Το 2019 συμπληρώθηκαν 350 χρόνια από την παράδοση του Χάνδακα (του σημερινού Ηρακλείου) και την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Ο Ε’ Βενετοτουρκικός Πόλεμος (1645-1669) είναι γνωστός ως Κρητικός Πόλεμος (στο εξής: ΚΠ), διότι το κύριο θέατρο της σύγκρουσης υπήρξε η Κρήτη. Οι Τούρκοι κατέλαβαν πρώτα τα Χανιά (1645), ύστερα το Ρέθυμνο (1646) και τέλος τον Χάνδακα μετά από πολιορκία που κράτησε είκοσι ένα χρόνια. Με το τέλος του πολέμου αλλά και προηγουμένως πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί και κατέφυγαν κυρίως στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, όπου μετέφεραν τα έργα της λαμπρής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παράδοσης της Κρήτης. Έτσι βοήθησαν στη διάδοσή της και έδωσαν νέα πνοή στις τοπικές δημιουργικές δυνάμεις.
Με αφορμή την ως άνω επέτειο ο Δήμος Ηρακλείου και η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη διοργάνωσαν το 2019 επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Κρητικός Πόλεμος 1645-1669. Άγνωστες πτυχές», τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις της Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Ως έντυπο συμπλήρωμα στο συνέδριο η Βικελαία εξέδωσε επίσης το 2019 ένα ελκυστικό λεύκωμα με τίτλο: «Κρητικός Πόλεμος 1645-1669. Τεκμήρια Ιστορίας». Την ευθύνη της διοργάνωσης του συνεδρίου και την επιμέλεια των εκδόσεων είχαν ο Γιάννης Μαυρομάτης, η Ειρήνη Παπαδάκη και η Ειρήνη Λυδάκη. Επίσης τα «Κρητικά Χρονικά», έκδοση της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών (ΕΚΙΜ), αφιέρωσαν το τεύχος του 2019 στο θέμα: «Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669). Όψεις του πολέμου στον χώρο και τον χρόνο», που επιμελήθηκε ο Στέφανος Κακλαμάνης. Το 2008 η ΕΚΙΜ είχε εκδώσει έναν τόμο πρακτικών επιστημονικού συμποσίου με τίτλο: «Ο Κρητικός Πόλεμος. Από την ιστορία στη λογοτεχνία», που είχε τον ίδιο επιμελητή. Οι εκδόσεις που προανέφερα συνιστούν απαραίτητα έργα αναφοράς για τους μελετητές της ιστορίας και της λογοτεχνίας του ΚΠ και προβάλλουν το σπουδαίο επιστημονικό έργο που επιτελούν η Βικελαία Βιβλιοθήκη και η ΕΚΙΜ.
Η εξελισσόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανανεώνει την πανάρχαια αντιπαράθεση της Ανατολής με τη Δύση -τουλάχιστον όσον αφορά τα αντίπαλα στρατόπεδα- και καθιστά επίκαιρη την απώλεια της πατρίδας και τις συνέπειές της. Έτσι, στο πλαίσιο της κριτικής ενημέρωσης των αναγνωστών του «Βιβλιοδρομίου», θεώρησα πιο ενδιαφέρον να ιχνηλατήσω αυτά τα θέματα σε κείμενα της περιόδου του ΚΠ, επιλέγοντας για σχολιασμό δύο από τις επιστημονικές συμβολές των πρόσφατων εκδόσεων. Εξάλλου, ο ΚΠ είναι εξαιρετικά επίκαιρος ενόψει του νεο-οθωμανισμού της γείτονος, που με τη σειρά του συναγωνίζεται τον ρωσικό αναθεωρητισμό.
Τα κορυφαία έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας της Ακμής (κοινώς: της Κρητικής Αναγέννησης), όπως η Ερωφίλη και ο Ερωτόκριτος, εμφανίζουν μια ιδανική υπερχρονικότητα, με την έννοια ότι κρατούν απόσταση από τα γεγονότα που αφορούν το νησί και την πόλη, όπου γεννήθηκαν και δημιούργησαν οι συγγραφείς. H έναρξη του ΚΠ είχε ένα σημαντικό επακόλουθο: προκάλεσε την ανάδυση της συγγραφικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας των ποιητών της εν λόγω περιόδου. Με άλλα λόγια, η ιστορία εισέβαλε στη λογοτεχνία μέσω της τουρκικής κατάκτησης. Μια από τις πτυχές αυτής της αυτοσυνειδησίας υπήρξε η αίσθηση του δεσμού με την πατρίδα τη στιγμή του κινδύνου και της απώλειας. Ας δούμε δύο παραδείγματα:
1. «Φορτουνάτος» και «Κρητικός Πόλεμος»
Μέσα στον πολιορκημένο Χάνδακα ο Μάρκος Αντώνιος Φόσκολος, στην κωμωδία «Φορτουνάτος», προβάλλει για πρώτη φορά τη βενετική και χριστιανική ταυτότητα της πόλης: η «Βενετιά και η Χριστιανοσύνη» απειλούν να σβήσουν για πάντα το ψεύτικο μισοφέγγαρο της Τουρκίας. Όμως τα τέσσερα «Ιντερμέδια», εμπνευσμένα από τον Τρωϊκό Πόλεμο, ρίχνουν τη βαριά σκιά τους πάνω στο έργο. Στο τέταρτο ο ήρωας Αινείας αποχαιρετά σε δραματικούς τόνους την κατακτημένη πατρίδα του: «Ω Τρόγια κακορίζικη, πατρίδα αγαπημένη, / πώς δύνουνται τα μάτια μου και βλέπου σε καημένη / και δεν τυφλώνουνται; Γη ο νους πώς δεν παραλογίζει, / κι ήλιος το φως του το λαμπρό σε σκότος δε γυρίζει;».
Στην έμμετρη ιστορική αφήγηση «Κρητικός Πόλεμος» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή (1681), έκτασης περίπου 12.000 ομοιοκατάληκτων ιαμβικών 15σύλλαβων στίχων, η απώλεια της πατρίδας ή μάλλον των πατρίδων έχει συντελεστεί, οπότε η ιστορική αυτοσυνειδησία κορυφώνεται. Η αφήγηση της μάχης του Ρεθύμνου, της ιδιαίτερης πατρίδας του Μπουνιαλή, συγκροτείται από εκτενείς δραματικούς διαλόγους ανάμεσα στον Ποιητή και την Πατρίδα, την Πατρίδα και τον Θεό (Χριστό). Με εντολή της Πατρίδας ο Ποιητής, εκπροσωπώντας τους «συμπατριώτες» του της διασποράς που ζουν με την ανάμνηση του Ρεθύμνου, εξιστορεί από τη Βενετία με συγκινησιακή φόρτιση την άλωση της πόλης από τους Τούρκους. Η Πατρίδα θρηνεί, σχολιάζει και ζητεί μάταια τη βοήθεια του Θεού. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα από τον πόνο του αποχωρισμού: «Πατρίδα μου, μισεύγω σου, ψυχή μου και καρδιά μου, / και τ’ όνομά σου μοναχάς θ’ ακούεται στ’ αυτιά μου· / γιατί δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου, / και ποια καρδιά να μη ραγεί στον αποχωρισμό σου;».
2. «Λεηλασία της Παροικιάς της Πάρου»
Το κολοβό και άτιτλο ποίημα (ο τίτλος είναι του Κριαρά) που πραγματεύεται τη λεηλασία της Παροικιάς, της πρωτεύουσας της Πάρου, είναι έμμετρη ιστορική αφήγηση σε ομοιοκατάληκτο ιαμβικό 11σύλλαβο, από την οποία σώζονται 672 στίχοι. Ο άγνωστος ποιητής (μαζί με το τέλος εξέπεσε και το όνομά του) αφηγείται την επιδρομή από τα τουρκοκρατούμενα Χανιά του τουρκικού στόλου υπό τον Καπλάν Μουσταφά κατά των Κυκλάδων και ειδικά κατά της Παροικιάς, τον Μάιο του 1668.
Η αισθητική αξιολόγηση του Κριαρά για τον άγνωστο ποιητή ήταν αρνητική: «Ούτος δεν φαίνεται βεβαίως καλλιεργημένος. Είναι άνθρωπος του λαού, ο οποίος ηθέλησε να πραγματευτεί εις στίχους γεγονότα, τα οποία προεκάλεσαν εις αυτόν εξαιρετικήν εντύπωσιν. Δεν επιδιώκει να στολίση τον λόγον του, ούτε και πλατυάζει κατά την έκθεσιν των γεγονότων, περιοριζόμενος εις την πεζήν έκθεσιν αυτών». Αντίθετα, η Τασούλα Μαρκομιχελάκη («Κρητικός Πόλεμος: Άγνωστες πτυχές», σ. 309-323) αναδεικνύει πειστικά την αφηγηματική επιτήδευση του ποιήματος. Κατά τη γνώμη μου, ο άγνωστος δημιουργός έχει ήδη θητεύσει στην ποίηση, όπως δείχνουν η στιχουργική του ικανότητα και η παραστατικότητα με την οποία αποτυπώνει π.χ. τον τρόμο των κατοίκων μπροστά στον εισβολέα. Εξάλλου, θα ήταν αδύνατο ένας «άνθρωπος του λαού» να περιγράφει την πορεία του τουρκικού στρατεύματος προς τον Χάνδακα με τέτοια λογιότητα: «Ήτρεμεν ο Τυφέος τη μεγάλη / σκότισι των αλόγων και τη ζάλη, / τη σύγχυσι της γης και του φουσσάτου / και εβρόντα και εμουγγάτο η κατοικιά του» (45-48).
Παρόλο που o ποιητής εξιστορεί τα της Παροικιάς, δεν χάνει από τα μάτια του τον ΚΠ, και όχι μόνο στην αρχή. Στέκεται ακόμη στο θέμα της προσφυγιάς, με το μοιρολόγι των γυναικών που είχαν καταφύγει εκεί από την Κρήτη: «Αρχίζουν οι γυναίκες οι καημένες / περιττοπλιάς (προ πάντων) οι Κρητικές οι ξένες, / να κλαίσι, να θρηνούνται τη σκλαβιά τως / την κακορριζικιάν και την ξενιάν τως» (241-244). Η αφήγηση της «Λεηλασίας» κορυφώνεται, σαν αρχαία τραγωδία, με το μοιρολόγι των αιχμάλωτων γυναικών της Πάρου που θρηνούν τον ξεριζωμό τους: «Σαν τη<ν> ψυχή πονούμε, όντε<ν> αφήση / έρημο το κορμί και να χωρίση, / έτσι μας δίδει θλίψι ο κουρσεμός σου, / πατρίδα μας γλυκειά, αποχωρισμός σου, / γιατί καλλιά ‘ν’ ο θάνατος ‘ς καθένα / παρά ζωή κριμένη και εις τα ξένα, / απήτις την πατρίδα τη γλυκειά του / χάση και ξορισθή απ’ τα γονικά του./ Πώς να ‘χωμε τη ζήσι διχωστά σου / και ν’ αποχωριστούμε από κοντά σου; / Να χάσωμε το έχει μας ‘ς μιαν ώρα / και έρημη να απομείνη όλη η χώρα;» (621-632).
«Ανδραγαθία του Λαζάρου Μοτσενίγου»
Στα «Κρητικά Χρονικά» του 2019 (σ. 217-356) η Ειρήνη Γεργατσούλη επανεκδίδει την «Ανδραγαθία του Λαζάρου Μοτσενίγου» (α’ έκδοση Βενετία 1657), έργο του Ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε που μας είναι γνωστός από την «Ευγένα» (1646), με πλούσια εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάρι. Η «Ανδραγαθία» είναι έμμετρη ιστορική αφήγηση, που εκτείνεται σε 1044 ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς 15σύλλαβους. Εξιστορεί τα ναυτικά «ανδραγαθήματα» του Βενετού ναυάρχου Lazzaro Mocenigo στο διάστημα 1656 (1655)-1657: τη συμβολή του στη νίκη των Βενετών και των συμμάχων τους κατά των Τούρκων στα Δαρδανέλλια, τη θριαμβευτική υποδοχή του στη Βενετία και την εκλογή του σε Capitan Generale, και τις μετέπειτα ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις του. Η αφήγηση βασίστηκε κυρίως στις έντυπες πολεμικές εκθέσεις, έχει πτωχό λογοτεχνικό υπόβαθρο και τη σύνθεσή της υπαγόρευσε αποκλειστικά ο έπαινος του Mocenigo.
Ο Μοντσελέζε ενδιαφέρεται να προβάλει την ιδιαίτερη πατρίδα του: κατά την επιστροφή του από τα Δαρδανέλλια, ο Mocenigo κάνει μία μόνο στάση (αντί για τρεις στον Μπουνιαλή), στο νησί του ποιητή, όπου η θριαμβευτική υποδοχή του εκ μέρους των Ζακυνθινών προκαταλαμβάνει την κυρίως υποδοχή στη Βενετία. Όσον αφορά τον ΚΠ, είναι τόσο ακραίος ο ρητορικός εγκωμιαστικός οίστρος του Μοντσελέζε, ώστε οι ηττημένοι στα Δαρδανέλλια προβλέπουν, μέσα στη βαθιά τους θλίψη, αυτόματη και άκοπη επιστροφή της Κρήτης και άλλων κατακτημένων περιοχών στα χέρια των Βενετών και των Χριστιανών, ακόμη και της Κωνσταντινούπολης! Παραθέτω μερικούς στίχους, πρώτα από τον θρήνο της Αλγερίας: «Κλάψτε κ’ εσείς, φτωχά Χανιά, Ρόδο και Χιο και Σμύρνη, / κι ο Βενετσιάνος από εσάς κανένα δεν αφήνει! (…)». «Ο Βενετσιάνος παίρνει σας και θε να σας ορίσει, / σαν πρώτα που σας όριζε δίχως να πολεμήσει. / Χανιά, καημένο Ρέθεμνο, οπού πολλοί απεθάναν (…)» (423-424, 437-439). Και από τον θρήνο της Κωνσταντινούπολης: «Οϊμέ, και τι σου έπταισα κ’ εμπήκαν σ’ τόση κάκια, / δια να πάρω τα Χανιά, ποτίζομαι φαρμάκια! / Ας ευρισκότουνα κανείς αγάπη να μας βάλει, / κι ας έπαιρνε το Ρένιο (την Κρήτη) του ωσάν το είχε πάλι» (631-634).
Και ένας θρήνος για την Κύπρο
Έξω από τη βενετοκρητική παράδοση, σώζονται διάφοροι «θρήνοι» για τον χαμό της κρητικής πατρίδας, όπως: o «Θρήνος εις την εαυτού Κρητομήτορα πάτρην» του Αθανάσιου Πικρού, σε αρχαία ελληνική γλώσσα και ιαμβικό τρίμετρο, και ο «Θρήνος της Κρήτης» του Γεράσιμου Παλλαδά, σε πεντάστιχες στροφές. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Ιωακείμ ο Κύπριος. Στην εξιστόρηση επεισοδίων από τον ΚΠ, με τίτλο «Πάλη», ενσωμάτωσε έναν εκτενή θρήνο για την πατρίδα του την Κύπρο, που είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων το 1571. Οι 15σύλλαβοί του είναι οδυνηρά επίκαιροι. Παραθέτω την αρχή (9621-9626):
Ω, γλυκυτάτη μου πατρίς, ω Κύπρος τιμημένη,
ω Κύπρος ωραιότατη, μυριοχαριτωμένη,
ω ευγενέστατη πατρίς, Κύπρος ευλογημένη,
στον κόσμον εις τα πέρατα βρίσκεσαι ακουσμένη
εις κάλλη και εις αγαθά οπού ‘σαι πλουτισμένη,
εις τον αιώνα πανταχού να ‘σαι επαινεμένη.