Ο λόγος που πάρα πολλοί παρατηρητές αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση της Ρωσίας να προχωρήσει σε πολεμικές επιχειρήσεις συνολικά κατά της Ουκρανίας, ήταν ακριβώς η επίγνωση των δυσκολιών μιας τέτοιας επιλογής σε σχέση με άλλες επιλογές, όπως θα ήταν η προσπάθεια κυρίως στρατιωτικής ενίσχυσης των άρτι αναγνωρισθεισών «Λαϊκών Δημοκρατιών» στο Ντονμπάς.
Και η μέχρι τώρα εξέλιξη των επιχειρήσεων καταδεικνύει αυτή τη δυσκολία, την ίδια ώρα που κλιμακώνεται η συνολική γεωπολιτική αντιπαράθεση, με την Ευρώπη να συμπαρασύρεται σε μια αντιπαράθεση που θυμίζει τις εποχές του προηγούμενου Ψυχρού Πολέμου.
Ο ρωσικός σχεδιασμός
Από όσα έχουν φανεί μέχρι τώρα ο ρωσικός σχεδιασμός για την Ουκρανία κινείται σε δύο παράλληλες κινήσεις.
Η μία κίνηση είναι αυτή που ακολουθεί την αναγνώριση των «Λαϊκών Δημοκρατιών» και την προσπάθεια να κατοχυρωθεί η κρατική τους υπόσταση απέναντι στην Ουκρανία, παράλληλη προσπάθεια να επεκταθεί η κυριαρχία τους πέραν της «γραμμής επαφής».
Αυτή η κίνηση προϋπέθετε τη ρωσική στρατιωτική υποστήριξη. Αυτή για να μπορεί να είναι επιτυχής χρειαζόταν τόσο το πέρασμα ρωσικών δυνάμεων από τη Ρωσία προς τις «Λαϊκής Δημοκρατίες» αλλά και κινήσεις των ρωσικών στρατευμάτων εντός του ουκρανικού έδαφος ώστε να κάνουν ένα είδος «κίνησης τανάλιας» γύρω από τις ουκρανικές δυνάμεις και να τις υποχρεώσουν να υποχωρήσουν και να μην απειλούν πλέον τις «Λαϊκές Δημοκρατίας».
Η άλλη κίνηση ήταν αυτή που αφορούσε αυτό που περιγράφηκε από τον ίδιο τον Πούτιν ως επιχείρηση αποναζιστικοποίησης της Ουκρανίας. Αυτό ουσιαστικά παρέπεμπε σε μια προσπάθεια για «αλλαγή καθεστώτος» στην Ουκρανία, δηλαδή την εγκαθίδρυση μιας νέας κυβέρνησης που να έκανε πράξη την «ουδετερότητα», δηλαδή τη μη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και θα δεχόταν την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στα ανατολικά.
Αυτή κίνηση περνούσε μέσα από μια συστηματική προσπάθεια να πληγούν οι αμυντικές υποδομές της Ουκρανίας, να καταληφθούν σημαντικές πόλεις, να ελεγχθούν οι υποδομές και να υποχρεωθεί η ουκρανική κυβέρνηση σε κατάρρευση.
Προφανώς και οι επιχειρήσεις σε σχέση με την εξασφάλιση των ανατολικών περιοχών συμβάλλουν, στα μάτια της Μόσχας, και στον στόχο της «αλλαγής καθεστώτος», όμως είναι σαφές ότι είναι δύο παράλληλες στρατηγικές.
Δείχνουν επίσης ότι η Ρωσία αποφάσισε να μην κάνει την “minor incursion” που είχε αρχικά διαφανεί και να πάει για την πλήρη επίθεση. Πιθανώς αυτό να στηρίχτηκε στην εκτίμηση του Κρεμλίνου ότι απλώς η κατοχύρωση της κυριαρχίας των περιοχών αυτών, δεν θα ανέκοπτε τη μεσοπρόθεσμη πορεία προς την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και άρα την «περικύκλωση» της Ρωσίας.
Το όριο αυτών των δύο κινήσεων ήταν αφού γίνει η «αλλαγή καθεστώτος» ένα μέρος των ρωσικών δυνάμεων να αναδιπλωθεί. Ήταν επίσης εμφανές ότι ο αρχικός σχεδιασμός ήθελε να αποφύγει τις επιχειρήσεις κατά αμάχων.
Οι δυσκολίες και τα προβλήματα
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η Ρωσία ως προς τον στόχο της «αλλαγής καθεστώτος» είχε μια λανθασμένη εκτίμηση για την ταχύτητα με την οποία θα κατέρρεε η ουκρανική κυβέρνηση και θα προσερχόταν στις διαπραγματεύσεις για να συμμορφωθεί με τις ρωσικές θέσεις.
Και αυτό γιατί ενώ οι επιχειρήσεις σε σχέση με τις «Λαϊκές Δημοκρατίες», παρά τις δυσκολίες που έχουν – η σύγκρουση εκεί είναι συνεχής από το 2014 – φαντάζουν «πεπερασμένες», την ίδια στιγμή η προσπάθεια συνολικής επίθεσης έχει άλλες τάξεις δυσκολίες.
Η Ρωσία έχει προφανώς υπεροπλία, όμως την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι το Κίεβο το 2022 δεν είναι το Γκρόζνι to 1999-2000 και η Μόσχα και επομένως δεν είναι εύκολο να υπάρξει μια επιχείρηση που ουσιαστικά να στοχοποιεί και τους αμάχους.
Την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι ακόμη και με αυτόν τον όγκο δυνάμεων που αυτή τη στιγμή έχουν κινητοποιήσει, οι Ρώσοι γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολο να καταλάβουν επί μακρόν μια χώρα.
Άλλωστε όπως δείχνει και η εμπειρία των ΗΠΑ π.χ. στο Ιράκ, ακόμη και με συντριπτική υπεροπλία η πλήρης καθυπόταξη μιας χώρας – εάν δεν προηγηθεί μια γρήγορη εσωτερική κατάρρευση και «αλλαγή καθεστώτος» – δεν είναι καθόλου εύκολη ή δεδομένη.
Η σημασία της στάσης της Δύσης
Η Δύση κλιμάκωσε πολύ γρήγορα την αντίδρασή της, προχωρώντας σε όλο το φάσμα των οικονομικών κυρώσεων που μπορούσε να επιβάλει.
Με την εξαίρεση της συνεχιζόμενης ροής φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, που είναι πιθανόν να διακυβευτεί το επόμενο διάστημα άμεσα ή έμμεσα, πρακτικά είναι αποφάσεις αποκοπής οικονομικής της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή οικονομία. Βεβαίως, όλα δείχνουν ότι η Ρωσία ήταν προετοιμασμένη ως ένα βαθμό για όλα αυτά, συμπεριλαμβανομένης και της αποπομπής από το SWIFT, και πήρε τις αποφάσεις της με επίγνωση.
Από την άλλη, όλα δείχνουν ότι αυτή τη στιγμή τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ προσπαθούν να ενισχύσουν τη δυνατότητα της ουκρανικής κυβέρνησης να επιδείξει αντίσταση στη ρωσική προέλαση, κυρίως μέσα από την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Είναι προφανές ότι οι Δυτικές χώρες επενδύουν στην ενίσχυση της ουκρανικής αντίστασης θεωρώντας ότι αυτό διαμορφώνει μια συνθήκη φθοράς της Ρωσίας και ακύρωσης του σχεδιασμού για γρήγορη «αλλαγή καθεστώτος».
Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια παρέμβαση δυτική με σκοπό να μην καταρρεύσει η κυβέρνηση Ζελένσκι.
Βεβαίως, αυτό ταυτόχρονα μπορεί να θεωρηθεί και προσπάθεια για παράταση των συγκρούσεων και των πολεμικών επιχειρήσεων, με όλο το δραματικό κόστος, ιδίως για τους αμάχους που έχει αυτό.
Η νέα διαίρεση του κόσμου
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι οι δυτικές κυβερνήσεις πλέον κινούνται με το δεδομένο μιας βαθιάς διαίρεσης στην Ευρώπη, μια εκδοχή νέου «Σιδηρού Παραπετάσματος» που θα χωρίζει τον «ελεύθερο κόσμο» – καθόλου τυχαία η επιστροφή αυτής της ψυχροπολεμικής ορολογίας στη ρητορική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων – από τη Ρωσία.
Αυτό, άλλωστε, δείχνουν και κινήσεις που σηματοδοτούν «αλλαγή παραδείγματος» από τη μεριά της ΕΕ όπως είναι οι αποφάσεις για αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης και της αντίστοιχης απόφασης της Γερμανίας.
Γιατί είναι σαφές ότι τόσο μεγάλες κυρώσεις και επιλογές ρήξης σε όλα τα επίπεδα, δεν πρόκειται να είναι «συγκυριακά» γνωρίσματα, αλλά θα σφραγίσουν τον ιστορικό χρόνο από εδώ και πέρα.
Αυτό βεβαίως δεν αφορά όλο τον κόσμο. Μια ματιά στις διεθνείς αντιδράσεις δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος του πλανήτη, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, επιλέγει μια στάση μάλλον ουδετερότητας, την ώρα που η Κίνα έχει κάνει σαφή την υποστήριξή της στις ρωσικές θέσεις. Αυτό αποτυπώνει και τα πραγματικά όρια τόσο της ίδιας της «Δύσης» όσο και της επιρροής της.
Την ίδια στιγμή ακόμη δεν έχει εμφανές το πραγματικό κόστος που θα έχει ιδίως στην Ευρώπη αυτή η διαδικασία αποσύνδεσης από τη Ρωσία, εάν αναλογιστούμε το εύρος των συναλλαγών με τη Ρωσία ακόμη και μετά τις κυρώσεις του 2014.
Μια διαπραγμάτευση σε δύο επίπεδα
Η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία δεν γίνεται προφανώς μόνο στο επίπεδο της συνάντησης των δύο αντιπροσωπειών. Άλλωστε, ήταν αναμενόμενο ότι δεν επρόκειτο η πρώτη συνάντηση να έχει αποτέλεσμα, ιδίως από τη στιγμή που αυτή τη στιγμή η δυτική στάση είναι κατά βάση η υποστήριξη της Ουκρανίας παρά η προσπάθεια για άμεση ειρήνευση.
Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η Ρωσία προσπαθεί να υλοποιήσει αρκετά μεγάλο μέρος από το στρατιωτικό σχεδιασμό της. Έχει χτυπήσει μεγάλο μέρος των αμυντικών υποδομών της Ουκρανίας, έχει διαμορφώσει μια συνθήκη πολιορκίας μεγάλων Ουκρανικών πόλεων και έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει πολύ περισσότερα πλήγματα. Αυτό σημαίνει μια πραγματική πίεση προς την ουκρανική κυβέρνηση και θα έλεγε κανείς ότι ο ρωσικός σχεδιασμός προσπαθεί να δείξει ότι η δυτική υποστήριξη δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη ρωσική πίεση. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θα εντείνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις παράλληλα με τη διαπραγμάτευση.
Βεβαίως, δεν είναι και εύκολη αυτή η διαπραγμάτευση. Μια μεγάλη υποχώρηση της ουκρανικής πλευράς θα φαινόταν ως συνθηκολόγηση, την ώρα που η Ρωσία επίσης είναι προφανές ότι θέλει να πετύχει το μέγιστο των στόχων της και να μην χρεωθεί μια αποτυχία των επιχειρήσεων. Το ποιο θα ήταν το «σημείο ισορροπίας» είναι δύσκολο να περιγραφεί μετά τα νέα δεδομένα που δημιούργησαν οι ρωσικές επιχειρήσεις. Ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι μέσα στην Ουκρανία υπάρχει μια δυναμική για μια άλλη κατάσταση.
Πάντως η Ρωσία φαίνεται να προσπαθεί να δείξει ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην ουδετερότητα (άρα και μια ουκρανική κυβέρνηση που θα την έκανε πράξη) και την αποδοχή των τετελεσμένων στο Ντονμπάς είναι ο δρόμος για άμεσο τερματισμό των επιχειρήσεων και για αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, την ώρα που η Ουκρανία δείχνει να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το φιλικό κλίμα στη Δύση και τα εμπόδια που συναντά η Ρωσία για να εξασφαλίσει την εκεχειρία και την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων.
Η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι αυτή η στιγμή η Δύση δεν δείχνει διατεθειμένη να ρίξει το βάρος στην κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων και της ειρήνευσης, τουλάχιστον στον βραχύ χρόνο. Η ρητορική τουλάχιστον των δυτικών κυβερνήσεων παραπέμπει σε μια επένδυση περισσότερο στην πετυχημένη αντίσταση των Ουκρανών, ώστε να ηττηθεί το σχέδιο του Πούτιν και να επιτευχθεί η νέα διαχωριστική γραμμή με τη Ρωσία.
Μόνο που όλα αυτά απλώς παρατείνουν το δράμα των ίδιων των κατοίκων της Ουκρανίας, που αντιμετωπίζουν μια πολεμική επιχείρηση που είναι ταυτόχρονα η πρώτη πράξη ενός νέου ευρωπαϊκού δράματος, με πρώτο απτό αποτύπωμα μια νέα στρατικοποιημένη διαίρεση στην καρδιά της Ευρώπης και απρόβλεπτη κατάληξη.