Ακόμα και ο χειρότερος πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Μερικές φορές, όπως το 1945, το μόνο αποτέλεσμα είναι μια μάχη μέχρι θανάτου.
Συνήθως, όμως, οι πόλεμοι καταλήγουν σε μια συμφωνία που δεν ικανοποιεί κανέναν πλήρως, αλλά τουλάχιστον φέρνει την αιματοχυσία σε ένα τέλος, σχολιάζει ο John Simpson, αναλυτής του BBC.
Και συχνά, ακόμη και μετά από τις χειρότερες και πιο σκληρές συγκρούσεις, οι δύο πλευρές σταδιακά ξαναρχίζουν την παλιά, λιγότερο εχθρική σχέση τους. Αν είμαστε τυχεροί, αρχίζουμε να βλέπουμε την έναρξη αυτής της διαδικασίας να συμβαίνει τώρα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.
Η δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα στην ουκρανική πλευρά, θα διαρκέσει για δεκαετίες. Αλλά και οι δύο πλευρές θέλουν και χρειάζονται ειρήνη: Η Ουκρανία, επειδή οι πόλεις της έχουν δεχθεί τρομερό χτύπημα, και η Ρωσία, επειδή έχει ήδη θυσιάσει, σύμφωνα με τον ουκρανό πρόεδρο, περισσότερους ανθρώπους και στρατιωτικό υλικό από ό,τι έχασε στους δύο εξαιρετικά βίαιους πολέμους της στην Τσετσενία – αν και αυτό είναι αδύνατο να επαληθευτεί.
Πάντως, κανείς δεν υπογράφει πρόθυμα μια ειρηνευτική συμφωνία, που είναι πιθανό να οδηγήσει στη δική του πτώση…
Για τον ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, η αναζήτηση τρόπων σωτηρίας του κύρους του βρίσκεται σε… εξέλιξη.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει ήδη επιδείξει αξιοσημείωτη ικανότητα ως διπλωμάτης και είναι ξεκάθαρα πρόθυμος να πει και να κάνει ό,τι είναι αποδεκτό από τον ίδιο και το λαό του, προκειμένου να απομακρύνει τη Ρωσία από την πλάτη της χώρας του. Γι’ αυτόν, υπάρχει ένας πρωταρχικός στόχος – να βεβαιωθεί ότι η Ουκρανία θα βγει από αυτή την τρομερή εμπειρία μια ενωμένη, ανεξάρτητη χώρα και όχι μια επαρχία της Ρωσίας – αυτό που ο πρόεδρος Πούτιν αρχικά φαινόταν να πιστεύει ότι θα μπορούσε να καταφέρει.
Για τον πρόεδρο Πούτιν, το μόνο που μετράει τώρα είναι ότι μπορεί να κηρύξει τη νίκη. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι όλοι στην κυβέρνησή του θα καταλάβουν πως η Ρωσία μάτωσε σε αυτή την περιττή εισβολή. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι περίπου το 20% των Ρώσων, που καταλαβαίνουν τι πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο, θα γνωρίζουν ότι ο Πούτιν έχει στοιχηματίσει σε μια φαντασίωση, που επινόησε μόνος του και έχασε.
Η μάχη θα είναι για την υποστήριξη της εναπομείνασας πλειοψηφίας του πληθυσμού, η οποία τείνει να πιστεύει σιωπηρά αυτό που τους λένε στην κρατική τηλεόραση – ακόμα και όταν υπάρχουν στιγμές, όπως η ξαφνική εμφάνιση στην οθόνη τής εξαιρετικά γενναίας δημοσιογράφου, Μαρίνας Οβσιανίκοβα, με ένα πλακάτ που έγραφε ότι όλα όσα λένε στους ανθρώπους είναι προπαγάνδα.
Τι πρέπει να δώσει το Κίεβο για να κάνει πίσω ο Πούτιν
Τι θα κάνει, λοιπόν, τον πρόεδρο Πούτιν να βγει από αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο και να φαίνεται καλός στα μάτια της πλειοψηφίας της Ρωσίας;
Πρώτον, μια διαβεβαίωση του Κιέβου – ίσως ακόμη και να εγγραφεί στο σύνταγμα της Ουκρανίας – ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ στο άμεσο μέλλον.
Ο πρόεδρος Ζελένσκι, εξάλλου, έχει ήδη προετοιμάσει τον δρόμο γι’ αυτό, αρχικά ζητώντας από το ΝΑΤΟ κάτι στο οποίο δεν μπορούσε να συμφωνήσει (την καθιέρωση ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Ουκρανία), στη συνέχεια επικρίνοντας τη Συμμαχία ότι τον απογοήτευσε και, τελικά, σκεπτόμενος… δυνατά ότι δεν είναι σίγουρος πως, ακόμη κι αν το ΝΑΤΟ συμπεριφερόταν αλλιώς, θα άξιζε πραγματικά να γίνει η χώρα του μέλος.
Το ΝΑΤΟ παίρνει το φταίξιμο, που εύκολα μπορεί να αντιμετωπίσει, και η Ουκρανία αποκτά την ελευθερία να ενεργεί όπως θέλει. Αυτό, όμως, είναι το εύκολο κομμάτι. Θα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί το θέμα της ένταξης στην ΕΕ, με την οποία διαφωνεί η Ρωσία, αν και υπάρχουν τρόποι να γίνει.
Το πιο δύσκολο απ’ όλα να «καταπιεί» το Κίεβο θα είναι η απροκάλυπτη κλοπή της ουκρανικής επικράτειας από τη Ρωσία, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την επίσημη διεθνή Συνθήκη που είχε υπογράψει η Μόσχα για την προστασία των συνόρων της της Ουκρανίας.
Η απώλεια της Κριμαίας το 2014 είναι κάτι που η Ουκρανία μπορεί κάλλιστα να αναγκαστεί να αποδεχτεί επίσημα, με κάποιο τρόπο. Και η Ρωσία σκοπεύει ξεκάθαρα να επιμείνει για εκείνες τις περιοχές του Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, που βρίσκονται ουσιαστικά ήδη υπό ρωσικό έλεγχο.
Το πάθημα του Στάλιν στη Φινλανδία
Το 1939, ο Ιωσήφ Στάλιν εισέβαλε στη Φινλανδία, η οποία κάποτε ήταν μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας. Ήταν βέβαιος ότι τα στρατεύματά του θα χάραζαν το δρόμο τους σε χρόνο μηδέν – όπως ακριβώς σκέφτηκε ο Πούτιν για την Ουκρανία το 2022.
Οι στρατηγοί του Στάλιν, λογικά τρομοκρατημένοι για τη ζωή τους, του υποσχέθηκαν ότι είχε δίκιο. Και φυσικά, δεν είχε. Ο Χειμερινός Πόλεμος διήρκεσε μέχρι και το 1940, ο σοβιετικός στρατός ταπεινώθηκε και η Φινλανδία έμεινε με μια δικαιολογημένη εθνική υπερηφάνεια για την αντίστασή της σε μια υπερδύναμη.
Έχασε έδαφος, βέβαια, γιατί αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Στάλιν και ο Πούτιν, πρέπει να βγουν από αυτά τα πράγματα μοιάζοντας σαν να έχουν σημειώσει μια νίκη. Αλλά η Φινλανδία κράτησε το πιο σημαντικό, το πιο άφθαρτο πράγμα: την πλήρη ανεξαρτησία της ως ελεύθερο, αυτοκαθοριζόμενο έθνος.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η Ουκρανία – έχοντας νικήσει τόσες πολλές ρωσικές επιθέσεις και κάνοντας τις δυνάμεις του Πούτιν να φαίνονται αναποτελεσματικές – θα πρέπει να είναι σε θέση να το κάνει αυτό.
Αν οι στρατοί του Πούτιν δεν καταλάβουν το Κίεβο και πολύ περισσότερο από το έδαφος της Ουκρανίας, τότε η Ουκρανία θα επιβιώσει ως εθνική οντότητα, όπως έκανε η Φινλανδία το 1940.
Η απώλεια της Κριμαίας και τμημάτων της ανατολικής Ουκρανίας θα ήταν μια πικρή, παράνομη και εντελώς άδικη απώλεια. Αλλά ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα έπρεπε να αρχίσει να χρησιμοποιεί πολύ πιο σοβαρά όπλα από ό,τι έχει ήδη χρησιμοποιήσει, αν θέλει να βγει στην κορυφή.
Όπως έχουν τα πράγματα την τρίτη εβδομάδα των μαχών, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει σοβαρά για το ποιος θα είναι ο πραγματικός νικητής σε αυτό τον πόλεμο.