Ποια είναι η πρώτη εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε το όνομα Ουίνστον Τσόρτσιλ; Ενας μεγαλόσωμος, καθωσπρέπει Βρετανός με καπέλο και πούρο, κάθεται στην πολυθρόνα μελετώντας τον λόγο που θα εκφωνήσει σε λίγο στη Βουλή. Σε καμία περίπτωση δεν είναι μια εικόνα παραδοσιακά λαϊκή – ακριβώς το αντίθετο.
Αντικατοπτρίζει την αστική καταγωγή του προσώπου. Σίγουρα, την αστική του αυτοπεποίθηση, που δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση. Κι όμως, αυτό το πολύ στερεοτυπικό πρόσωπο αριστοκράτη κέρδισε τον μέσο βρετανό πολίτη, τον κάτοικο του βομβαρδισμένου Λονδίνου και τον στρατιώτη που γλίτωσε από τη Δουνκέρκη: του υπενθύμισε πως μια ήττα δεν είναι το τέλος της μάχης, μίλησε στον πατριωτισμό του και έμεινε στην ιστορία. Θα τα είχε καταφέρει χωρίς την άγνοια κινδύνου που του έδωσε η αστική του αυτοπεποίθηση απέναντι στον Χίτλερ; Θα είχε γαργαλήσει το συναίσθημα των Βρετανών αν δεν ήξερε πώς να ταυτιστεί μαζί τους; Ο Τσόρτσιλ, την περίοδο που κυβέρνησε, έγινε η φωνή των πολιτών. Και το κατάφερε χωρίς να είναι μέλος της εργατικής τάξης. Είχε βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στον λαό και την ελίτ – ανάμεσα στον λαό και το βρετανικό «Κολωνάκι».
Χρυσή τομή
Μπορεί ένας αστός που έχει παραδεχτεί το προνόμιό του να ασκεί πολιτική υπέρ εκείνων που αδικήθηκαν λόγω του ίδιου προνομίου; Οχι μόνο μπορεί: η ιστορία λέει πως αυτό ακριβώς επιβάλλεται να κάνει. Ο Τσόρτσιλ δεν ήταν ο πρώτος και σίγουρα δεν ήταν ο τελευταίος. Πολλοί αστοί μετατράπηκαν (πραγματικά ή για λόγους επικοινωνίας) σε παιδιά του λαού, ενώ αντίστοιχα η ταπεινή καταγωγή έγινε αρκετές φορές εφαλτήριο για πολύχρονη παραμονή στην εξουσία – σε πλήρη εναρμόνιση με την εκάστοτε ελίτ. Τη χρυσή τομή έψαξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι περισσότερες πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να μπορέσουν να κερδίσουν μια θέση στα μεγάλα, σημαντικά τραπέζια, χωρίς όμως να χάσουν την επαφή τους με τους ψηφοφόρους τους – για να μπορούν πάντα να λένε πως «είναι ένας απ’ αυτούς».
Στη Δύση, η προσπάθεια ήταν διαχρονικά παραπάνω από εμφανής: στα πιο πρόσφατα παραδείγματα, ο Αφροαμερικανός Μπαράκ Ομπάμα, με πατέρα μετανάστη, πρώτα σπούδασε στο Χάρβαρντ, μετά έγινε γερουσιαστής και έπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ. Η Ανγκελα Μέρκελ, η ψυχρή και άτεγκτη καγκελάριος που δεν συγχωρούσε εύκολα τις οικονομικές ατασθαλίες, υπενθύμιζε πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την ανατολικογερμανική καταγωγή της, σε μια περίοδο που οι ανισότητες ανάμεσα στις περιοχές της πρώην Ανατολικής και πρώην Δυτικής Γερμανίας ήταν μεγάλες. Ο Μπόρις Τζόνσον, αστός μέχρι το μεδούλι, δεν εμφανίζεται ποτέ με τα μαλλιά του χτενισμένα. H Χίλαρι Κλίντον, που ανέδειξε τα powersuits για τις γυναίκες και (ανάμεσα σε όλες τις άλλες επιλογές της που την έκαναν ανεπιθύμητη στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών) ψήφισε υπέρ της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ. Ο ίδιος άνθρωπος, ωστόσο, σπούδασε σε δημόσιο σχολείο και, ως φοιτήτρια, οργάνωνε καταλήψεις υπέρ της ισότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων, με αποκορύφωμα τις δράσεις μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η Μεταπολίτευση
Και στην Ελλάδα, όμως, καθένας από τους πρωθυπουργούς που πέρασαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης έψαχνε την ιδανική συνταγή, ώστε να καταφέρει να ισορροπήσει ανάμεσα στη λαϊκότητα και την αστική παρουσία, με στόχο να γίνει αποδεκτός και από τους δύο κόσμους. Δεν ήταν μια εύκολη συνθήκη – και αυτό το διαπίστωσε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, που είδε συντρόφους του να του επιτίθενται γιατί αναγνώρισε τις ευκολίες που του προσφέρθηκαν μεγαλώνοντας. Μέχρι και την πτώση της δικτατορίας, ακόμα και στις απόπειρες δημοκρατίας εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, το κράτος δεν τους συμπεριλάμβανε όλους: η δεδομένη ανισότητα «πότισε» ως έναν βαθμό και τα πρώτα δημοκρατικά βήματα του 1974. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής της Πρώτης Σερρών και του Μακεδονικού Αγώνα την υπερέβη με την αναγνώριση του ΚΚΕ και κατάφερε να βρεθεί από το σαλόνι του Ντε Γκολ στην πρωθυπουργία της χώρας – αυτή τη φορά με καθολική αποδοχή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου του Χάρβαρντ και του Μπέρκλεϊ, λένε όσοι τον γνώρισαν, δεν έκανε ποτέ τον συνομιλητή του να νιώσει μειονεκτικά, όποιος κι αν ήταν. Ως αποτέλεσμα, κατάφερε να μείνει στην ιστορία με το μικρό του.
Ο αμετανόητος αστός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε αγάπη στη μαγειρική της γυναίκας του – και δεν το έκρυψε ποτέ ως αδυναμία. Ηταν περήφανος για την καταγωγή του και έμαθε τι είναι η κρητική κατσούνα ακόμα και σε όσους δεν την ήξεραν. Οταν τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης, είχε την πλήρη αποδοχή της ελληνικής ελίτ για τη σοβαρότητα και την ευρωπαϊκή του κατάρτιση – για να κερδίσει, όμως, το ακροατήριό του, το πασοκικό φρούριο που μόλις είχε αποχαιρετήσει το είδωλό του, χρειάστηκε να κρατήσει ένα μπλοκάκι και να υπενθυμίσει πως την εποχή της δικτατορίας δεν φορούσε γραβάτα, αλλά βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης στη χούντα. Ο κύκλος συνεχίστηκε, με τον «διάδοχο» Γιώργο Παπανδρέου να περιγράφει με λεπτομέρεια, όταν ανέλαβε τα ηνία του ΠΑΣΟΚ, πως όσο βρισκόταν στη Σουηδία χρειάστηκε να πλένει πιάτα για χαρτζιλίκι. Ο καθένας έπαιξε με τα όπλα του, κανείς τους όμως δεν επαναπαύθηκε στην καταγωγή του. Αντιθέτως έψαχναν έναν τρόπο για να απευθυνθούν σε εκείνους των οποίων την καλή γνώμη δεν είχαν δεδομένη. Το προφίλ του «απρόσιτου» είναι ιδανικό μόνο όταν έχει ρωγμές που κάνουν την ταύτιση ευκολότερη. Και αντίστοιχα, όσο κι αν απεχθάνεται κανείς το Κολωνάκι, δεν το θέλει απέναντί του.
Το ιδανικό μείγμα
Η χρυσή τομή έγκειται στην ισορροπία, στον μαγικό τρόπο πάνω στο οποίο κανείς μπορεί να περπατήσει το σκοινί ανάμεσα στον ένα κόσμο και στον άλλο, ώστε να πετύχει το ιδανικό μείγμα – που μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, αλλά αν πετύχει είναι απόλυτη συνταγή επιτυχίας. Οταν ένας πολιτικός καταφέρνει να είναι αποδεκτός ανεξαρτήτως ταξικών καταβολών, φύλου, ηλικίας ή στάτους, τότε δεν έχει μόνο ισχυρούς συμμάχους για το υπόλοιπο της θητείας του, αλλά έχει εξασφαλίσει πως θα μείνει στην ιστορία, από στόμα σε στόμα. Και στην πραγματικότητα, αυτό είναι που θέλει. Εκτός κι αν δεν είναι αρχηγός, αλλά ένας απλός πρώην υπουργός Οικονομικών που με τις δηλώσεις του αμφισβήτησε το αφήγημα του κόμματός του. Τότε, όντως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.