Για πολλά χρόνια, η Ρωσία αποτελούσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική απειλή της Ευρώπης. Πριν από 16 ημέρες οι κίνδυνοι αυτοί επαληθεύτηκαν, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία.
Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε… με βίαιο τρόπο πραγματική υπόσταση στις ανησυχίες πολλών αναλυτών, ενώ έφερε το ΝΑΤΟ αντιμέτωπο με την σοβαρότερη κρίση ασφαλείας, από την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, η εισβολή έδωσε επίσης στη συμμαχία μεγαλύτερη ενότητα και σκοπό από ό,τι είχε εδώ και δεκαετίες. Μετά από χρόνια εφησυχασμού, οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε ενίσχυση αμυντικών δαπανών, να στείλουν όπλα στην Ουκρανία, καθώς και να στείλουν ενισχύσεις στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, ενώ τελικά σκέφτονται τη διαφοροποίηση των ενεργειακών τους αποθεμάτων.
Δυστυχώς για να συμβεί αυτό χρειάστηκε το αίμα και η θυσία του ουκρανικού λαού. Ο τρόπος με τον οποίο οι Ουκρανοί υπερασπίζονται την πατρίδα τους, ενέπνευσε συμπάθεια αλλά και έδωσε απτές αποδείξεις ότι ο Πούτιν μπορεί, στην πραγματικότητα, να σταματήσει.
Όπως είπε ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, στην ομιλία του στην Bundestag την περασμένη εβδομάδα, «Έχουμε θέσει αυτόν τον στόχο [των υψηλότερων αμυντικών δαπανών] όχι μόνο επειδή δώσαμε μια υπόσχεση στους φίλους μας… [αλλά] για εμάς, για τη δική μας ασφάλεια… [και] για να προστατεύσουμε την ελευθερία μας».
Ο φόβος μπορεί να είναι ένα υγιές κίνητρο
Ο φόβος μπορεί να είναι ένα υγιές κίνητρο, εξηγεί σε κείμενό του το foreignpolicy.com.
Ο φόβος μπορεί να εστιάσει την προσοχή της κοινωνίας σε ό,τι έχει μεγαλύτερη σημασία, ενώ παράλληλα βοηθά στη διαμόρφωση κοινής συναίνεσης γύρω από στόχους, οι οποίοι αντικαθιστούν τις ανησυχίες… της εποχής της ειρήνης. Ωστόσο, τα αποτελέσματα του φόβου μπορεί να είναι παροδικά. Οι κίνδυνοι που φαίνονται καταστροφικοί σήμερα, μπορούν γρήγορα να εξασθενίσουν — ή, ακόμη χειρότερα, να εξαλειφθούν μόλις γίνουν σαφείς οι επιπτώσεις τους.
Η μεγαλύτερη απειλή για τη νέα ενότητα της Δύσης, εκτός από τα ρωσικά τανκς ή ακόμα και τα πυρηνικά όπλα, είναι η απροθυμία να πραγματοποιηθούν οι πραγματικές «θυσίες» που θα απαιτηθούν για χάρη της ασφάλειας.
Ο κίνδυνος είναι ότι, έχοντας δει κατάματα τον κίνδυνο (και το κακό) του Πούτιν, οι δυτικοί ηγέτες και οι πολίτες, μετά το αρχικό σοκ και με νηφαλιότητα, θα αποφύγουν να κάνουν τα πολύ απτά και δαπανηρά πράγματα που πρέπει να γίνουν για να αντισταθούν σε αυτόν και να τον αποτρέψουν από το να κάνει κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Για παράδειγμα να εισβάλει σε άλλη χώρα.
Το δέλεαρ του κατευνασμού – στην ουσία, μια επιστροφή στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες τις τελευταίες δύο δεκαετίες – θα είναι ισχυρό.
Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν
Το μεγαλύτερο παράδειγμα είναι η ενέργεια. Για να σταματήσει να χρηματοδοτεί τον Πούτιν και τους πολέμους του, η Δύση αργά ή γρήγορα πρέπει να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Και αυτό θα πονέσει – πολύ, σύμφωνα με το Foreign Policy.
Η Ευρώπη αγοράζει περίπου 3 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού ημερησίως. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, 700.000. Η αντιστροφή της πορείας θα σήμαινε όχι μόνο «αιμορραγία» στην απάντληση βενζίνης, αλλά υψηλότερο πληθωρισμό και πιθανώς ύφεση σε μια στιγμή που οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης μόλις αρχίζουν να ανακάμπτουν από την πανδημία του κοροναϊού.
Όλα αυτά θα είχαν επίσης πολιτικό κόστος για τις δυτικές κυβερνήσεις και κοινωνίες, οι οποίες αύξησαν την κατανάλωση ρωσικών προμηθειών ως «γέφυρα» για την ουδετερότητα του άνθρακα.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, οι ρωσικές προμήθειες επέτρεψαν στη χώρα να απομακρυνθεί από την πυρηνική ενέργεια και το Βερολίνο ήλπιζε να χρησιμοποιήσει ακόμη μεγαλύτερες προμήθειες για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα, επιτυγχάνοντας τον στόχο της αποκλειστικής εξάρτησης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2045.
Ένας άλλος τομέας όπου θα απαιτηθούν θυσίες είναι οι στρατιωτικές δαπάνες. Ο ετήσιος αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας, για να πάρουμε το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα, θα αυξηθεί σύντομα κατά περισσότερο από 50 τοις εκατό – από περίπου 49 δισεκατομμύρια δολάρια σε 76 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το Βερολίνο έχει επίσης δημιουργήσει ένα ταμείο 113 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αύξηση των αγορών όπλων. Η Ιταλία, η Πολωνία, η Ολλανδία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Δανία έχουν επίσης ανακοινώσει αυξήσεις δαπανών.
Οι ειδήσεις που αφορούν τις εν λόγω δαπάνες είναι ευπρόσδεκτες, μετά από χρόνια ατροφικών αμυντικών προϋπολογισμών. Αλλά η χρηματοδότησή τους θα απαιτήσει μεγαλύτερο χρέος, υψηλότερους φόρους ή περικοπές στα γενναιόδωρα προγράμματα δαπανών που οι Ευρωπαίοι περιμένουν εδώ και δεκαετίες ειρήνης.
Θα σημάνει επίσης ότι περισσότεροι νέοι στην Ευρώπη θα κληθούν να υπηρετήσουν ξανά στρατιωτική θητεία και θα υπηρετήσουν σε θέσεις πρώτης γραμμής στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ —μια κατάσταση πολύ διαφορετική από αυτή της γενιάς των γονιών τους.
Το πραγματικό κόστος είναι μπροστά μας
Σε όλες αυτές τις παραπάνω περιπτώσεις, το θέμα είναι ότι το πραγματικό κόστος της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ρωσικής απειλής είναι ακόμη μπροστά.
Η πληρωμή αυτών των δαπανών θα απαιτήσει σημαντικές αλλαγές στα καθιερωμένα πρότυπα δαπανών και εκτροπή πόρων μακριά από προτιμώμενους πολιτικούς στόχους —είτε κοινωνικές δαπάνες, βιομηχανικές επιδοτήσεις ή κλιματικούς στόχους— στο όνομα της συλλογικής ασφάλειας.
Εν ολίγοις: θα χρειαστούν επώδυνες ανταλλαγές. Και όπως συμβαίνει πάντα στις δημοκρατίες, όταν προκύπτουν δύσκολες επιλογές, πολλά μπορούν να συμβούν…
Έχοντας κάνει το σωστό μετά την εισβολή του Πούτιν, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να είναι απρόθυμες ή ανίκανες να ακολουθήσουν τις προθέσεις τους.
Είναι επίσης πιθανό ένα μποϊκοτάζ των ΗΠΑ και της Ευρώπης στη ρωσική ενέργεια να προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις που οι καταναλωτές και οι εταιρείες θα επαναστατήσουν. Όσο ανησυχητικές κι αν είναι οι εικόνες των ρωσικών επιθέσεων σε Ουκρανούς αμάχους, η επίδρασή τους στη συνείδηση του κοινού θα μπορούσε γρήγορα να εξασθενίσει, εν μέσω ύφεσης και απώλειας θέσεων εργασίας.
Η θυσία για την ασφάλεια, λοιπόν, δεν είναι πράξη αλτρουισμού, αλλά ιδιοτελούς συμφέροντος. Όσο επώδυνη κι αν είναι μια οικονομική ύφεση με σημαντική ανεργία, είναι λιγότερο επώδυνη από τον πόλεμο. Μόνο μια στρατιωτικά ικανή και πολιτικά ισχυρή και συνεκτική Δύση που δεν είναι επιρρεπής στον ενεργειακό εκβιασμό θα μπορεί να συνεχίσει να απολαμβάνει τους καρπούς της ειρήνης και της ελευθερίας.