Την άνοιξη του 1941, όταν ο Νόελ Κάουαρντ καταφεύγει στην αγγλική εξοχή για να γράψει το νέο του έργο, στο Λονδίνο πέφτουν βόμβες. Η πόλη αντιστέκεται στην απειλή των γερμανικών αεροσκαφών. Οταν ο συγγραφέας επιστρέφει τελικά με το «Πονηρό πνεύμα», κάνει ρεκόρ παραστάσεων στο Ουέστ Εντ, με τον κόσμο να σχηματίζει ουρές. Ο θάνατος καραδοκεί από τον ουρανό, η ζωή συνεχίζεται μέσα στις αίθουσες. Ενα δίπολο πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, που επιβιώνει και στην πλοκή του έργου. Εκεί ο γάμος του Τσαρλς (Αργύρης Ξάφης) και της Ρουθ (Κωνσταντίνα Τάκαλου) βρίσκεται σε κρίση, αλλά το κοκτέιλ πάρτι συνεχίζεται αμείωτο. Η ανατροπή της φάρσας θα έρθει με την εμφάνιση ενός εκκεντρικού μέντιουμ (Αμαλία Μουτούση), μιας φίλης (Κατερίνα Λέχου), αλλά και του ενοχλητικού φαντάσματος της πρώην συζύγου (Αννα Μάσχα). Για την αποκρυπτογράφηση της μαύρης κωμωδίας, που ανεβαίνει πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο, άλλα πάρτι που επιμένουν και «μαθήματα» που δεν παραδίδονται συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Χουβαρδά λίγο πριν από μία πρόβα της παράστασης, η οποία κάνει πρεμιέρα στις 26 του μήνα.
Ποιος είναι ο θεατρικός κόσμος που ανοίγεται πίσω από το έργο του Κάουαρντ; Είναι όντως ελαφρύ αυτό το θέατρο ή ισχύει το «οι ελαφροί ας το λέγουν ελαφρό»;
Στην πραγματικότητα είναι μια ιδιαίτερη μείξη κωμωδίας και δράματος, με έντονα στοιχεία και από τα δύο είδη. Ισως δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, επειδή ο Κάουαρντ έγραψε το «Πονηρό πνεύμα» μέσα στον βομβαρδισμό του Blitz. Γύρω γύρω έπεφταν τα κτίρια και οι άνθρωποι, οσμιζόσουν παντού τον θάνατο, αλλά εκείνος έφυγε στην εξοχή και το έγραψε σε λιγότερο από εβδομάδα. Υπήρχε στο DNA του έργου το στοιχείο του φόβου, της αγωνίας, του μεταφυσικού και του επέκεινα. Ολα αυτά βέβαια προσπαθεί ο Κάουαρντ να τα ξορκίσει με την κωμωδία. Μια μαύρη κωμωδία που ταράζει πολλές στιγμές με το γέλιο και άλλες τόσες με το δράμα πίσω απ’ όσα συμβαίνουν. Προσωπικά πήγα το έργο προς τον τομέα της φαντασίας, επειδή δεν πιστεύω στους λεγόμενους υποκριτικούς κώδικες. Είναι εκπληκτικά παράδοξο πόσο θα μπορούσε να χωρέσει ο ψυχολογικός ρεαλισμός σ’ αυτό το έργο – πολλές φορές μάλιστα το συζητάμε με τους ηθοποιούς και προσπαθώ να τους αποτρέψω. Δεν πρόκειται δα και για Τσέχοφ. Για να το πω με μια εικόνα, αν σκάψεις, θα χτυπήσεις νερό, όχι πετρέλαιο. Οπότε είναι προτιμότερο να μη σκάψεις πολύ βαθιά. Λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια, όπου επίσης θα βρεις πολλούς θησαυρούς. Χρειάζεται, όμως, να είναι ελεύθερη η φαντασία.
Μπορεί να είναι λάθος η εντύπωση, αλλά νομίζω ότι ειδικά στα έργα της τελευταίας περιόδου σάς γοητεύει όταν κάποιος μπορεί να μιλήσει «ελαφρά» για κάτι σοβαρό.
Ναι, και το αντίθετο. Είναι μια αίσθηση που δυναμώνει όσο περνούν τα χρόνια. Είχα το συγκεκριμένο έργο στον νου από παλιά. Δεν επιλέγω ποτέ παραστάσεις με κριτήριο τη συγκεκριμένη εποχή ή για να δω τις επίκαιρες πλευρές του, όπως στην περίπτωσή μας τον σοβαρό κίνδυνο της πανδημίας. Αν είναι κανείς πιστός στον εαυτό του και πιστός στο πνεύμα του συγγραφέα, τότε σίγουρα η παράσταση κάπου συναντάει την εποχή της. Τώρα ζούμε πολύ έντονα τον φόβο της αρρώστιας και του θανάτου εν μέσω της πανδημίας, της αδιόρατης απειλής. Και μέσα στο έργο είναι έντονο το δίπολο «βλέπω – δεν βλέπω». Αλλοι βλέπουν τα φαντάσματα και άλλοι όχι. Το ποιος μπορεί κάθε φορά έχει τις δραματουργικές αιτίες του, αλλά βασίζεται και στην πραγματική ζωή: τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε να δούμε. Κι εγώ βλέπω πράγματα για πρώτη φορά που θα έπρεπε να τα έχω εντοπίσει παλιότερα. Κι άλλοτε βλέποντας συνεχώς κάποια πράγματα ξαφνικά σταματάω. Συμβαίνει σε όλους μας, έτσι δεν είναι;
Το κωμικό στοιχείο επίσης διαπερνά πλέον τα τελευταία ανεβάσματα που κάνετε: από τη φεστιβαλική «Ορέστεια», έως τους «Τρεις ευτυχισμένους» ή τον «Γλάρο» του Τσέχοφ.
Ναι, είναι σαν να μου κλείνει το μάτι κάθε φορά ένα έργο – συνηθέστερα το δράμα – για να βρω το αντίθετό του. Στο συγκεκριμένο δεν αποτάσσομαι την κωμωδία και την ψυχαγωγία. Ισα ίσα που χρειαζόμαστε αυτή τη διάσταση περισσότερο από ποτέ. Απλώς θα έλεγα ότι το κωμικό στοιχείο δεν προέρχεται τόσο από τις ατάκες, για τις οποίες είναι διάσημος ο συγγραφέας, όσο από το παράλογο. Συμβαίνουν πράγματα που μπορεί να προκαλέσουν είτε γέλιο είτε τρόμο. Αν εμπιστευτείς, λοιπόν, το έργο και του δώσεις χώρο στη φαντασία, αποκτά ένα μέγεθος που δεν έχει απαραίτητα ως κωμωδία. Οι ήρωες, που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και μια εποχή που έχει ίσως παρέλθει ή διαθέτουν συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση – προσπαθούν να ξεπεράσουν τα σκοτεινά προβλήματα με το ποτό και την επιφάνεια -, ξεχαρβαλώνονται. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον που προκύπτει. Από εδώ προκύπτει η κωμωδία.
Το έργο, που ο Κάουαρντ περιέγραψε ως «απίθανη φάρσα», ανέβηκε, εκτός άλλων, από τον Χάρολντ Πίντερ στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας το 1976. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε στους ηθοποιούς «δεν το θεωρώ ούτε απίθανη ούτε φάρσα». Πώς το ακούτε αυτό;
Εγώ θα έλεγα και ναι και όχι. Το «απίθανο» (improbable) λέγεται με την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί ότι κάτι θα συμβεί. Είναι ένα στοιχείο που υπάρχει, οπότε δεν μπορώ να συμμεριστώ απολύτως την αίσθηση του Πίντερ. Οσο για τη φάρσα, και αυτή υπάρχει: κάποιος την ετοιμάζει για τον κεντρικό ήρωα. Αλλά στη συνέχεια μοιάζει ότι κάνει κακή φάρσα και στη δεύτερη σύζυγό του. Είναι, όμως, και ένα σοβαρό έργο. Αν δεν το αντιμετωπίσεις ως τέτοιο, θα διαλυθεί από μόνο του.
Στην Ελλάδα υπήρχε το έδαφος για να αναπτυχθεί το θέατρο του Κάουαρντ;
Θεωρητικά, ναι, κυρίως από τις παλιότερες γενιές. Είχα πάντα την εντύπωση ότι το ελληνικό θέατρο προσπαθούσε να μιμηθεί το αγγλικό, το γαλλικό και το αμερικανικό. Το γερμανικό μπαίνει αργότερα με τον Κουν και μάλιστα με μια ιδιαίτερη, δική του ματιά. Τα τρία αυτά είδη τα βλέπαμε μεσολαβημένα. Δεν ξέρω αν είχαμε εκ βαθέων μάστορες του είδους. Εκείνη την εποχή δεν νομίζω ότι κάποιος από τους θιάσους ή τους επαγγελματίες θα μπορούσε να δει κάτι βαθύτερο από την επιφάνεια.
Πώς θα φτάσετε στην όψη που θα αντικρίσουµε ως θεατές στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου;
Προσπαθώ να αφαιρέσω όλο το εξωτερικό περίβλημα, την εξωτερική συμπεριφορά, την τυπολογία, τη γραφικότητα και την ηθολογία, ώστε να φτάσω στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή είναι η προϋπόθεση για να καταλάβω τι κρύβεται κάτω από το έργο. Αυτό που έκανα πολύ πρακτικά ήταν να δω εξαρχής εάν χωράει ένα κανονικό μεγαλοαστικό σαλόνι επί σκηνής. Διαπίστωσα ότι δεν χωράει και έτσι έφυγε. Στην ουσία παίζουμε με ορισμένα σκηνικά στοιχεία σε μια άδεια σκηνή. Οπότε αυτομάτως η συνθήκη παραπέμπει σε κάτι αφηρημένο, στο οποίο η διάσταση της κοινωνικής τάξης υπάρχει ως νύξη. Χωρίς να σημαίνει ότι αποκόβεται οτιδήποτε από την κοινωνία. Ακόμη και το ταξικό στοιχείο παραμένει: οι αστοί του έργου έχουν μια υπηρέτρια, στην οποία εκτονώνουν τις δυσκολίες τους.
Πώς θα περιγράφατε την ελληνική κοινωνία του 2022, θεατές της οποίας θα παρακολουθήσουν την παράσταση;
Ξέρω ότι απευθύνομαι σε όλους όσοι ζουν μια σκοτεινή, απειλητική περίοδο σε διαρκή κοινωνική κρίση, με έξαρση της βίας. Μιλάμε και γι’ αυτά τα χαρακτηριστικά, τα οποία περιέχονται στο «Πονηρό πνεύμα». Κάθε φορά υπάρχει μια μεταφορά στις σκηνοθεσίες μου. Εδώ η μεταφορά είναι το πάρτι. Εχουμε τον θάνατο γύρω και απέναντί μας, αλλά εμείς κάνουμε πάρτι. Αυτό νομίζω ότι το ζήσαμε έντονα στην πανδημία και το ζούμε ακόμη. Στην ουσία είναι πάρτι επιβίωσης – είτε με την υλική έννοια είτε με την ψυχολογική. Στο έργο η μεταφορά είναι: «Εμείς θα παρτάρουμε ό,τι κι αν συμβεί». Δεν θα μας νικήσει ο θάνατος, η κρίση, η πανδημία. Θα ξεφαντώσουμε με μια απελπισία που τη δικαιούμαστε. Την κοινωνική πραγματικότητα, λοιπόν, τη διαβάζει κανείς εύκολα μέσα στην παράσταση, αλλά δεν μπαίνει σε πρώτο πλάνο, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να μαυρίσουμε τις ψυχές μας περισσότερο.
Τι θυµάστε πιο εύκολα; Το γέλιο ή το κλάµα;
Το κλάμα. Δεν ξέρω αν είναι πιο ισχυρό συναίσθημα, αλλά αυτό μού μένει περισσότερο. Δεν ξέρω πώς να το δω ψυχαναλυτικά. Το γέλιο έχει μια έντονη καθημερινότητα σε σχέση με το κλάμα, που είναι σπανιότερο και πάει πιο βαθιά.
Είναι το χιούμορ ο καλύτερος μηχανισμός αυτοπροστασίας;
Σαφώς. Με την έννοια του λιγότερο επώδυνου και πιο αποτελεσματικού. Προσωπικά, όμως, – και δυστυχώς – δεν το βρίσκω εύκολα αυτό το μέσο στη ζωή μου. Μάλλον έχει να κάνει με τις βάσεις που πήρα και τον τρόπο που μεγάλωσα. Περισσότερο προς το σκούρο παρά προς το ανοιχτόχρωμο. Προσπαθώ, όμως, να μάθω πλέον πώς γίνεται.
Το θέατρο εκτός από την πανδηµία, µε τις οικονοµικές πληγές που συνεπάγεται, πέρασε και την περιπέτεια των υποθέσεων κακοποίησης. Από ένα σηµείο και µετά γίνεται λόγος για τα «µαθήµατα» της επόµενης ηµέρας. Πιστεύετε ότι υπάρχουν συµπεράσµατα από έναν πρώτο απολογισµό;
Θέλω να σταθώ στη λέξη «μαθήματα». Καλώς ή κακώς, προσωπικά δεν αισθάνομαι ότι κανένας παίρνει κάποιο μάθημα στη ζωή. Μπορεί να επηρεαστεί, να σοκαριστεί, να οργιστεί ή να εκμανεί. Δεν πιστεύω, όμως, ότι πραγματικά μαθαίνει. Είναι μια βαριά λέξη επειδή υπονοεί ότι η πραγματικότητα που συμβαίνει είναι η απόλυτη αλήθεια και μάς δίνει κάποιο μάθημα, το οποίο θα πρέπει να ακολουθήσουμε. Εγώ πιστεύω ότι η πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα, τελεία και παύλα. Αυτό που συνέβη σαφώς έχει ταράξει τον χώρο του θεάτρου και όχι μόνο αυτόν. Δεν νομίζω ότι θα σταματήσουν οι υποθέσεις, πάντως, επειδή δεν έχουν μόνο κοινωνικά χαρακτηριστικά – αφορούν και τη λίμπιντο. Και εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Είναι το μεγάλο ζήτημα της αυτοπειθαρχίας, όπου δεν χωράνε μαθήματα. Εγιναν, λοιπόν, πολλά και η ιστορία είχε αντηχήσεις και κραδασμούς φέρνοντας αναστάτωση και ντροπή στον χώρο μας. Προσωπικά, όπως και σε πολλούς συναδέλφους, αφήνει ένα πένθος και μια αμηχανία. Σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς έχουν επηρεαστεί στο πώς θα συμπεριφέρονται και πώς θα διαχειρίζονται τη θέση τους, την «εξουσία» απέναντι σε νεότερους συναδέλφους, για παράδειγμα, ή στο γυναικείο φύλο. Για να μην κρυβόμαστε, όμως, πίσω από το δάχτυλό μας δεν πιστεύω ότι η κοινωνία θα αλλάξει ριζικά και θα γίνει κοινωνία αγγέλων. Δυστυχώς με την πρώτη κακή σύμπτωση θα ξαναβγεί ένα πρόσωπο αποκρουστικό στην επιφάνεια. Το πρόβλημα στην εποχή μας είναι ότι ευτελίζονται τα πάντα με τα social media. Αυτό το ζήτημα θα είχε πιο σοβαρή και αποτελεσματική αντιμετώπιση, εάν δεν είχε ευτελιστεί τόσο πολύ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επόµενο πλάνο έχετε µπροστά, χωρίς να κάνουµε spoiler;
Ελπίζω να πάνε όλα καλά για κάτι που αφορά το Φεστιβάλ Αθηνών, χωρίς όντως να μπορώ να πω περισσότερα.
Τι αφήσαµε εκτός της συζήτησης που θα έπρεπε να αναφερθεί;
Τη διάσταση των ηθοποιών. Ο Κάουαρντ είναι κατεξοχήν συγγραφέας για ηθοποιούς – όχι απαραίτητα για ρόλους με μεγάλο βάθος. Αλλά για ρόλους που χρειάζονται ηθοποιούς με λάμψη, εσωτερική και εξωτερική, εξυπνάδα και αποφασιστικότητα. Σ’ αυτή την παραγωγή τις και τους έχω με περίσσευμα.