Ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα στον κόσμο; Αυτό θα έπρεπε να ήταν το ερώτημα για το οποίο θα έπρεπε να τοποθετούνται οι ηγέτες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αυτή τη στιγμή εμπλέκονται σε έναν αιματηρό πόλεμο.
Γιατί είναι προφανές ότι ο κόσμος δεν πρόκειται να γυρίσει ξανά στην 23 Φεβρουαρίου 2022. Όποια έκβαση και εάν έχουν οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, ο κόσμος έχει γυρίσει σελίδα.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι ότι αυτή γι’ αυτή την άγραφη αναγκαστικά σελίδα, δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη προετοιμασία ή παραγωγή σκέψης.
Έχει κάποιο σχέδιο η Δύση για τον κόσμο;
Εάν κανείς αναλύσει τη ρητορική των δυτικών κυβερνήσεων θα διαπιστώσει ότι πέραν μιας γενικής επίκλησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της συνεργασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την οικονομική ανάπτυξης, ένα σχέδιο για τον κόσμο δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένα σχέδιο για το ποια θα μπορούσε να είναι η αρχιτεκτονική του κόσμου.
Ακόμη και τα όποια πιο στρατηγικά κείμενα έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια, κυρίως οι παραλλαγές τους Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, κυρίως αναφέρονται στην αναχαίτιση και τη διαχείριση απειλών, όπως η Ρωσία ή – στον ορίζοντα – η Κίνα, παρά σε μια αρχιτεκτονική που να μπορεί να κάνει τον κόσμο πιο ειρηνικό ή ασφαλή.
Κατά βάση είναι ως να αρκεί η αποτροπή και μια ψυχροπολεμική λογική containment ώστε οι χώρες που αποτελούν «απειλή» να μην προχωρούν στο να κάνουν πράξη την απειλή τους και να «συμμορφώνονται». Αυτό παραπέμπει περισσότερο στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, παρά σε ένα σχέδιο.
Ακόμη και τώρα που η Ρωσία προχώρησε στη στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ουκρανίας, η στρατηγική της Δύσης κυρίως δείχνει στο να προσπαθεί να επιφέρει μια ήττα της Ρωσίας, υπό το βάρος των κυρώσεων και της μεταφοράς οπλισμού (κυρίως φορητού αντιαεροπορικού και αντιαρματικού οπλισμού), που θα υποχρεώσουν τη Ρωσία να αναδιπλωθεί παρά σε πρόταση για το πώς μπορεί να είναι ο κόσμος πιο ειρηνικός.
Η απουσία διπλωματικών πρωτοβουλιών
Δεν είναι τυχαίο ότι μπορεί να έχουν επιβληθεί κυρώσεις ή να έχει σταλεί οπλισμός, αλλά αυτό που θα ήταν το πιο κρίσιμο, δηλαδή μια συντονισμένη προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας για να υπάρξει πολιτική και διπλωματική λύση δεν έχει υπάρξει, εάν εξαιρέσουμε τις συχνές επικοινωνίες Σουλτς και Μακρόν με τον Πούτιν. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας τέθηκε απλώς το θέμα της καταδίκης της ρωσικής επιχείρησης, όχι όμως και μια προσπάθεια διαμεσολάβησης, τερματισμού των συγκρούσεων και ειρηνικής επίλυσης, όπως θα ήταν αναμενόμενο σε μια πολεμική σύγκρουση.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστική και η αντιμετώπιση της Κίνας. Ενώ μια πιο «κλασική» διπλωματική κατεύθυνση θα υποδείκνυε μια προσπάθεια προσεταιρισμού της Κίνας σε μια προσπάθεια μεσολάβησης ώστε να σταματήσει η ρωσική επιχείρηση και να επιστρέψει η διπλωματία, ο τόνος των ΗΠΑ ήταν να μεταφέρουν στην κινεζική ηγεσία την απειλή κυρώσεων σε βάρος της Κίνας εάν αυτή ενισχύσει υλικά τη Ρωσία, παρότι είναι γνωστό ότι κυρώσεις σε βάρος της Κίνας θα πλήξουν πρώτα και κύρια και τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές οικονομίες, εάν αναλογιστούμε τη βαρύτητα της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία.
Πώς φαντάζεται η Δύση την ήττα της Ρωσίας;
Εάν κανείς παρατηρήσει τη ρητορική που είχε προηγηθεί τον γεγονότων και ιδίως τον τρόπο που οριζόταν ως ιστορικό φόντο η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δημοκρατίες και τα «αυταρχικά καθεστώτα», θα έβλεπε ότι αυτή θύμιζε τον τρόπο με τον οποίο στοχοποιούνταν τα κράτη που κάποτε οι ΗΠΑ θεωρούσαν απειλές.
Το πρόβλημα είναι ότι η Ρωσία δεν είναι σαν το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Εκεί οι ΗΠΑ μπορούσαν να έχουν την πεποίθηση ότι μπορούσαν να πετύχουν την ήττα της χώρας και να την «αλλαγή καθεστώτος». Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε μια ανάλογη ήττα της Ρωσίας, όπου η χώρα πρώτα θα αντιμετώπιζε την ήττα στο μέτωπο των επιχειρήσεων και μετά θα οδηγείτο σε μια μεγάλης κλίμακας πολιτική ανατροπή, όπου μια νέα ηγεσία θα δεχόταν την ήττα και θα αποδεχόταν έναν υποδεέστερο ρόλο στο διεθνές τοπίο, κάτι ανάλογο με την ηγεσία Γιέλτσιν.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η προοπτική είναι η Ρωσία να εμπλακεί σε μια πολεμική περιπέτεια με μεγάλο κόστος, που θα την έκανε να αιμορραγεί στρατιωτικά, οικονομικά και τελικά πολιτικά, το δικό της Βιετνάμ. Μόνο που αυτό θα σήμαινε μια παράταση της τραγωδία του Ουκρανικού λαού και βεβαίως πάλι δεν είναι απαραίτητο ότι θα οδηγούσε σε μια γρήγορη αποχώρηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων.
Υπάρχει το ενδεχόμενο στο τέλος υπό το βάρος του κόστους του πολέμου και των κυρώσεων η Ρωσία να αναγκαστεί κάποια στιγμή να θεωρήσει ότι ολοκληρώθηκε η επιχείρηση και να αποχωρήσει πιθανώς κρατώντας κάποια «εδαφικά κέρδη» για τις «λαϊκές δημοκρατίες», αλλά και πάλι απλώς αυτό θα δημιουργούσε μια ενεργή κρίση μια «θερμή» πράσινη γραμμή στην καρδιά της Ευρώπης.
Ένας Ψυχρός Πόλεμος ολοένα και πιο «θερμός»
Όμως, υπάρχει και ένα γενικότερο ερώτημα: πώς φαντάζεται η Δύση ότι θα διαμορφωθεί ο κόσμος με βάση τη σημερινή δυναμική των κυρώσεων; Εάν υποθέσουμε ότι παγιώνεται η διαίρεση, η όποια ειρήνευση δεν έχει το χαρακτήρα μιας συνολικότερης συνεννόησης αλλά μόνο της προσωρινής παγίωσης ενός συσχετισμού δύναμης, και ένα σημαντικό μέρος των κυρώσεων παραμένουν, πιθανώς και σε βάρος της Κίνας, αυτό παραπέμπει στη μετάβαση σε έναν κόσμο πολύ πιο διαιρεμένο, με αυτό που ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση» να έχει ουσιωδώς αναιρεθεί και με προφανώς πολύ πιο αυξημένη καχυποψία και εχθρότητα που θα φορτίζει πολύ πιο αρνητικά όλα τα «σημεία επαφής» ανάμεσα στα αναδυόμενα δύο μπλοκ.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα. Θα αρκεστούν ιδίως οι ΗΠΑ απλώς στη διαχείριση αυτής της έντασης; Θα προσπαθήσουν να τη μετατρέψουν σε έναν πόλεμο φθοράς του αντίπαλου μπλοκ; Θα υποστούν τις επιπτώσεις μιας αντίστοιχης στρατηγικής από την άλλη πλευρά;
Ότι οι ΗΠΑ έχουν μια στρατηγική όχι μόνο να παραμείνουν στην ηγεσία της Δύσης αλλά και να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να αναδυθεί αμφισβήτηση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τους είναι ένας διακηρυγμένος στόχος τους. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτές οι αμφισβητήσεις είναι πραγματικές, έχουν ήδη αναδυθεί, είτε μιλάμε για το γεγονός ότι η Ρωσία διατηρεί χαρακτηριστικά υπερδύναμης είτε για την κινεζική οικονομική και πολιτική πλέον ισχύ;
Ας σημειώσουμε εδώ ότι σε αντίθεση π.χ. με τα υπαρκτά εσωτερικά οικονομικά προβλήματα της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1980 – που επιτάθηκαν από το κόστος της «κούρσας των εξοπλισμών» – δύσκολα μπορεί κανείς να δει μια ανάλογη στρατηγική π.χ. ενάντια στην Κίνα.
Πάνω από όλα, όμως, αυτή η προσπάθεια αναγκαστικά θα φέρνει ολοένα και πιο κοντά το ενδεχόμενο της «θερμής» σύγκρουσης, που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από οποιαδήποτε ακολουθία αντιπαράθεσης που θα ξέφευγε από κάποια όρια.
Εάν αναλογιστούμε ότι αυτή τη στιγμή μιλάμε για σχεδιασμούς αμυντικούς, από όλες τις πλευρές, που δεν στηρίζονται τόσο στην «αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» (Mutually Assured Disaster – MAD) όσο και στην επιδίωξη της δυνατότητας «πρώτου χτυπήματος», το τι θα ήταν μια «θερμή» συνολικότερη αντιπαράθεση είναι κάτι που δεν θα θέλαμε καν να σκεφτούμε.
Τι σημαίνει ειρηνική συνύπαρξη και διεθνής συνεργασία σήμερα;
Εάν κάτι επίσης λείπει στον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται σήμερα η στρατηγική της Δύσης, με την διαρκή επίκληση αρχών και την απουσία προτάσεων για το πώς μπορούν να υλοποιηθούν, είναι μια εκδοχή «ειρηνικής συνύπαρξης» και «διεθνούς συνεργασίας» προσαρμοσμένη στο σύγχρονο κόσμο.
Αυτό θα σήμαινε μια πρόταση για το στη βάση ποιων κανόνων μπορούν σήμερα να συνυπάρχουν ισχυρές δυνάμεις χωρίς οι πολιτικές διαφορές τους να οδηγούν σε «θερμές συγκρούσεις» και πάνω σε ποια βάση μπορούν δυνάμεις που μπορεί να μη συμφωνούν στο πολιτικό ή το κοινωνικό μοντέλο να συνεργάζονται π.χ. για την αντιμετώπιση της κλιματικής καταστροφής (ζήτημα που εκ των πραγμάτων απαιτεί διεθνή συντονισμό).
Η έμμεση απαίτηση ότι ο πλανήτης θα είναι ειρηνικός και θα έχει διεθνή συνεργασία κατά βάση όταν όλα τα κράτη έχουν «φιλελεύθερες δημοκρατίες» και οικονομία της αγοράς, απαίτηση που φυσικά διατυπώνεται επιλεκτικά αφού δεν επεκτείνεται π.χ. στη Σαουδική Αραβία, μπορεί να ακούγεται ως «πολιτική αρχών» είναι προφανές ότι δεν διαμορφώνει σχετικά ταχεία μετάβαση σε ένα πιο ειρηνικό περιβάλλον. Άλλωστε, στην πραγματικότητα η συμμετοχή στην παγκοσμιοποίηση και η αποδοχή του καπιταλισμού ως αναπόδραστου οικονομικού ορίζοντα και από τη Δύση και από τους αντιπάλους της τις τελευταίες δεκαετίες αποδείχτηκε δυστυχώς ότι δεν έκανε τον κόσμο απαραίτητα πιο ασφαλή.