής ώρας την τελευταία Κυριακή κάθε Μαρτίου και Οκτωβρίου αντίστοιχα.