Παρότι η Ρωσία δοκίμασε να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού στην ουκρανική κρίση, επιλέγοντας την αναγνώριση των «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς και ανακοινώνοντας την αποστολή ρωσικών «ειρηνευτικών» δυνάμεων, η πρώτη επίσημη αντίδραση των ΗΠΑ ήταν πιο σκληρή στο φραστικό επίπεδο, παρά στο επίπεδο των πραγματικών κυρώσεων που ανακοινώθηκαν.
Η ρητορική σκλήρυνση ήταν εμφανής στην επιλογή να αποκαλείται πλέον η ρωσική χειρονομία «εισβολή», που ήταν η λέξη κλειδί μέχρι τώρα για το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων, ενώ στις πρώτες αντιδράσεις στις ανακοινώσεις Πούτιν δεν είχε χρησιμοποιηθεί, η επιμονή ότι η Ρωσία θα προσπαθήσει να κλιμακώσει την κίνησή της και θα αμφισβητήσει ακόμη περισσότερο την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, όπως προφανώς και η απειλή αυστηρότερων κυρώσεων.
Οι ίδιες οι κυρώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιορισμένες. Οι κυρώσεις σε βάρος δύο τραπεζών δεν χτυπούν συνολικά το ρωσικό τραπεζικό σύστημα, ενώ τα μέτρα για το δημόσιο ρωσικό χρέος δεν θα έχουν μεγάλη επίπτωση, ιδίως από τη στιγμή που η Ρωσία έχει ούτως ή άλλως σημαντικούς πόρους. Όσο για την ανακοίνωση για το πάγωμα του –ούτως ή άλλως παγωμένου – αγωγού Nord Stream 2, που αφορούσε όχι αμερικανική αλλά γερμανική απόφαση, καλό είναι να θυμόμαστε ότι υπάρχουν ήδη αρκετοί ρωσικοί αγωγοί που τροφοδοτούν την Ευρώπη, εξασφαλίζοντας και σημαντικά έσοδα στη Ρωσία. Οι δε κυρώσεις κατά προσώπων είναι ένα μέτρο που έχει πάντα μεγαλύτερο συμβολισμό παρά ουσία.
Αυτό σημαίνει ότι δεν προκρίθηκαν ακόμη μέτρα που θα συνιστούσαν πραγματικά πλήγματα, όπως θα ήταν η αποπομπή της Ρωσίας από το σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT (αν και για μια τέτοια κίνηση ούτως ή άλλως έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους οι Ευρωπαίοι) ή η χρήση των εργαλείων κυρώσεων που διαθέτουν οι ΗΠΑ και που μπορούν να στοχοποιήσουν όχι μόνο τις ίδιες τις ρωσικές εταιρείες αλλά και όσους συναλλάσσονται μαζί τους (είδος κυρώσεων που μεταφορικά περιγράφεται ως scarlet letter) και που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά του Ιράν.
Από την άλλη, η ρητορική του Μπάιντεν και ο τρόπος που επέμεινε να παρουσιάζει τις ρωσικές κινήσεις ως την αρχή ενός συνολικότερου σχεδίου επίθεσης, σημαίνει ότι ταυτόχρονα ήθελε να δώσει τον τόνο ότι ξεκινά μια συνολικότερη περίοδος αντιπαράθεσης.
Ο αντίκτυπος των ρωσικών χειρισμών
Παρότι οι ΗΠΑ είχαν υψώσει τους τόνους εδώ και καιρό απέναντι στη Ρωσία –με έναν τρόπο προλειαίνοντας το έδαφος για ένα «Νέο Ψυχρό Πόλεμο» ήδη από το 2014 – εντούτοις είναι σαφές ότι η ρωσική κίνηση ανέτρεψε τα δεδομένα, διαμορφώνοντας ένα τετελεσμένο που κυρίως έδειξε ότι η Ρωσία διακινδύνευε μια πρακτική «συγκρουσιακή» που ακύρωνε τις όποιες διπλωματικές προτάσεις είχαν υπάρξει, προκειμένου να κατοχυρώσει ένα συσχετισμό στο πεδίο που αναλογούσε στις θέσεις που είχε διατυπώσει.
Η Ρωσία, δηλαδή, φάνηκε να κινείται ως να θεωρεί ότι πλέον είμαστε εντός του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» και ενός συνολικότερου ρήγματος στο διεθνές σύστημα και άρα οι επιλογές της θα εντάσσονται σε αυτή τη λογική με πρωτοβουλίες που θα ορίζουν τα χαρακτηριστικά του ρήγματός αυτού.
Απέναντι σε αυτό οι ΗΠΑ καλούνται να δείξουν εάν και σε ποιο βαθμό θα προχωρήσουν σε μια συνολική ρήξη, την οποία έχουν υποστηρίξει ρητορικά εδώ και καιρό, πιθανώς περισσότερο από τη Ρωσία, αλλά στην πράξη δεν την έχουν ακόμη δοκιμάσει, από την επίσημη είσοδο σε μια φάση κούρσας εξοπλισμών έως την επιτάχυνση της διαδικασίας «αποσύνδεσης» ανάμεσα στις δυτικές οικονομίες και τη Ρωσία (και προοπτικά και την Κίνα).
Ταυτόχρονα, οι ταλαντεύσεις αυτές αφορούν και το είδος στρατιωτικής εμπλοκής, καθώς είναι ένα θέμα οι παραλλαγές επίδειξης δύναμης ή η παρουσία αμερικανών και νατοϊκών δυνάμεων στις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ που συνορεύουν με τη Ρωσία ή ακόμη και η ενίσχυση της Ουκρανίας με εξοπλισμό και άλλο πράγμα η άμεση εμπλοκή αμερικανικών και νατοϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Όλα αυτά βεβαίως συνδέονται και με το βαθμό στον οποίο, πέραν ρητορικών εξάρσεων και οι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη θα θελήσουν να ακολουθήσουν τον δρόμο κυρώσεων που θα έχουν πραγματικό κόστος και για τους ίδιους (όπως θα ήταν μια «βίαιη» ενεργειακή απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο).
Την ίδια στιγμή η ρωσική κυβέρνηση δείχνει να επενδύει στο ότι οι κινήσεις της έχουν πλατιά αποδοχή στη ρωσική κοινωνία και στο ότι έχει προεξοφλήσει ένα φάσμα από κυρώσεις και θεωρεί ότι μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές.
Διαπραγμάτευση σε ένα νέο τοπίο
Σε αυτή τη φάση είναι σαφές ότι για ένα διάστημα παρότι και οι δύο πλευρές θα επιμένουν στη δυνατότητα να υπάρξει διπλωματική συζήτηση, η έμφαση θα είναι στη διαχείριση της τρέχουσας ρήξης και μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα υπάρξουν και άλλες στιγμές όπου οι τόνοι θα ανέβουν και πιθανώς να τα ρήγματα να είναι μεγαλύτερα.
Όμως, την ίδια στιγμή γίνεται και μια πραγματική διαπραγμάτευση και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Τόσο ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία όσο και στο εσωτερικό κάθε πόλου για το πώς θα εξελιχθεί αυτή η αντιπαράθεση και το βάθος της διαίρεσης στο διεθνές σύστημα.
Από αυτό θα κριθεί το εάν θα πάμε σε μια διαρκή κλιμάκωση που δεν θα διαιρεί μόνο την παγκόσμια οικονομία αλλά και θα διαμορφώνει εστίες «θερμής» αντιπαράθεσης, με άλλοτε άλλη αφορμή, ή εάν θα υπάρξει μια λογική αναζήτησης μιας «ισορροπίας» και μηχανισμών που θα επιτρέπουν τη διαχείριση της έντασης.