Είναι μια συζήτηση που πυροδοτήθηκε από τις τοποθετήσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου την εβδομάδα που πέρασε αλλά επανέρχεται σταθερά μέσα στα χρόνια. Ο τέως υπουργός Οικονομικών άναψε φωτιές με συνέντευξή του («Kαθημερινή της Κυριακής») αλλά και όσα είπε συμπληρωματικά σε νέα του συνέντευξη στο Mega αλλά και στο FB. Εδώ δεν εμφιλοχωρούσε κάποια αμφισβήτηση για τον Αλέξη Τσίπρα. Ο Τσακαλώτος εξάλλου διευκρίνισε πως δεν έχει τέτοια πρόθεση εν όψει και του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ υπήρξε ένας «αστικός τόνος» με την περίφημη φράση: «Δεν σημαίνει ότι είμαι καλύτερος άνθρωπος, αλλά αν έχεις πάει σε ένα σχολείο που ιδρύθηκε το 1500, σε ένα κολέγιο, στην Οξφόρδη (Queen’s College), που ιδρύθηκε το 1341, δεν έχεις ανασφάλεια. Εχεις μια αστική αυτοπεποίθηση» είπε για τον εαυτό του ο πρώην υπουργός Οικονομικών. Αν και διευκρίνισε ότι δεν το λέει με υπεροψία, καθώς «η Αριστερά θα ήθελε όλοι οι άνθρωποι να έχουν αυτοπεποίθηση και τα εφόδια για να την αποκτήσουν».
Και εδώ άναψε το φιτίλι μιας ατέλειωτης κουβέντας, που επεκτάθηκε και στα κοινωνικά δίκτυα – στα οποία το ρεπερτόριο περιλάμβανε μέχρι και ποσταρίσματα φωτογραφιών πτυχίων δημόσιων ΑΕΙ της χώρας ή δημόσιων λυκείων ως απόδειξη λαϊκής αυτοπεποίθησης. Ενα μέρος του κοινού, και όχι μόνο του συριζαϊκού, θίχτηκε. Μίλησε για ελιτισμό. Ανάγκασε τον Τσακαλώτο να επανέλθει: «Αυτό που ενώνει τους αριστερούς και αριστερές (από όπου κι αν προέρχονται) είναι η στράτευσή τους στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, για μια κοινωνία χωρίς προνομιούχους και εκλεκτούς, δηλαδή χωρίς ανισότητες. Η συζήτηση αυτή απαιτεί ειλικρίνεια. Να βλέπουμε ότι τα προνόμια υπάρχουν, ότι πολλά από αυτά χαρακτηρίζουν εμάς τους ιδίους. Είναι το πρώτο βήμα για να τα υπερβούμε» ανέφερε μεταξύ άλλων, ενώ και στο Mega συμπλήρωσε για την αναγκαιότητα να υπάρξει πάλη για τη διεύρυνση αυτού του πλούτου και των προνομίων για τον λαό.
Τα γνωστά ερωτήματα
Ο ασκός του Αιόλου όμως είχε ανοίξει με τα γνωστά ερωτήματα. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση εργάστηκε στην κατεύθυνση μιας θεαματικής κοινωνικής και εκπαιδευτικής κινητικότητας ή μιας εξίσωσης των δικαιωμάτων προς τα κάτω; Οι φίλιες πηγές υπενθυμίζουν την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας για παράδειγμα στα ΑΕΙ, τις ημέρες της περιόδου 2015-2019. Οι πιο επικριτικοί, από την άλλη, πως απλώς φτιάχτηκε ένα δίχτυ επιδομάτων για τους πιο ευάλωτους αλλά όχι βοηθητικό της ανάπτυξης. Οι τοποθετήσεις Τσακαλώτου πυροδότησαν πολλές απαντήσεις, ανάμεσά τους περιγράφηκε ως «Λόρδος της Αριστεράς», επίσης θέτοντας το δεύτερο και γνωστό ερώτημα: Μπορούν οι αστοί ή οι πλούσιοι να είναι αριστεροί ή σοσιαλιστές ή το δεύτερο προϋποθέτει πως στον αγώνα στρατεύονται μόνο λαϊκά παιδιά; Κάποτε η συζήτηση περιλάμβανε τον Ενγκελς, γιο βιομηχάνου υφαντουργίας. Πολύ πιο μετά όσους αστούς τάχθηκαν με την υπόθεση της κοινωνικής μεταβολής, πάντως όχι όσους έγιναν αστοί από αυτήν.
Διαφορετικές εκκινήσεις
Τα χρόνια του 20ού αιώνα η κουβέντα επικαιροποιήθηκε για πρόσωπα που στρατεύθηκαν με το γαλλικό ή με το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Είναι γνωστή η κουβέντα στους κύκλους της ιταλικής Αριστεράς για το αστικό στυλ (και σίγουρα την αυτοπεποίθηση) του Λούτσιο Μάγκρι ή εδώ στα δικά μας για τον αστό Νίκο Κούνδουρο που βρέθηκε στη Μακρόνησο. Η ίδια κουβέντα πολύ μεταγενέστερα και προφανώς με διαφορετικές εκκινήσεις για τη Λιάνα Κανέλλη, τον Αλέκο Αλαβάνο, τον Γιώργο Σταθάκη μέχρι και το ρολόι του Κουτσούμπα (που τελικά δεν ήταν Ρόλεξ). Αποστάτες της τάξης τους, θα ρωτούσε κάποιος, ή η αντίφαση της αντίφασης; Πάντα η κουβέντα αυτή ανάβει τα αίματα στην Αριστερά, είναι σύνηθες παίγνιο για μέρος της Δεξιάς και πάντα ενέχει πολλές απαντήσεις. Οπως πολλοί αριστεροί έθεσαν το απλουστευτικό σχήμα δεξιοί ίσον νοικοκυραίοι, έτσι και μέρος της Δεξιάς βρίσκει αδιανόητη την αστική καταβολή σε κάποιον που ασπάζεται τις αριστερές ιδέες.
Μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση θέλει απλώς στο κέντρο της το πώς μάχεσαι και για ποιες ιδέες. Μάχεσαι, για παράδειγμα, για διεύρυνση του πλούτου ακόμα κι αν εσύ είχες οικογενειακά προνόμια; Ή μάχεσαι υπέρ των ελίτ, παρότι εσύ αυτοδημιούργητος και λαϊκός; Η κουβέντα πάλι γίνεται βαθύτερη για το τι διαχωρίζει την Αριστερά και τη Δεξιά. Μια ηθική διάκριση κατά Νορμπέρτο Μπόμπιο ή μια άλλη ανάγνωση της εξουσίας; Αν βεβαίως αποδεχθούμε από κοινού πως η διαίρεση ισχύει παρά τις μεταλλάξεις και τις αλλαγές. Μια άλλη όψη της ίδιας κουβέντας έχει να κάνει με το αν η Αριστερά τελικά είναι και πρέπει να είναι μια λαϊκή πολιτική δύναμη με μαζική απεύθυνση και αν η Δεξιά είναι η παράταξη των ελίτ. Εδώ υπάρχει βέβαια το εξής δεδομένο: πως και η Δεξιά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι κατά βάση λαϊκή παράταξη ή αποτέλεσμα μιας επίσης κοινωνικής κινητικότητας – από αυτήν που θέλει και ο Τσακαλώτος.
Η συχνή κριτική
Για χρόνια επίσης, μέχρι ο ΣΥΝ να γίνει ΣΥΡΙΖΑ ή και πιο πριν, όταν ένα μέρος του ήταν ΚΚΕ Εσωτερικού, η συχνή κριτική που γινόταν για τον εν λόγω χώρο ήταν πως διαπνεόταν από ελιτισμό – αν και το τελευταίο δεν συνδέεται πάντα με την αστική καταβολή αλλά συνήθως με τη μικροαστική. «Υπάρχουν αστοί με λαϊκές συνήθειες και φτωχοί που μισούν την τάξη τους» λέει παλαιός παράγοντας της Αριστεράς που απαντά στα ερωτήματα εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Σε μια κοινωνία που άνετα και διαρκώς ρευστοποιείται ταξικά και άρα πολιτισμικά, η πολεμική που άναψε ο αστός Ευκλείδης μοιάζει από άλλη εποχή, στην οποία οι ανισότητες ήταν πιο αμετακίνητες. Οι πολλές αποχρώσεις του υλικού πλούτου και η ταχύτατη μεταβολή των κοινωνικών προνομίων σήμερα περιπλέκουν τις απαντήσεις. Παρότι στο πολιτικό επίπεδο πάντα ένα είδος μανιχαϊσμού βλέπει «αριστερούς με δεξιές τσέπες» ή «δεξιούς που δεν βλέπουν πως είναι φτωχοί». Και επιστρέφει στον δημόσιο λόγο με αφίσες με τον Τσίπρα από το Πολυκλαδικό ως εκδίκηση των λαϊκών τάξεων και της σταθερής τους αυτοπεποίθησης που μπορεί να τους οδηγήσει στο Μέγαρο Μαξίμου.