Επί χρόνια, η Τουρκία ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς στρατηγικούς εταίρους του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι ημέρες έχουν παρέλθει προ πολλού και πιθανώς δεν θα επιστρέψουν όσο ο Ερντογάν παραμένει στην εξουσία. Ομως, τα γεγονότα των τελευταίων μηνών μπορούν αναμφίβολα να περιγραφούν ως μια μίνι χρυσή εποχή ανάμεσα στις δύο χώρες, με κίνητρο κυρίως τα συμφέροντά τους και όχι την πρόθεση να αναβιώσουν μια νεανική αγάπη μετά από μια θυελλώδη δεκαετία».
Η παραπάνω διαπίστωση του Μπεν Κάσπιτ στην «Al-Monitor» δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς πολλοί διαπιστώνουν ότι «κάτι σημαντικό τρέχει». «Ο διπλωματικός χάρτης της Μέσης Ανατολής αλλάζει πάλι. Δείχνει να συντελείται μια απρόσμενη αναθέρμανση των σχέσεων Ισραήλ και Τουρκίας, δύο πρώην στενών εταίρων των οποίων οι σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία στα χρόνια του Ταγίπ Ερντογάν», σημείωνε χαρακτηριστικά το περιοδικό Foreign Policy. Αναδείκνυε δε ως σημείο καμπής την επικείμενη (στα μέσα Μαρτίου) επίσκεψη στην Τουρκία του προέδρου του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτζογκ.
Οπως σημειώνει ο Κάσπιτ, «οι ισραηλινοί διπλωμάτες είναι καχύποπτοι αλλά ευχαριστημένοι για το εν εξελίξει φλερτ ανάμεσα στους δύο προέδρους», τονίζοντας ότι ο Ερντογάν δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στο Ισραήλ. «Με τον Ερντογάν όλα είναι ζήτημα συμφέροντος, ενώ με τον Χέρτζογκ έχουν να κάνουν με τη φύση του. Είναι κάτι σαν ένας νέος Σιμόν Πέρες (ο πρώην πρόεδρος της χώρας), ένας βαθιά αισιόδοξος άνθρωπος που θα μετατρέπει πάντα τον κίνδυνο σε ευκαιρία και έναν εχθρό σε φίλο», προσθέτει, επικαλούμενος κορυφαίο διπλωμάτη του Ισραήλ.
Επικοινωνία εδώ και µήνες
Το αδιαμφισβήτητο είναι ότι υπάρχει έντονη κινητικότητα μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες διέκοψαν τις διπλωματικές επαφές τους το 2010. Για του λόγου το αληθές, στις 20 Ιανουαρίου συνομίλησαν τηλεφωνικά οι υπουργοί Εξωτερικών, Γιάιρ Λαπίντ και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά (επισήμως τουλάχιστον) μετά από 13 χρόνια. Τις ίδιες ημέρες περίπου, ο γενικός διευθυντής του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών επισκεπτόταν την Αγκυρα για να συναντηθεί με το δεξί χέρι του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν – ως προπομπός του Χέρτζογκ.
Ο τελευταίος φαίνεται πως διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία επαναπροσέγγισης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τηλεφώνησε προσωπικά στον Ερντογάν στις 6 Φεβρουαρίου, προκειμένου να του ευχηθεί ταχεία ανάρρωση, όταν έγινε γνωστό ότι είχε προσβληθεί από την Ομικρον. «Το επόμενο που θα μάθετε είναι ότι θα βγουν σε ραντεβού», δήλωσε ανώνυμα στην «Al-Monitor» πηγή των υπηρεσιών ασφαλείας του Ισραήλ. Σύμφωνα με τον Κάσπιτ, οι δύο πρόεδροι επικοινωνούν τηλεφωνικά εδώ και μήνες, όμως καταλύτης στις σχέσεις τους ήταν κάτι που συνέβη τον περασμένο Νοέμβριο: Η απελευθέρωση του ζεύγους Νάταλι και Μόρντι Ογκνιν που είχαν συλληφθεί για κατασκοπεία, με προσωπική εντολή του Ερντογάν – κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να δεχθεί τις ευχαριστίες τόσο του Χέρτζογκ όσο και του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών, Νάφταλι Μπένετ και Γιάιρ Λαπίντ.
Πάνω από όλα το συµφέρον
Στο Ισραήλ δεν υπάρχουν αυταπάτες, ωστόσο. Το ξεκαθάρισε, άλλωστε, ο ίδιος ο Μπένετ, που προφανώς γνωρίζει και εγκρίνει τις κινήσεις του Χέρτζογκ – τον οποίο συμβουλεύεται συχνά, καθώς μοιάζει να έχει κύρος σε όλα τα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης συνασπισμού. «Ο Χέρτζογκ έχει μετατραπεί σε ένα είδος γέροντα του χωριού, ο υπεύθυνος και έμπειρος ενήλικας στην κατακερματισμένη πολιτική και δημόσια σκηνή του Ισραήλ», όπως τονίζει ο Κάσπιτ.
Η κινητικότητα φαίνεται πως αφορά και τον «σκοτεινό κόσμο» των πανίσχυρων μυστικών υπηρεσιών, καθώς έχει υπάρξει επαναπροσέγγιση της Μοσάντ και της Σιν Μπετ με τις αντίστοιχες υπηρεσίες της Τουρκίας. Στις 11 Φεβρουαρίου, μάλιστα, τουρκικά ΜΜΕ έγραψαν ότι η ΜΙΤ είχε αποτρέψει μια δολοφονική απόπειρα του Ιράν σε βάρος του ισραηλινού επιχειρηματία, Γιάιρ Γκέλερ – η οποία, σύμφωνα με το συγκεκριμένο ρεπορτάζ, θα αποτελούσε την πράξη εκδίκησης για τη δολοφονία, τον Νοέμβριο του 2020, του Μοχσέν Φαριζαντέχ, επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, η οποία αποδόθηκε στο Ισραήλ. Το άρθρο στην «Al-Monitor» υπογραμμίζει ότι «η προσέγγιση του Μπένετ είναι πραγματιστική και βασίζεται στο επιχείρημα ότι, όπως και ο Ερντογάν, το Ισραήλ ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα συμφέροντά του και είναι γνωστό ότι κάνει δουλειές ακόμη και με αντισημίτες εάν πρόκειται να τα υπηρετήσει (…) Το Ισραήλ δεν έχει αυταπάτες για τον ισλαμιστή πρόεδρο, όμως υποδέχεται θετικά κάθε πρόταση που στοχεύει στην ειρήνη ή στις μπίζνες». Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι δηλώσεις υψηλόβαθμου ισραηλινού διπλωμάτη: «Είναι ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, πολλοί τον θεωρούν αντισημίτη, αλλά είναι ένας νηφάλιος ηγέτης. Σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα σε πολλά μέτωπα, πλησιάζει στις εκλογές και έχει απεγνωσμένα ανάγκη από συμμαχίες, γενικότερα, καθώς και καλές σχέσεις με το Ισραήλ, ειδικότερα. Δεν έχουμε αντίρρηση σε αυτό».
Καταλύτης το φυσικό αέριο
Με βάση τα παραπάνω, δεν χωράει αμφιβολία ότι ένας από τους καταλύτες (ίσως ο καθοριστικός) στο «φλερτ» ανάμεσα στις δύο μέχρι πρόσφατα αντίπαλες χώρες είναι το αμοιβαίο συμφέρον στον τομέα της ενέργειας. Οι αποστάσεις που πήραν πρόσφατα οι Ηνωμένες Πολιτείες από το μεγαλεπήβολο – και έτσι κι αλλιώς αμφιβόλου βιωσιμότητας – σχέδιο του αγωγού EastMed, που θα μετέφερε φυσικό αέριο στην Κύπρο, τα Βαλκάνια και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθιστά τις πιθανότητες κατασκευής του «αμελητέες» και στρέφει πρακτικά τους Ισραηλινούς προς την πλευρά της Τουρκίας. Ο δε Ερντογάν φαίνεται πως βλέπει την ευκαιρία να πάρει ρεβάνς. Εξάλλου, όπως σημειώνει η παραπάνω ανάλυση, «η Τουρκία δεν προσκλήθηκε στον στενό κύκλο (του αγωγού) και ο προσβεβλημένος και απομονωμένος Ερντογάν συμπεριφερόταν σαν το κακομαθημένο παιδί που προσπαθεί να καταστρέψει το πάρτι». Και τώρα, θα προσπαθήσει να είναι η χώρα του που θα αποτελέσει προορισμό ενός αγωγού που θα μεταφέρει το ισραηλινό φυσικό αέριο. Ελπίζει δε ότι θα έχει και τη στήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες επιδιώκουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενεργειακή απεξάρτηση και της Τουρκίας από τη Ρωσία, η οποία σήμερα αποτελεί τον βασικό της προμηθευτή – ενώ και ο ίδιος, σύμφωνα τουλάχιστον με την «Al-Monitor», αισθάνεται σαν «επώδυνο αγκάθι στα πλευρά» την εξάρτησή του από τον Πούτιν, ειδικά καθώς η κρίση της Ουκρανίας φέρνει πιο κοντά τη στιγμή που θα αναγκαστεί «να διαλέξει πλευρά».
Σε κάθε περίπτωση, η διαφαινόμενη αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα σε Ισραήλ και Τουρκία ταιριάζει απόλυτα και με τη «μεγάλη εικόνα» που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή στη Μέση Ανατολή. Εκεί όπου η επιλογή των ΗΠΑ να αποσυρθούν από την πρώτη γραμμή, σε συνδυασμό με την αυξημένη παρουσία της Ρωσίας και με τη διαρκή αύξηση της επιρροής τοπικών «παικτών», όπως της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και άλλων, έχουν διαμορφώσει νέα δεδομένα και μια αίσθηση ρευστότητας.
«Ολοι οι παίκτες προσπαθούν να είναι σε επαφή με όσο το δυνατόν περισσότερους από τους υπόλοιπους, όλοι προσεγγίζουν τους πάντες και επιχειρούν να είναι παρόντες σε όλα τα επίπεδα», δηλώνει χαρακτηριστικά στην «Al-Monitor» ένας Ισραηλινός, ειδικός σε ζητήματα ασφαλείας. Φέρνει δε ως παράδειγμα τη στάση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων – τα οποία επισκέφθηκε ο Ερντογάν αυτή την εβδομάδα, σφραγίζοντας την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων μετά από σχεδόν μία δεκαετία αντιπαλότητας και συγκρούσεων σε διάφορα μέτωπα (όπως στη Λιβύη) – που δεν διστάζουν «να βάλουν τα αβγά τους σε πολλά διαφορετικά καλάθια».
Κοινή ανησυχία για το Ιράν
Ο Κάσπιτ σημειώνει, πάντως, ότι η διαδικασία επαναπροσέγγισης Ισραήλ και Τουρκίας πρέπει να λάβει υπόψη της και άλλους «παίκτες» στην περιοχή. Δύο από αυτούς είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, που «ανησυχούν βαθιά για την επίσκεψη Χέρτζογκ στην Τουρκία» – και γι’ αυτό, «ελήφθη η απόφαση να προηγηθεί η επίσκεψη του ισραηλινού προέδρου στην Αθήνα. «Οι Ελληνες δεν αισθάνονται άνετα (…) όμως τους διαβεβαιώνουμε ότι η στρατηγική μας σημασία δεν απειλείται», δηλώνει υψηλόβαθμος αξιωματούχος της χώρας.
Μια ακόμη παράμετρος αφορά στο Ιράν. «Ο Ερντογάν, όπως και το Ισραήλ, τρέφουν έντονες ανησυχίες για το Ιράν», σημειώνει η ανάλυση στην «Al-Monitor», συμπεραίνοντας μάλιστα ότι «Ισραήλ και Τουρκία έχουν περισσότερα κοινά στρατηγικά συμφέροντα από ό,τι ίσως φαίνεται με την πρώτη ματιά». Αναμφίβολα, λοιπόν, στην «εξίσωση» μπαίνουν επίσης η Συρία και η Χεζμπολάχ, οι Παλαιστίνιοι και η Χαμάς, που καθιστούν την επίλυσή της πιο περίπλοκη. Ποτέ όμως κανείς δεν είπε ότι η επαναπροσέγγιση των δύο χωρών θα ήταν εύκολη υπόθεση.