Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε την Πέμπτη ότι το ΝΑΤΟ θα αντιδράσει εάν η Ρωσία χρησιμοποιήσει χημικά όπλα στην Ουκρανία, ενώ έχει προειδοποιήσει προηγουμένως ότι η Μόσχα θα «θα πληρώσει βαρύ τίμημα» εάν το πράξει.
Η χρήση τέτοιων όπλων κατά του ουκρανικού λαού θα σηματοδοτούσε δραματική κλιμάκωση της εισβολής της Ρωσίας και πιθανότατα θα απαιτούσε σκληρά αντίποινα από τη Δύση.
Οι ανησυχίες αυξάνονται ότι η Ρωσία μπορεί να σχεδιάζει να κάνει αυτό το βήμα, αφού το Κρεμλίνο ισχυρίστηκε -ανυπόστατα- ότι η Ουκρανία και οι ΗΠΑ μπορεί να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους όπλα. «Είναι μια ένδειξη ότι μπορεί οι ίδιοι να ετοιμάζονται να το κάνουν και στη συνέχεια να επιχειρήσουν να ρίξουν την ευθύνη σε κάποιον άλλο» δήλωσε ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν.
Τα χημικά όπλα περιέχουν τοξικές ουσίες σχεδιασμένες να προκαλούν θάνατο ή βλάβη στους στόχους τους. Μπορούν να διασπείρουν επικίνδυνες χημικές ουσίες, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να επιτίθενται στον ανθρώπινο οργανισμό και να επιφέρουν τον θάνατο.
Η χρήση τους απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Η Ρωσία έχει υπογράψει τις εν λόγω συνθήκες και ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει χημικά όπλα, αλλά η χώρα -σύμφωνα με το CNN– έχει ήδη συνδεθεί με τη χρήση νευροπαραλυτικών ουσιών εναντίον επικριτών της τα τελευταία χρόνια.
Οι περιπτώσεις αυτές, όπως ισχυρίζεται το αμερικανικό δίκτυο, περιλαμβάνουν τις δηλητηριάσεις του Αλεξάντερ Λιτβινένκο, του Σεργκέι Σκριπάλ και του Αλεξέι Ναβάλνι.
Πού έχουν χρησιμοποιηθεί
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Γενεύης, το 1925, το οποίο απαγόρευσε τις επιθέσεις με χημικά όπλα.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με το Γραφείο Αφοπλισμού των Ηνωμένων Εθνών, 25 χώρες εργάστηκαν για την ανάπτυξη χημικών όπλων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Οι μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις οδήγησαν τελικά στην υιοθέτηση της Σύμβασης για τα Χημικά Όπλα (CWC) το 1992, η οποία απαιτεί από τα κράτη να καταστρέψουν τα αποθέματά τους και απαγορεύει την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη χρήση χημικών όπλων.
Υπήρξαν, ωστόσο, ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε μάχες – και οι περιπτώσεις αυτές οδήγησαν σε πολιτικές επιπτώσεις σε όλο τον κόσμο.
Ο πρώην ιρακινός δικτάτορας Σαντάμ Χουσεΐν χρησιμοποίησε διάφορα χημικά όπλα εναντίον του Ιράν κατά τη δεκαετία του 1980, και η χρήση τους στη Συρία την τελευταία δεκαετία έφερε την απειλή επέμβασης των ΗΠΑ στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας αυτής.
Οι επιθέσεις στη Γούτα το 2013 και στο Χαν Σεϊχούν το 2017, αφορούσαν και οι δύο τη φερόμενη χρήση αερίου σαρίν, ενός νευροπαραλυτικού παράγοντα που απαγορεύεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα του 1993.
Το 2013, η χρήση του αερίου, όπως ανέφεραν οι ερευνητές των Ηνωμένων Εθνών, ξεπέρασε μία από τις «κόκκινες γραμμές» του τότε αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ωστόσο δεν οδήγησε σε στρατιωτική δράση. Αντ’ αυτού, ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW) μετέβη στη Συρία για να παρακολουθήσει την καταστροφή του προγράμματος χημικών όπλων της χώρας.
Είναι η «κόκκινη γραμμή» της Δύσης;
Καθώς η δήλωση του Μπάιντεν μπορεί να ξυπνά μνήμες από την προειδοποίηση του Ομπάμα για την «κόκκινη γραμμή» το 2013, ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ένα «ενωμένο» -όπως ισχυρίστηκαν ηγέτες των κρατών-μελών της Συμμαχίας- ΝΑΤΟ στο πλευρό του.
Την Πέμπτη, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, δήλωσε ότι η συμμαχία θα ενισχύσει τα συστήματα χημικής, βιολογικής και πυρηνικής άμυνας εν μέσω φόβων για τις προθέσεις της Ρωσίας.
Σε κοινή δήλωσή τους, οι ηγέτες της G7 προειδοποίησαν τη Ρωσία κατά της χρήσης χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων.
«Οποιαδήποτε ρωσική χρήση χημικών ή βιολογικών όπλων θα αποτελούσε παραβίαση όλων των κανόνων, όλων των συμφωνιών και όλων των υφιστάμενων συμβάσεων» πρόσθεσε ο γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς.
«Μπορούμε μόνο να πούμε: Μην το κάνετε!» κατέληξε.