«Όλη η “δημοκρατική ευαισθησία” της Δύσεως φανερώθηκε ξαφνικά με την πολεμική εμπλοκή της Ουκρανίας, η οποία ήταν πάντοτε Ρωσσία [sic] και έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία με τους μπολσεβίκους και τον Λένιν.
Μας λένε επίσης ότι οι Ρώσσοι αξιωματούχοι κάνουν την στρατιωτική επιχείρηση ενάντια στο “ναζιστικό” καθεστώς του Κιέβου. “Ναζιστικό” καθεστώς με πρόεδρο Εβραίο, τον Ζελένσκι και την μισή κυβέρνηση;… [ξανά sic]».
Με αυτές τις λέξεις εξέφρασε την άποψή του για την κρίση στην Ουκρανία ο φυλακισμένος αρχηγός της νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», Νίκος Μιχαλολιάκος, στο blog που συνεχίζει να διατηρεί από τις φυλακές του Δομοκού, πριν εκφράσει την αντίθεσή του για τις «φιλοδυτικές και αντιρωσικές» κινήσεις τόσο της σημερινής όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης.
Αντιστοίχως, ο ιδεολογικός σύντροφος και «γαμπρός» του, Αρτέμης Ματθαιόπουλος, στηλιτεύει τις συγκρίσεις μερίδας των ελληνικών ΜΜΕ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, για να υποστηρίξει ότι μέσα από αυτές καθίστανται νομικά βάσιμες και δικαιολογημένες οι κατακτήσεις ελληνικών εδαφών από τους Τούρκους και να καταλήξει στο ότι όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν τους Έλληνες «να μην πιστεύουν ούτε τις προβλέψεις τους, ούτε τις παραινέσεις τους για το ποιος είναι ο ισχυρός και με ποιανού το μέρος θα έπρεπε να είναι η Ελλάδα».
Υπέρ της Ρωσίας, κατά των μπολσεβίκων
Κανείς από τους δυο φυλακισμένους νεοναζί δεν παίρνει θέση ρητά υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Όμως, ακόμη κι αν δεν ερμηνεύσουμε ως… ψόγο την άποψη του Μιχαλολιάκου ότι ο Ζελένσκι, ως Εβραίος, δεν μπορεί να είναι ναζιστής, είναι αδύνατον να αγνοήσει κανείς την σαφώς εκπεφρασμένη συμφωνία του με τον Πούτιν, ότι η Ουκρανία δεν είναι παρά ένα ιστορικό λάθος των μπολσεβίκων.
Και, φυσικά, το κείμενο του Ματθαιόπουλου κλείνει με μια διακριτική, αλλά ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι ο ισχυρός, με του οποίου το μέρος «θα έπρεπε να είναι η Ελλάδα», δεν είναι το ΝΑΤΟ, αλλά η Ρωσία. Εξάλλου, σε ανακοίνωσή της το 2014, η Χρυσή Αυγή εγκαλούσε τις ΗΠΑ και την ΕΕ για την άμεση συνεργασία τους «με το ναζιστικό κόμμα της Ουκρανίας» – γεγονός, αν μη τι άλλο, αξιοσημείωτο.
Τι σημαίνουν, λοιπόν, όλα αυτά;
Με τη συζήτηση τις τελευταίες ημέρες να στρέφεται όλο και συχνότερα στο –υπαρκτό – πρόβλημα των νεοναζιστικών ένοπλων ομάδων που δρούσαν και δρουν στην Ουκρανία, από το 2014 και μετά ως μέρος και της επίσημης Εθνικής Φρουράς της χώρας, αρκετές φωνές τείνουν να συμφωνούν με την άποψη του Πούτιν περί εισβολής με στόχο την «αποναζιστοποίηση». Αν, όμως, τα πράγματα έχουν έτσι, τότε γιατί η ελληνική (και όχι μόνο) ακροδεξιά δείχνει κάτι παραπάνω από πρόθυμη να δικαιολογήσει τις κινήσεις του ρώσου προέδρου ενάντια στους υποτιθέμενους συντρόφους τους;
Ζητήματα αριθμών και νομιμοποίησης
Η στροφή μικρού μέρους των Ουκρανών προς την ακροδεξιά και η υιοθέτηση από τη mainstream πολιτική ζωή της χώρας συμβόλων της, όπως ο Στεπάν Μπαντέρα, ο φανατικός εθνικιστής που είχε συνεργαστεί με τους Ναζί, αλλά και το σύνθημα «Δόξα στην Ουκρανία, δόξα στους ήρωες», που ανήκε στην πολιτική του οργάνωση, είναι αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Η πραγματική διείσδυση αυτού του είδους των ιδεολογιών μίσους στην ουκρανική κοινωνία των 44 εκατ. ανθρώπων, ωστόσο, παραμένει άγνωστη. Γεγονός είναι, πάντως, ότι στις τελευταίες εκλογές, ο συνασπισμός των ακροδεξιών κομμάτων της χώρας έλαβε μόλις το 2,15% των ψήφων και δεν κατόρθωσε να εκλεγεί.
Το πρόβλημα των νεοναζί στην Ουκρανία, ωστόσο, δεν είναι πρόβλημα αριθμών, αλλά νομιμοποίησης, κυριολεκτικής και μεταφορικής. Ομάδες όπως το διαβόητο Τάγμα Αζόφ, στήριξαν την ύπαρξή τους σε επίπεδο ρητορικής στις συγκρούσεις που μαίνονταν στο Ντονμπάς επί οκτώ χρόνια πριν την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Εμφανιζόμενοι ως ήρωες πολέμου που δίνουν μάχη απέναντι σε έναν δυσανάλογα ισχυρό επίδοξο κατακτητή, οι αντάρτες του Τάγματος Αζόφ προστατεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις απέναντι στα εγκλήματα που είναι ξεκάθαρο ότι έχουν πράγματι διαπράξει, εις βάρος όχι μόνο των ρωσόφιλων (γιατί ρωσόφωνοι είναι στην πλειοψηφία τους και οι ίδιοι), αλλά και μειονοτήτων και ακτιβιστών.
Με απλά λόγια, όταν η γενική αίσθηση του ουκρανικού λαού, ορθή ή λανθασμένη, ήταν ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν από τη Ρωσία, η αξιολόγηση των πρακτικών εκείνων που παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του, παίρνοντας τα όπλα και μεταβαίνοντας στην περιοχή των συγκρούσεων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα – ενώ από πλευράς κράτους, από τη στιγμή που εξοπλίζεις και εκπαιδεύεις (πιθανώς με τη βοήθεια και της Δύσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα) παραστρατιωτικές οργανώσεις πολιτών, στη συνέχεια είναι μάλλον δύσκολο να ανακτήσεις αναίμακτα το μονοπώλιο της βίας. Το τελευταίο, παρεμπιπτόντως, ενδέχεται να αναδειχθεί σε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην περίπτωση που οι ουκρανικές δυνάμεις καταφέρουν να επικρατήσουν επί της Ρωσίας στο τέλος των εχθροπραξιών, αλλά και στην περίπτωση που μετά το τέλος του πολέμου προκύψει μια νέα Ουκρανία, με μικρότερα σύνορα.
Ακροδεξιοί και στις δυο πλευρές των χαρακωμάτων
Έρευνα του Marker, ενός παρατηρητηρίου της ακροδεξιάς στην Ουκρανία, επισημαίνει ότι μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν, το 2014, οι ακροδεξιοί της χώρας προσχώρησαν και στα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ρωσόφωνοι εθνικιστές επέλεξαν την πλευρά των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονμπάς, ενώ νεοναζί εξτρεμιστές προτίμησαν το Τάγμα Αζόφ και τις λοιπές ουκρανικές παραστρατιωτικές οργανώσεις – ενώ δεν λείπουν και οι Ρώσοι που διάλεξαν την ουκρανική πλευρά, εξαιτίας της μεγαλύτερης ιδεολογικής τους συγγένειας με αυτή.
Οι μπερδεμένες σχέσεις της «Μαύρης Διεθνούς»
Μιλώντας για τη Ρωσία, αξίζει να επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα: για ποιο λόγο η ελληνική νεοναζιστική ακροδεξιά να υποστηρίζει τον Πούτιν, αν φυσικός της ιδεολογικός σύμμαχος είναι η Ουκρανία; Η απάντηση είναι περίπλοκη και σχετίζεται με τις περίπλοκες διεθνείς συμμαχίες της υπερεθνικιστικής δεξιάς, υπόγεια κανάλια χρηματοδότησης, αλλά και με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας.
Η λεγόμενη «Μαύρη Διεθνής», δηλαδή τα δίκτυα ακροδεξιών οργανώσεων της Ευρώπης και όχι μόνο, έχει χρειαστεί πολλές φορές να ξεπεράσει τις αντιφάσεις της ή να δημιουργήσει ανίερες συμμαχίες. Για παράδειγμα, το σκανδιναβικό νεοναζιστικό NMR διατηρούσε δεσμούς τόσο με το Τάγμα Αζόφ, όσο και με τη Χρυσή Αυγή, ενώ τα δυο μέλη του που συνελήφθησαν για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Γκέτενμποργκ το 2016 και το 2017 είχαν εκπαιδευτεί από ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις ρωσόφιλων στην Ανατολική Ουκρανία – δηλαδή, από τους ίδιους ανθρώπους που πυροβολούσαν τους συμμάχους της οργάνωσής τους στο Ντονμπάς.
Ταυτόχρονα, πληροφορίες που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, δείχνουν ότι το Κρεμλίνο έχει υποστηρίξει περισσότερο ή λιγότερο υπογείως πολλαπλές ακροδεξιές οργανώσεις σε όλη την Ευρώπη. Μια από τις πιο διάσημες περιπτώσεις είναι εκείνη του «Εθνικού Μετώπου» της Μαρίν Λεπέν, που είχε κατηγορηθεί ότι χρηματοδοτείται από τη Ρωσία, μετά την έγκριση δανείου ύψους 9 εκατ. ευρώ από ρωσική τράπεζα, ο διοικητής της οποίας φερόταν να έχει φιλική σχέση με τον ίδιο τον Πούτιν – με δημοσιεύματα να κάνουν λόγο για συνολική χρηματοδότηση ύψους 40 εκατ. ευρώ. Το δάνειο αυτό είχε εγκριθεί σε μια περίοδο που το ακροδεξιό γαλλικό κόμμα αδυνατούσε να βρει εγχώρια χρηματοδότηση.
Κρεμλίνο και Χρυσή Αυγή
Μιλώντας το 2016 στο Eurozine και τον Κώστα Ζαφειρόπουλο, ο Αντρέ Ταρασένκο, τότε αρχηγός του Δεξιού Τομέα, του ουκρανικού ακροδεξιού κόμματος, ερωτήθηκε μεταξύ άλλων και για τις σχέσεις του κόμματος με τη Χρυσή Αυγή. «Είχαμε κάποια επαφή στο παρελθόν», είπε, «όμως τη διακόψαμε, επειδή είναι με το μέρος του Πούτιν, που χρηματοδοτεί τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, όπως εκείνο της Λεπέν».
Εκτιμήσεις του ουγγρικού ινστιτούτου πολιτικών ερευνών είχαν διαπιστώσει το 2014 ότι 15 από τα συνολικά 24 υπερσυντηρητικά κόμματα της Ευρώπης υποστήριζαν εκείνη την εποχή ανοιχτά τη ρωσική πολιτική – ανάμεσά τους και το Γιόμπικ της Ουγγαρίας, αλλά και η «δική μας» Χρυσή Αυγή.
Το ελληνικό νεοναζιστικό μόρφωμα, εξάλλου, είχε πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα, όπου ήρθε σε επαφή με τον Αλεξάντερ Ντούγκιν, σημαντικό σύμβουλο του Πούτιν, που προτάσσει την ιδεολογία του «εθνομπολσεβικισμού» και έχει τονίσει επανειλημμένως τη θέση του ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ξεπεράσει και τις «αντιφασιστικές» και τις «αντικομμουνιστικές» της αγκυλώσεις. Ο Ντούγκιν, μάλιστα είχε αποστείλει επιστολή συμπαράστασης στον Μιχαλολιάκο, την περίοδο που εκείνος βρισκόταν στη φυλακή. Οι σχέσεις μεταξύ Χρυσής Αυγής και Κρεμλίνου παρουσιάζονται αναλυτικά σε ρεπορτάζ του Βήματος και του Άρη Ραβανού από τον Απρίλιο του 2014.
Αντιφάσεις και στρατηγικοί στόχοι
Όμως, όπως η Ουκρανία του Ζελένσκι δεν είναι ναζιστική επειδή έχει επισημοποιήσει ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις, έτσι και η υποστήριξη της διεθνούς ακροδεξιάς από τη Ρωσία του Πούτιν δεν μεταφράζεται απαραιτήτως και σε ιδεολογική ταύτιση. Πρόκειται μάλλον για έναν στρατηγικό υπολογισμό, που αξιοποιεί με μεγάλη ευκολία τόσο την εικόνα που έχει η Δύση για τη Ρωσία, όσο και εκείνη που έχει η ίδια για τον εαυτό της, για να επιτύχει την καλύτερη δυνατή διάδοση της εκάστοτε «γραμμής» της.
Για τον ρωσικό εθνικισμό, που εκφράζεται και μέσω του Ντούγκιν, η αυτοκρατορική και η σοβιετική κληρονομιά της Ρωσίας παντρεύονται αρμονικά, δημιουργώντας μια ενιαία αφήγηση που καταφέρνει να θεοποιήσει εξίσου τους ρώσους ευγενείς κι εκείνους που τους εκτέλεσαν, τη δικτατορία του προλεταριάτου και τους ολιγάρχες. Ακούγεται αντιφατικό, αλλά έτσι είναι οι εθνικές αφηγήσεις. Ένας βυζαντινός ιερέας ενδεχομένως δεν θα αισθανόταν ιδιαίτερη συγγένεια με τον Περικλή ή τον Αριστοφάνη.
Ξανθά γένη και κόκκινες αρκούδες
Έτσι, χάρη στο αυτοκρατορικό της παρελθόν και το αυταρχικό της παρόν, η Ρωσία συγκινεί τα (ακρο)δεξιά δυτικά πλήθη που αναζητούν μια ισχυρή, αρρενωπή φιγούρα, όπως εκείνη του Πούτιν, ικανή να αντισταθμίσει την «διαφθορά» της προόδου, των ΛΟΑΤΚΙ+ κινημάτων και του φεμινισμού – ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας, η ορθοδοξία και οι διαχρονικές ελπίδες για τη σωτηρία μέσω του «Ξανθού Γένους» εντείνουν ακόμη περισσότερο τη σύνδεση.
Οι αναφορές του Πούτιν στην «αποναζιστοποίηση», επίσης δεν είναι τυχαίες, όσο υποκριτικές κι αν ακούγονται σε συνδυασμό με τη διαχρονική υποστήριξη του Κρεμλίνου σε οργανώσεις που τρέφουν μια κάποια αδυναμία στο φασισμό. Για ένα – ομολογουμένως μετρημένο στα δάχτυλα – τμήμα της αριστεράς, η Ρωσία θα προκαλεί πάντοτε αυτομάτως τον συνειρμό της νίκης επί των Ναζί κι αυτό είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο αντανακλαστικό σε περιόδους κατά τις οποίες οι στόχοι της Μόσχας δεν εμφανίζονται και πολύ αντι-ιμπεριαλιστικοί.
Ωστόσο, από όποια πλευρά του ιδεολογικού φάσματος και αν παρατηρεί κανείς τις τελευταίες εξελίξεις, θα ήταν μάλλον αφελές να επιχειρήσει να τις εξηγήσει βάσει της δράσης του Τάγματος Αζόφ και της επιθυμίας για την πάταξή του. Στο κάτω-κάτω, είτε νικήσουν είτε χάσουν στα πεδία της μάχης – και όποιου μεγέθους και αν είναι η παρουσία τους σε αυτά -, οι ουκρανοί νεοναζί ανήκουν στους ελάχιστους που είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα βγουν κερδισμένοι ως εθνικοί ήρωες. Ο πόλεμος, άλλωστε, έχει την κακή συνήθεια να ενισχύει και όχι να νικά τον εθνικισμό.