Σε μια ανακοίνωση που αποτυπώνει την κλιμάκωση των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ότι στα λιμάνια της χώρας δεν θα μπορούν πλέον να προσεγγίζουν τα πλοία που φέρουν τη ρωσική σημαία ή είναι εγγεγραμμένα στον ρωσικό νηογνώμονα, που ανήκουν σε ρωσικές πλοιοκτήτριες εταιρείες, σε εταιρείες ρωσικών συμφερόντων, σε πρόσωπα που εντάσσονται στους καταλόγους κυρώσεων, ή είναι ναυλωμένα από ρωσικές εταιρείες. Κοντολογίς τα βρετανικά λιμάνια είναι κλειστά για το ρωσικό δια θαλάσσης εμπόδιο.
Δεν είναι η μόνη τέτοια απόφαση. Είχε προηγηθεί η αμερικανική απόφαση, η οποία στο πλαίσιο των κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε βάρος ρωσικών εταιρειών και ρώσων πολιτών, στόχευσε και τη ναυτιλιακή εταιρεία Sovcomflot (γνωστή και ως SCF Group) στην οποία επιβλήθηκε κυρώσεις που απαγορεύσουν σε αμερικανικές εταιρείες να έχουν συναλλαγές με αυτήν. Ειδικότερα απαγορεύεται χρέος με διάρκεια άνω των 14 ημερών και απαγορεύεται η αγορά μετοχών της εταιρείας. Μόνο που αυτή είναι μια εταιρεία με 108 τάνκερ και 14 πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου και η οποία έχει υπο κατασκευή 32 πλοία τα περισσότερα για μεταφορά LNG συμπεριλαμβανομένων 15 παγοθραυστικών. Η καθυστέρηση στο ναυπηγικό πρόγραμμα της εταιρείας, εξαιτίας της αποκοπής από πηγές χρηματοδότησης, θα έχει επιπτώσεις και στα ναυπηγεία που είχαν πάρει τις παραγγελίες, τόσο στη Ρωσία όσο και στη Νότια Κορέα.
Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια είναι εάν οι κυρώσεις θα επεκταθούν συνολικά στη δυνατότητα των πλοίων της Sovcomflot να «πιάνουν» σε δυτικά λιμάνια, ιδίως από τη στιγμή που η εταιρεία παρότι τυπικά μια εισηγμένη ιδιωτική εταιρεία είναι στην πραγματικότητα ο ημιεθνικοποιημένος ναυτιλιακός βραχίονας της Gasprom και της Rosneft.
Όμως μιλάμε για το μεγαλύτερο στόλο τάνκερ του κόσμου, με ρώσους ναυτικούς, που θεωρούνται από τους καλύτερους στον κόσμο, την ώρα που η Ρωσία ακόμη κάνει εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών ύψους 700 εκατομμυρίων δολαρίων κάθε μέρα.
Οι ΗΠΑ είχαν ήδη επιβάλλει κυρώσεις και σε πέντε πλοία που ανήκαν στην εταιρεία PSB Leasing που αποτελεί θυγατρική του ομίλου της τράπεζας Promsvyazbank. Μάλιστα, ήδη ένα πλοίο της εταιρείας το Baltic Leader κατασχέθηκε από τις γαλλικές αρχές στις 27 Φεβρουαρίου.
Την ίδια στιγμή η εταιρεία Maersk, από τις μεγαλύτερες στη θαλάσσια διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, ανακοίνωσε ότι αναστέλλει όλες τις μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων προς την Ρωσία. Το ίδιο ανακοίνωσε και η εταιρεία MSC.
Είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να αποκοπεί η Ρωσία από ένα ευρύτερο φάσμα οικονομικών συναλλαγών με τη Δύση.
Ήδη αυτές οι κυρώσεις έχουν επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία καθώς δημιουργούν προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στην προμήθεια συγκεκριμένων προϊόντων, εξοπλισμού και ανταλλακτικών, την ώρα που οδηγούνται σε προσωρινή αναστολή λειτουργίας οι θυγατρικές δυτικών εταιρειών ή ακόμη και σε αποφάσεις για έξοδο από τη Ρωσία. Η νορβηγική εταιρεία Equinor που δραστηριοποιείται στα ενεργειακά ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τις ρωσικές επενδύσεις της, η Daimler Truck Holding δήλωσε ότι θα σταματήσει να στέλνει εξαρτήματα στο joint venture που έχει στη Ρωσία, η Volvo ανακοίνωσε ότι σταματάει να έχει δραστηριότητα στη Ρωσία, ενώ και η Volkswagen δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε προσωρινή παύση της πώλησης αυτοκινήτων Audi εξαιτίας της υποχώρησης του ρουβλιού.
Σημαντική και η απόφαση των μεγάλων εταιρειών της ενέργειας να αποχωρήσουν από τα κοινά πρότζεκτ που έχουν στη Ρωσία. Η BP ανακοίνωσε ότι θα αποχωρήσει από το ποσοστό 20% που κατέχει στη Rosneft, ύστερα και από την πίεση που δέχτηκε από την βρετανική κυβέρνηση, ενώ ακολούθησε ανάλογη ανακοίνωση αποχώρησης και της Shell, που εκτός των άλλων σημαίνει και την έξοδό της από το consortium που χρηματοδοτούσε τον αγωγό Nord Stream 2.
Η σημασία της προσπάθειας αποκοπής του ρωσικού χρηματοοικονομικού τομέα από τη Δύση
Την ίδια στιγμή, ο κύριος όγκος των κυρώσεων αφορά την προσπάθεια να αποκοπεί ο ρωσικός χρηματοικονομικός τομέας από τουλάχιστον το «δυτικό» τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτός είναι αυτή τη στιγμή ο πυρήνας των κυρώσεων. Αυτό έχει πάρει τρεις βασικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη είναι ήδη από την Παρασκευή και αφορά τον αποκλεισμό δύο εκ των μεγαλύτερων ρωσικών τραπεζών, της Sberban και της VTB, που καλύπτουν σχεδόν το μισό του ενεργητικού του ρωσικού τραπεζικού συστήματος, από τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο αμερικανικό δολάριο. Οι κυρώσεις αυτές συνοδεύτηκαν και από τις ανακοινώσεις δυτικών τραπεζών και εταιρειών ότι αναστέλλουν τη λειτουργία τους στη Ρωσία.
Η δεύτερη είναι ο αποκλεισμός στοχευμένων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT, δηλαδή ο αποκλεισμός τους από το να κάνουν συναλλαγές με το εξωτερικό, πράγμα το οποίο δεν έχει να κάνει απλώς με την απλή μεταφορά κεφαλαίων αλλά και με την εκκαθάριση των εμπορικών συναλλαγών. Αυτή η κίνηση ταυτόχρονα δυσκολεύει και τη δυνατότητα των ρωσικών εταιρειών να έχουν συναλλαγές και μεταφορές ακόμη και με τις εταιρείες συμφερόντων τους εκτός Ρωσίας, π.χ. στην Κύπρο ή σε άλλους φορολογικούς παραδείσους.
Η τρίτη είναι ένα φάσμα κυρώσεων που αφορούν την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να μπορεί να χρησιμοποιεί τα μεγάλα συναλλαγματικά της αποθέματα για να σταθεροποιεί την ισοτιμία του ρουβλιού, συμπεριλαμβανομένων και κυρώσεων σε ένα κρίσιμο ρωσικό κρατικό fund, το Ρωσικό Ταμείο Άμεσων Επενδύσεων. Επίπτωση αυτών των κυρώσεων να μην μπορεί η ρωσική κεντρική τράπεζα να μεταφέρει τα στοιχεία ενεργητικού που διαθέτει εκτός Ρωσίας. Σημειώνουμε ότι η ρωσική κεντρική τράπεζα είχε συγκεντρώσει τα περασμένα χρόνια ένα εντυπωσιακό συναλλαγματικό «οπλοστάσιο» που έφτανε τα 630 δισεκατομμύρια δολάρια, και οι αμερικανικές κυρώσεις αποσκοπούν ακριβώς στο να μην μπορέσει το χρησιμοποιήσει.
Τα όρια των κυρώσεων
Οι κυρώσεις αυτές μπορεί να αποτελούν έκτακτα μέτρα, όμως εντάσσονται και σε μια συνολικότερη δυναμική που αφορά την «αποσύνδεση» ανάμεσα στη ρωσική οικονομία και την οικονομία της δύσης και προοπτικά τη διαμόρφωση δύο παράλληλων οικονομικών δικτύων, συμπεριλαμβανομένης και της «αποδολαριοποίησης» μεγάλου μέρους της παγκόσμιας οικονομίας.
Όμως, την ίδια στιγμή αυτή η τάση ούτε εύκολο είναι να πάρει απτή μορφή ούτε χωρίς κόστος.
Σε αυτή τη φάση η Ρωσία προσπαθεί να βρει παράλληλες λύσεις που να επιτρέπουν να συνεχίζει τις συναλλαγές. Καταρχάς θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις σχέσεις που έχει μ την Κίνα. Πέραν του ότι μπορεί να έχει με την Κίνα συναλλαγές που παρακάμπτουν ουσιαστικά το SWIFT, η ρωσική κεντρική τράπεζα έχει ένα μέρος των συναλλαγματικών της διαθεσίμων και στην Κίνα. Μάλιστα, το CIPS (Cross-Border International Payments System) που είναι η κινεζική εναλλακτική απέναντι στο SWIFT ήδη επεξεργάζεται διεθνείς συναλλαγές ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που είναι μικρότερες από τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια που διαχειρίζεται το SWIFT, όμως δεν παύουν να είναι σημαντικές.
Πέραν της Κίνας, υπάρχει επίσης ένα φάσμα χωρών που δεν έχουν μέχρι τώρα εμπλακεί στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Αυτό αφορά χώρες όπως το Βιετνάμ, η Βραζιλία, άλλες χώρες της κεντρικής Ασίας. Ούτως ή άλλως, η Κίνα, που είναι από τις βασικές χώρες από τις οποίες εισάγει τεχνολογικά προϊόντα η Ρωσία, θα εξελιχτεί σε ακόμη πιο σημαντικό εμπορικό εταίρο της Ρωσίας.
Επιπλέον, μέχρι στιγμής δεν έχει τεθεί πλήρως σε καθεστώς κυρώσεων ο ενεργειακός τομέας της Ρωσίας και συνολικά ο εξορυκτικός τομέας, κάτι που σημαίνει ότι η Ρωσία έχει τη δυνατότητα ακόμη να έχει μια εξαγωγική δραστηριότητα, ιδίως σε μια περίοδο μεγάλης ζήτησης για ανάλογα προϊόντα.
Το ερώτημα ακόμη σκληρότερων κυρώσεων
Παρότι ήδη οι κυρώσεις αυτές αποτελούν ένα σημαντικό πλήγμα για τη Ρωσία, εντούτοις το ερώτημα είναι εάν θα υπάρξουν και ακόμη σκληρότερες κυρώσεις.
Αυτό σε μεγάλο βαθμό θα έχει να κάνει με το εάν θα βρεθούν στο στόχαστρο και εταιρείες που θα συνεχίσουν να έχουν συναλλαγές με τη Ρωσία, έστω και με διάφορους «ενδιάμεσους σταθμούς», και σε πεδία εκτός της εφαρμογής των κυρώσεων, κοντολογίς το είδος των κυρώσεων που κατά καιρούς εφάρμοσαν και σε σχέση με το Ιράν.
Αυτό δεν φαντάζει τόσο εύκολο, στο βαθμό που ένα σημαντικό μέρος της παγκόσμιας οικονομίας είναι εκτός του πεδίου των κυρώσεων, όμως την ίδια στιγμή υπάρχει και το ζήτημα των εκτεταμένων αλληλεξαρτήσεων. Προφανώς, επίσης, ζητήματα επέκτασης των κυρώσεων θα έπρεπε να απαντήσουν και εάν εμμέσως θα έπλητταν και άλλες χώρες.
Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Ρωσίας υπάρχει το ερώτημα ποια θα είναι η επίπτωση των κυρώσεων, σε μια κοινωνία που προφανώς δεν ήταν και εντελώς προετοιμασμένη για τη μετάβαση σε μια οικονομία με εμφανείς περιορισμούς, παρότι η ίδια η Ρωσία διαθέτει σημαντικό οικονομικό, τεχνολογικό και επιστημονικό βάθος. Αυτό θα παίξει ρόλο και στο βαθμό νομιμοποίησης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα μάτια της ρωσικής κοινωνίας.
Η αποσύνδεση ως ιστορική δυναμική
Μεσοπρόθεσμα το ερώτημα είναι εάν οι εξελίξεις σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία θα επιταχύνουν μια ιστορική δυναμική για μια διαίρεση που δεν θα είναι μόνο γεωπολιτική αλλά και οικονομική.
Το ερώτημα της αποσύνδεσης ανάμεσα στη «δυτική» οικονομία και έναν δυνητικό «ευρασιατικό» πόλο, που θα περιλάμβανε τη Ρωσία, την Κίνα αλλά και άλλες χώρες, έχει συζητηθεί αρκετό καιρό τώρα, ήδη από την εποχή του εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ στη Ρωσία.
Βεβαίως, πάντα υπάρχει και η αντίρροπη δυναμική, αυτή μιας συνεχιζόμενης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις διαφορετικές οικονομίες, όπως φαίνεται και από τις ιδιαίτερα υψηλές και συνεχιζόμενες συναλλαγές ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ.
Άλλωστε, ακόμη και στην περίπτωση της Ρωσίας τώρα, εν μέσω αυστηρότατων κυρώσεων, αποδεικνύεται ότι η πλήρης αποκοπή μιας τόσο μεγάλης οικονομίας από την παγκόσμια οικονομία δεν είναι κάτι τόσο εύκολο.
Αυτό, όμως, που φαντάζει να είναι μια περισσότερο πραγματική δυναμική είναι η διαμόρφωση δύο οικονομικών πόλων, σε επαφή σε πολλά σημεία, αλλά όχι με όρους ενός ενιαίου χώρου. Αυτό θα σημαίνει, εκτός όλων των άλλων, και ένα βαθμό «αποδολαριοποίησης» ενός σημαντικού μέρους της διεθνούς οικονομίας, που με τη σειρά της θα σημαίνει και έναν περιορισμό των ωφελημάτων που παραδοσιακά απολάμβαναν οι ΗΠΑ έχοντας το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης μιας σχεδόν απεριόριστης δυνατότητας να αναχρηματοδοτούν τα μεγάλα ελλείμματά τους.