Για την τέταρτη δόση, αλλά και την Όμικρον 2 μίλησαν καθηγητές τονίζοντας το πιο πιθανό είναι η τέταρτη δόση να γίνει και στον γενικό πληθυσμό. Άλλωστε έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμάζεται το έδαφος για την ενισχυτική δόση, καθώς όλο και περισσότεροι ειδικοί μιλούν γι΄αυτή. Την ίδια ώρα όλο και περισσότερες ελληνικές μελέτες εξετάζουν τα πλεονεκτήματά της, τονίζοντας πως μία έξτρα δόση θα μας βρει πιο προετοιμασμένους το φθινόπωρο.
Συγκεκριμένα, ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Johns Hopkins, Παναγής Γαλιατσάτος, μίλησε στο «MEGA Σαββατοκύριακο» για την πορεία της πανδημίας και τα εμβόλια.
Ο κ. Γαλιατσάτος επεσήμανε πως όλος ο κόσμος έχει επαναπαυθεί μετά την άρση των μέτρων, και ειδικά την άρση της μάσκας στους εξωτερικούς χώρους.
«Κυριαρχεί η όμικρον 2, και βλέπουμε ότι στις ΜΕΘ δεν έχουμε ασθενείς με κορωνοϊό. Όποιος δεν έχει κάνει την αναμνηστική δόση να την κάνει.Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ΗΠΑ, έχει παρατηρηθεί ότι οι καινούριες παραλλαγές προκύπτουν από τους ανεμβολίαστους. Εάν μας έρθει και άλλο κύμα πανδημίας, θα πρέπει να κάνουμε και 4η δόση», ανέφερε αρχικά.
«Σε 3-4 βδομάδες θα γνωρίζουμε εάν θα χρειάζεται να κάνουμε την 4η δόση. Έχουμε μία θεραπεία που μας βοηθάει, το εμβόλιο, αλλά το θέμα είναι τα εμβόλια. Πιθανότατα να χρειαστεί να κάνουμε ένα εμβόλιο», κατέληξε λέγοντας ο κ. Γαλιατσάτος.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Πνευμονολογίας, κ. Τζανάκης ανέφερε πως βρισκόμαστε σε μία φάση που η Όμικρον 2 υποκαθιστά την Όμικρον και εισβάλει σε ανθρώπους ευάλωτων δομών Υγείας (οίκοι ευγηρίας, κλπ.).
Για τον λόγο αυτό, ο κ. Τζανάκης ανέφερε πως πρέπει να εξεταστεί αν ο συγκεκριμένος πληθυσμός χρειάζεται και τέταρτη δόση.
Ο καθηγητής τόνισε πως οι μάσκες για τον γενικό πληθυσμό θα πρέπει να παραμείνει, ενώ μετά το Πάσχα θα μπορούσε να εξεταστεί η άρση της στα σχολεία.
Από την άλλη, ο κ. Καπραβέλος ανέφερε πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πίεση στο σύστημα Υγείας, ωστόσο αυτό που μας ανησυχεί είναι το μέλλον.
«Φαίνεται πιο αισιόδοξα τα πράγματα, αλλά να μην υποτιμούμε τον κίνδυνο και την πανδημία. Με ανησυχεί το γεγονός πως τα εμβολιαστικά κέντρα είναι άδεια. Το ζήτημα της μεγάλης θνητότητας μας απασχολεί και το υπουργείο Υγείας πρέπει να δει το ζήτημα της στελέχωσης», ανέφερε.
Τέταρτη δόση εμβολίου για όλους, λέει ο Βασιλακόπουλος
Για την ανάγκη τέταρτης δόσης εμβολίου έκανε λόγο χτες ο Θεόδωρος Βασιλακόπουλος σημειώνοντας πως αρχικά θα εγκριθεί, ίσως και τον επόμενο μήνα, για τους πολίτες άνω των 60 ετών.
Μιλώντας στο Mega ο κ. Βασιλακόπουλος τόνισε μεταξύ άλλων πως «τρεις με 4 μήνες μετά την 3η δόση έχεις περίπου 40-50% πιθανότητα να νοσήσεις, αλλά εάν νοσήσεις έχεις περί το 15% πιθανότητες να νοσήσεις βαριά και να πας στο νοσοκομείο».
Πρόσθεσε μάλιστα πως «τον τελευταίο καιρό ένα μεγάλο πρόβλημα που υπήρξε ήταν ότι εξαιτίας του πολέμου, υπήρξε η ακρίβεια, και σε συνδυασμό με την άρση της υποχρεωτικότητας της μάσκας σε εξωτερικούς χώρους, δόθηκε το λάθος σήμα στους συμπολίτες μας ότι η πανδημία τελείωσε. Σε μεγάλα ποσοστά στη χώρα έχουμε το υποστέλεχος της όμικρον, την όμικρον 2, και έξαρση κρουσμάτων. Δε νομίζω ότι θα πάμε σε κλασικό 5ο κύμα, για πολλούς λόγους, αρχικά λόγω αύξησης θερμοκρασίας, και ταυτόχρονα στη χώρα αποκτούμε ανοσία πληθυσμιακή αλλά όχι με τον ιδανικό τρόπο. Δεν πείθουμε τους ανθρώπους να πάμε να εμβολιαστούν».
Η 4η δόση του εμβολίου θα γίνει σε όλους
Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον ιό, θα πρέπει να μάθουμε να προσέχουμε, να μην θεωρούμε την φράση «ατομική ευθύνη», ανέκδοτο. «Η 4η δόση θα γίνει σε όλους. Αρχικά για τους πολίτες άνω των 60 ετών, ίσως εγκριθεί μέσα στον επόμενο μήνα, μέχρι να βγει το επικαιροποιημένο εμβόλιο της Moderna και της Pfizer», συμπλήρωσε ο κ. Βασιλακόπουλος.
Πόσο αποτελεσματική είναι η τέταρτη δόση – Τι δείχνει μελέτη του ΕΚΠΑ
Οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίων έναντι του κοροναϊού χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο προστασίας έναντι των νεότερων στελεχών, όπως έγινε με το στέλεχος Ομικρον.
Στα πλαίσια αυτά διενεργήθηκε μία μελέτη μη τυχαιοποιημένη που μελέτησε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα μίας 4ης ενισχυτικής δόσης ενός mRNA εμβολίου είτε της εταιρείας Pfizer είτε της εταιρείας Moderna τέσσερις μήνες μετά την τρίτη δόση σε λειτουργούς υγείας, εκ των οποίων οι 154 έλαβαν τέταρτη δόση με Pfizer και 120 με Moderna.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνές έγκριτο περιοδικό NEJM.
Περισσότερα αντισώματα μετά την 4η δόση
Μετά την 4η δόση και τα δύο mRNA εμβόλια επάγουν υψηλό τίτλο αντισωμάτων, τόσο IgG όσο και εξουδετερωτικά, συνολικά σε τίτλο 9 έως και 10 φορές υψηλότερο σε σχέση με αυτόν που είχε επιτευχθεί με την τρίτη δόση, χωρίς σημαντική διαφορά ανάμεσα στα εμβόλια των δύο εταιρειών. Ο τίτλος των αντισωμάτων με την πάροδο του χρόνου φαίνεται να φθίνει. Και τα δύο εμβόλια αύξησαν το τίτλο των αντισωμάτων τόσο έναντι του στελέχους όμικρον όσο και έναντι άλλων στελεχών, παρόμοια με την αύξηση που είχε επιφέρει η τρίτη δόση, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες πλην ήπιων τοπικών αντιδράσεων.
Τι έδειξε το ποσοστό όσων νόσησαν
Όσο αφορά το ποσοστό αυτών που νόσησαν: νόσησε το 25% στην ομάδα ελέγχου (τρείς δόσεις εμβολίου), το 18,3% μετά την τέταρτη δόση Pfizer και το 20,7% μετά την τέταρτη δόση Moderna. Η αποτελεσματικότητα έναντι οποιουδήποτε στελέχους SARS-CoV-2 για το εμβόλιο της Pfizer ήταν 30% και 11% για της Moderna, χωρίς το αποτέλεσμα αυτό να είναι στατιστικά σημαντικό, ωστόσο οι περισσότεροι ανέφεραν ήπια συμπτώματα. Η προστασία έναντι στη συμπτωματική νόσο ήταν 43% για τη Pfizer και 31% για τη Moderna μετά την τέταρτη δόση στην ομάδα των ασθενών που μελετήθηκε, ενώ το μέγιστο ποσοστό αποτελεσματικότητας μέσα στα όρια αξιοπιστίας της συγκεκριμένης μελέτης ήταν το 65%.
Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, μία 4η δόση είναι ασφαλής και συμβάλλει στην αποκατάσταση του τίτλου των αντισωμάτων σε υψηλά επίπεδα, αλλά η αποτελεσματικότητα έναντι στη συμπτωματική νόσο δεν ήταν υψηλή, ενώ όσοι νόσησαν είχαν σχετικά υψηλά ιικά φορτία, άρα ήταν και μεταδοτικοί. Συνεπώς, μία τέταρτη δόση φάνηκε να έχει ένα οριακό όφελος μη στατιστικά σημαντικό σε αυτό το πληθυσμό, που δεν συμπεριέλαβε γηραιότερους και ευάλωτους πληθυσμούς.