Στην αντεπίθεση πέρασε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης, μετά τις δημόσιες καταγγελίες που έκανε σε βάρος του για λεκτική, ψυχολογική και σωματική κακοποίησή της η ηθοποιός Ζέτα Δούκα.
Την Παρασκευή, κατέθεσε δύο πολυσέλιδες αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Η μία στρέφεται κατά της Ζέτας Δούκα και ακόμη δύο συναδέλφων του, της Δώρας Χρυσικού και του Νίκου Ψαρρά, ενώ η άλλη κατά του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΣΕΗ, Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και κατά δύο ακόμη μελών του.
Με τις αγωγές του, ο Γιώργος Κιμούλης αξιώνει αποζημίωση για την ηθική αλλά και περιουσιακή βλάβη που, όπως λέει, υπέστη μετά τη δημόσια καταγγελία που έκανε για τον ίδιο η Ζέτα Δούκα, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής της συνέντευξης.
Σε αυτήν, η ηθοποιός είχε καταγγείλει τον Γιώργο Κιμούλη για άσκηση σωματικής, λεκτικής και σωματικής βίας, κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους στο πλαίσιο θεατρικής παράστασης.
Σε ό,τι αφορά στο ΣΕΗ, ο ηθοποιός στην αγωγή του κάνει λόγο για μεροληπτική συμπεριφορά προς το πρόσωπό του, η οποία τον έβλαψε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διακοπεί, όπως αναφέρει, κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να υποστεί μεγάλη ηθική και επαγγελματική ζημία.
«Ο κ. Κιμούλης επί έναν ολόκληρο χρόνο συκοφαντείται, καθυβρίζεται και πλήττεται δημοσίως λόγω, ιδίως, μιας ‘καταγγελίας’ σε μια τηλεοπτική εκπομπή για μια υποτιθέμενη βίαιη πράξη του, καθώς και για την ‘απομάκρυνση ενός ποτηριού’ από την σκηνή κατά την διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης προ δεκατριών ετών, πράξεις για τις οποίες ουδέποτε υπεβλήθη επίσημη καταγγελία ενώπιον εισαγγελικής, δικαστικής, αστυνομικής ή πειθαρχικής Αρχής», αναφέρει ο δικηγόρος του ηθοποιού, Βασίλειος Καπερνάρος.
Και προσθέτει: «Καθυβρίζεται, δηλαδή, και συκοφαντείται, για δύο γεγονότα, τα οποία απέκτησαν σημαντικότητα, επειδή εντάχθηκαν σκοπίμως και συνειδητά μέσα σ’ ένα τοπίο κατηγοριών και καταγγελιών κατά άλλων ομοτέχνων του κ. Κιμούλη, οι οποίες έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο, περί παιδοφιλίας, βιασμών, απόπειρας βιασμών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Ένα ζοφερό τοπίο, το οποίο δικαίως είχε εγείρει τον κοινωνικό θυμό και την κοινωνική αγανάκτηση. Ωστόσο, οι, ως άνω, ‘καταγγελίες’ σε βάρος του κ. Κιμούλη, είναι αόριστες, ανεπέρειστες, αναπόδεικτες, αβάσιμες και απαράδεκτες».
Η αγωγή κατά Δούκα, Ψαρρά και Χρυσικού
Ειδικότερα, ο Γιώργος Κιμούλης κατέθεσε αγωγή σε βάρος της Ζέτας Δούκα, καθώς και σε βάρος της Δώρας Χρυσικού και του Νίκου Ψαρρά. Και οι τρεις συμπρωταγωνιστούσαν μαζί του στη παράσταση «Πιο κοντά».
Η Δώρα Χρυσικού και ο Νίκος Ψαρράς, με ανακοίνωσή τους την επόμενη ημέρα της δημόσιας καταγγελίας της Ζέτας Δούκα, ανέφεραν ότι ήταν μπροστά σε πολλά από τα περιστατικά που εκείνη κατήγγειλε και δήλωναν πρόθυμοι να καταθέσουν στις αρμόδιες αρχές εφόσον κληθούν.
Με την αγωγή του, ο Γ. Κιμούλης ζητεί να καταδικαστούν οι τρεις ηθοποιοί και να του καταβάλλουν «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» για την περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί το συνολικό ποσό των 231.227, 80 ευρώ. Επιπλέον, ζητεί για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί να του καταβάλει η Ζέτα Δούκα 250.000 ευρώ, η Δώρα Χρυσικού 125.000 ευρώ και ο Νίκος Ψαρράς 125.000 ευρώ.
Στην αγωγή του, ο Γιώργος Κιμούλης αναφέρει: «Η ως άνω παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αθηνών, κατά τη θεατρική περίοδο 2008-2009, δηλαδή, 13 χρόνια πριν από την ως άνω ‘καταγγελία’. Την λέξη ‘καταγγελία θέτω εντός εισαγωγικών, διότι ουδέποτε έγινε επίσημη καταγγελία εις βάρος μου από την ά των εναγομένων (σ.σ. την κυρία Δούκα), σε ουδεμία αρμόδια Αρχή, ουδεμία διαμαρτυρία, υπό οιανδήποτε μορφή, εκδηλώθηκε ποτέ από την ά των εναγομένων εναντίον μου και ουδεμία εξώδικη ή δικαστική όχληση είχα ποτέ εκ μέρους της για οποιοδήποτε ζήτημα και για οποιοδήποτε λόγο».
Παράλληλα, αρνείται κατηγορηματικά ότι κλώτσησε Ζέτα Δούκα στα παρασκήνια της παράστασης, αναφέροντας επί λέξει τα εξής: «Ουδείς λόγος υπήρχε για να βρίσω τόσο χυδαία και να χτυπήσω μια γυναίκα, μια συνάδελφο και μάλιστα με κλωτσιά στο στέρνο, ενώπιον μάλιστα τρίτον, μετά από την φράση ‘είσαι ο θιασάρχης, είσαι ο επικεφαλής της παράστασης’. Και τούτο αφενός γιατί πράγματι ήμουν και αφετέρου διότι τούτο δε συνιστά μειωτικό της τιμής μου χαρακτηρισμό, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μένος και τέτοιο εκρηκτικό θυμό!»
Επιπλέον, ο ηθοποιός αρνείται ότι της άσκησε οποιαδήποτε λεκτική ή ψυχολογική βία. «Ουδέποτε έχω δημιουργήσει κλίμα φόβου και απαξίωση σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, ουδέποτε έχω βρίσει την πρώτη των εναγομένων, ουδέποτε έχω σκίσει σωματική, λεκτική ή ψυχολογική βία κατά αυτής, ουδέποτε έχω επιδείξει εις βάρος της απάνθρωπη, αντισυναδελφική ή καταχρηστική συμπεριφορά επί σκηνής, ούτε της έχω προκαλέσει οιανδήποτε βλάβη η ζημιά, όπως ψευδώς ισχυρίζεται» αναφέρει και προσθέτει: «Η οποιαδήποτε, δε, στιγμιαία ένταση στη σχέση μας στο πλαίσιο της δουλειάς μας, ουδέποτε υπερέβη τα ανεκτά από τον μέσο άνθρωπο όριά του και ουδέποτε ανέπτυξα ο ίδιος καταχρηστικές, παρενοχλητικές και συμπεριφορές εκτός των ορίων του νομού».
Η αγωγή κατά του ΣΕΗ
Με τη δεύτερη αγωγή του, ο Γιώργος Κιμούλης στρέφεται κατά του ΣΕΗ, του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, Πασχάλη Τσαρούχα, καθώς και δύο ακόμη μελών του Συμβουλίου. Με την αγωγή αυτή, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 100.000 ευρώ από το ΣΕΗ και 50.000 ευρώ από το καθένα από τα τρία μέλη του. Επιπλέον, διεκδικεί αποζημίωση ύψους 231.227, 80 ευρώ. για την περιουσιακή ζημία, την οποία, όπως υποστηρίζει, υπέστη.
Όπως αναφέρει στην αγωγή του, ο ΣΕΗ, παρά το γεγονός ότι η κυρία Δούκα δεν έκανε ποτέ καταγγελία ενώπιόν του για τα όσα ανέφερε εις βάρος του, εντούτοις στις 29.1.2021 το Διοικητικό Συμβούλιό του αποφάσισε «εσπευσμένα (τρεις μόλις ημέρες μετά την εμφάνιση της Ζέτας Δούκα στη τηλεόραση) δίκην εισαγγελίας» να τον καταγγείλει αυτεπάγγελτα και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό όργανο του Σωματείου. Μάλιστα, όπως αναφέρει, η παραπομπή του έγινε μαζί με άλλον ηθοποιό, ο οποίος είχε καταγγελθεί για σεξουαλικές παρενοχλήσεις.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, τονίζει ο Γιώργος Κιμούλης, ήταν να πληγεί ο ίδιος επαγγελματικά, καθώς διεκόπη κάθε συνεργασία του και ο ίδιος να αντιμετωπίσει οικονομικό και βιοποριστικό πρόβλημα.
«Είναι απολύτως βέβαιο, ότι οι, ως άνω, άδικοι, συκοφαντικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί που μου αποδόθηκαν από τους ‘καταγγέλλοντες’ και οι οποίοι δεν έχουν εισέτι οδηγήσει σε απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του ΣΕΗ έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό του θεατρικού κοινού, που θα συνεχίζουν επί μακρόν να πλήττουν την εικόνα μου και το αίσθημα εμπιστοσύνης των θεατών, των συναδέλφων μου ηθοποιών και σκηνοθετών, των τεχνικών, των θεατρικών και κινηματογραφικών παραγωγών προς το πρόσωπό μου, που με τόσο κόπο κατάφερα να κερδίσω κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης και επιτυχημένης, έως τώρα, πορείας μου στο χώρο ιδίως του θεάτρου και στο απώτερο μέλλον», καταλήγει.
Σε ό,τι αφορά στον πρόεδρο του ΣΕΗ, Σπύρο Μπιμπίλα, ο Γ. Κιμούλης αναφέρει στην αγωγή του ότι: «Σε δεκάδες συνεντεύξεις για τον σχηματισμό εις βάρος μου εντυπώσεων, ξέθαψε δημοσίως την πληροφορία, ότι το 1998, δηλαδή πριν από 23 χρόνια, με είχαν διαγράψει από το Σωματείο. Παρέλειψε όμως να αναφέρει ότι ο λόγος της διαγραφής μου ήταν η παράταση της διάρκειας μιας πρόβας κατά ένα τέταρτο της ώρας (!), απόφαση η οποία ήταν άκυρη καθώς δεν λήφθηκε, με την νόμιμη, σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΕΗ απαρτία…».