Ενας απομονωμένος απολυταρχικός άρχων στη Μόσχα παίρνει μια μοιραία απόφαση για πόλεμο βασιζόμενος σε υπεραισιόδοξες υποθέσεις που διαψεύδονται γρήγορα στο πεδίο της μάχης. Σύντομα, οι επιπτώσεις γίνονται αισθητές πίσω στην πατρίδα του καθώς η οικονομία βυθίζεται στο χάος και η πολιτική αναταραχή εντείνεται.
Οι σημερινοί τίτλοι των ειδήσεων θυμίζουν πολλούς πολέμους στο ρωσικό και σοβιετικό παρελθόν. Η Ιστορία εμπεριέχει αρκετές καταγραφές ανεπαρκώς εξοπλισμένων ρώσων στρατιωτών, υψηλού πληθωρισμού και βιομηχανικών κρίσεων εν καιρώ πολέμου, όπως και τυράννων περιβαλλόμενων από κόλακες. Οι προηγούμενοι πόλεμοι, βέβαια, δεν επιτρέπουν ασφαλείς προβλέψεις. Κάποιες από τις επεμβάσεις της Μόσχας – όπως εκείνη του 1956, όταν εισέβαλαν τεθωρακισμένα του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία και εγκαθίδρυσαν εκεί φιλοσοβιετική κυβέρνηση – πήγαν τελικά σύμφωνα με τα σχέδια. Παρ’ όλ’ αυτά – σημειώνει η Wall Street Journal -, η Ιστορία διδάσκει πως οι συρράξεις της Ρωσίας που ξεκινούν στο εξωτερικό ή στα σύνορά της καταλήγουν κάποιες φορές να κλονίσουν συθέμελα την ίδια τη χώρα. Ακολουθούν τρεις τέτοιες περιπτώσεις.
1 Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904 – 1905)
Η πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία των Ρομανόφ και την Ιαπωνική Αυτοκρατορία Μεΐτζι για την ηγεμονία στη Νοτιοανατολική Ασία κατέδειξε τους κινδύνους της υπερβολικής αυτοπεποίθησης της Μόσχας απέναντι σε έναν μικρότερο αντίπαλο. Αντίθετα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτόν δεν τον ξεκίνησε η Ρωσία. Την πρωτοβουλία την πήρε το Τόκιο με μία αιφνιδιαστική επίθεση στο ρωσικό ναυτικό στο Πορτ Αρθουρ, στη ρωσική Απω Ανατολή. Ο τσάρος Νικόλαος Β’ αποφάσισε να αντεπιτεθεί ολοκληρωτικά, πεπεισμένος πως η Ιαπωνία, ούτε μισόν αιώνα αφότου είχε αναδυθεί από τη φεουδαρχική απομόνωση, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί έναν ευρωπαϊκό στρατό.
Υποτίμησε όμως τον αντίπαλό του. Περίπου το ένα τέταρτο των 340.000 ρώσων στρατιωτών που συμμετείχαν σκοτώθηκαν σε μία μάχη κοντά στη σημερινή Σενιάνγκ της Κίνας καθώς η Ιαπωνία έριξε σε αυτήν σχεδόν όλο τον στρατό της. Σε ένα αποφασιστικό χτύπημα, η Ιαπωνία βύθισε ή αιχμαλώτισε στη Ναυμαχία της Τσουσίμα τα περισσότερα από τα 45 πλοία του ρωσικού Βαλτικού Στόλου.
Πίσω στην πατρίδα του, ο τσάρος αντιμετώπιζε ευρεία αναταραχή, συμπεριλαμβανομένων εργατικών απεργιών και μιας αιματηρής σύγκρουσης της αστυνομίας με διαδηλωτές. Η αναταραχή τροφοδοτούσε τα προβλήματα της Ρωσίας στον πόλεμο και τούμπαλιν, καθώς τα νέα των ταπεινωτικών ηττών υπονόμευαν το κύρος του τσάρου.
Τον Σεπτέμβριο του 1905, σε μία συνθήκη ειρήνης με διαμεσολαβητή τον αμερικανό πρόεδρο Θεόδωρο Ρούζβελτ (ο οποίος τιμήθηκε με Νομπέλ Ειρήνης για τον ρόλο του αυτό), η Ρωσία συμφώνησε να παραχωρήσει εδάφη. Η Πρώτη Ρωσική Επανάσταση του ίδιου έτους ανάγκασε τον τσάρο να απαρνηθεί την απόλυτη εξουσία που απολάμβαναν ο ίδιος και οι προκάτοχοί του επί σχεδόν 300 χρόνια.
2 Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)
O Νικόλαος Β’ ήταν ακόμα στην εξουσία όταν η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου, στις 28 Ιουνίου του 1914, πυροδότησε την πανευρωπαϊκή κρίση που κατέληξε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί τον θυμούνται σήμερα για τον πόλεμο χαρακωμάτων στο Δυτικό Μέτωπο, όπως γράφει όμως ο βρετανός ιστορικός Ντόμινικ Λίβεν στο βιβλίο του «Το τέλος της τσαρικής Ρωσίας», o Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σφράγισε και την τύχη της Ουκρανίας. Ο τσάρος, όπως και ο Βλαντίμιρ Πούτιν σήμερα, ήθελε να διατηρήσει μία ευρεία σφαίρα επιρροής. «Χωρίς τον πληθυσμό, τη βιομηχανία και τη γεωργία της Ουκρανίας, η Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα θα είχε πάψει να είναι μία μεγάλη δύναμη» σημειώνει ο Λίβεν.
Ο τσάρος οδήγησε τον ρωσικό στρατό στη μάχη κατά της Γερμανίας στο Ανατολικό Μέτωπο, όμως η αρχική πατριωτική ζέση γρήγορα υποχώρησε. Κατέστη σαφές πως ο ρωσικός στρατός ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένος, με ελλείψεις, ιδιαίτερα σε μηχανοκίνητα και επικοινωνιακό εξοπλισμό. O πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, η ρωσική βιομηχανία ήταν υπερβολικά αδύναμη ώστε να ανεφοδιάσει πλήρως τον στρατό και ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε.
Σύμφωνα με τον Πίτερ Γκάτρελ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και συγγραφέα πολλών βιβλίων για εκείνη την περίοδο, ένα πλεονέκτημα για τον Πούτιν είναι η απουσία μιας προσφυγικής κρίσης εντός της Ρωσίας τόσο σοβαρής όσο εκείνη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι μάχες εκτόπισαν εκατομμύρια Ρώσους. Ο ίδιος, ωστόσο, βλέπει αρκετές ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση: «Παρά τις δρακόντειες κυρώσεις που αντιμετωπίζουν οι επικριτές του πολέμου, θα συνεχίσουν να υπάρχουν εκφράσεις διαφωνίας, και οι οικονομικές πιέσεις μπορεί να μετρήσουν εις βάρος του σημερινού καθεστώτος. Υπάρχουν εικασίες για τη στάση των στρατηγών του Πούτιν, όπως υπήρχαν και το 1917».
Το 1917, έτος της Ρωσικής Επανάστασης, ο Νικόλαος Β’ παραιτήθηκε και οι Μπολσεβίκοι του Λένιν κατέλαβαν την εξουσία. Τον Μάρτιο του 1918, με τη συνθήκη του Μπρετ-Λιτόφσκ, στη σημερινή Λευκορωσία, η Ρωσία παραχώρησε αχανή εδάφη. Η συνθήκη προέβλεπε μία ανεξάρτητη Ουκρανία υπό γερμανική επιρροή – έπειτα όμως από την ήττα της Γερμανίας στο Δυτικό Μέτωπο, η Ουκρανία έγινε δημοκρατία της ΕΣΣΔ.
3 Ο σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν (1979 – 1989)
Το κομμουνιστικό σοβιετικό κράτος που ίδρυσε ο Λένιν είχε γίνει αρτηριοσκληρωτικό μέχρι το 1979, υπό τον ασθενικό Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Οι Σοβιετικοί, που έδιναν πάντα σημασία στις σφαίρες επιρροής, άρχισαν να ανησυχούν ότι ένας θεωρητικά κομμουνιστής ηγέτης στο Αφγανιστάν δεν ήταν επαρκώς φιλοσοβιετικός.
Το σχέδιο για το Αφγανιστάν έμοιαζε με αυτό που δείχνουν να έφτιαξαν οι στρατηγοί του Πούτιν για την Ουκρανία – καταλαμβάνουμε γρήγορα την εξουσία στην πρωτεύουσα, εκδιώκουμε τον ηγέτη και τον αντικαθιστούμε με έναν αχυράνθρωπο της Μόσχας. Το αφγανικό σχέδιο δούλεψε, τουλάχιστον αρχικά, καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις δολοφόνησαν τον Δεκέμβριο του 1979 τον πρόεδρο και εγκατέστησαν έναν ευνοούμενό τους.
Εκείνο που δεν είχαν υπολογίσει οι Σοβιετικοί ήταν η μακρά και αιματηρή κατοχή που ακολούθησε. Οπως σημειώνει ο Μπένζαμιν Ντένισον, ερευνητής στο think tank Defense Priorities, οι εισβολείς συχνά θεωρούν εσφαλμένα ότι όλα θα είναι τέλεια άπαξ και ξεφορτωθούν έναν ηγέτη που δεν τους αρέσει: «Αν κοιτάξετε την ποσότητα της ισχύος που χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί ένα καθεστώς στην εξουσία, είναι στην πραγματικότητα διπλάσιο ή τριπλάσιο από τη δύναμη εισβολής. Το ίδιο πρόβλημα είχαν και οι ΗΠΑ στο Ιράκ αφότου ανέτρεψαν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν». Παραπέμποντας στη σημερινή Ουκρανία, αφγανοί μουτζαχεντίν υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ παρενοχλούσαν τους σοβιετικούς κατακτητές με βλήματα από προηγμένα φορητά ρουκετοβόλα. Αρχές του 1989, οι σοβιετικές δυνάμεις αποσύρθηκαν.
Αυτή η ταπεινωτική υποχώρηση, καθώς και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, τροφοδότησαν την εντεινόμενη δυσφορία εντός των τειχών. Το 1991, το κομμουνιστικό καθεστώς στη Ρωσία έλαβε τέλος, και η Σοβιετική Ενωση διαλύθηκε. Ενα αποτέλεσμα της ντε φάκτο επανάστασης: η Ουκρανία έγινε ανεξάρτητο έθνος. Αυτή την ανεξαρτησία δίνει μάχη να υπερασπιστεί σήμερα.