Στα τέλη Ιουλίου του 1974 και ενώ ο ελληνισμός βρισκόταν υπό το σοκ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων συντάρασαν το αναγνωστικό κοινό με μια τραγική υπόθεση παιδοκτονίας.
Οι ηλικίες των εμπλεκομένων κατά την τέλεση του εγκλήματος επιβάλλουν τη μη αναδημοσίευση των προσωπικών τους στοιχειών.
Πρόκειται για την υπόθεση δολοφονίας δύο ανήλικων παιδιών και απόπειρας δολοφονίας του μικρότερου αδερφού τους, από την 24χρονη μητέρα τους, Κ.Ν. σε χωριό της Λάρισας.
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 30ης Ιουλίου 1974:
«Σε Μήδεια μετεβλήθη σήμερα το πρωί η Κ. Ν., ετών 24, μοδίστρα, όταν σε αρδευτικό κανάλι, δέκα λεπτά έξω από το [χωριό] που διαμένει, έρριξε τα τρία της παιδιά, τον Γ. 5 ετών, Β. 4 ετών και Α. 3 ετών, και έπεσε και η ίδια μέσα, για να τερματίση τη ζωή της.
»Η κίνησή της στοίχησε τη ζωή στα δυό της αγόρια, στον Β. και στον Α., ενώ η ίδια και ο τρίτος γυιός διασώθηκαν.
»Η σύγχρονη Μήδεια ξύπνησε ήρεμη, ζύμωσε και έφυγε από το σπίτι της, όπου έμενε με την πεθερά της, Β.Ε. ετών 65 – ο άνδρας της, Ν., 27 ετών είναι επιστρατευμένος – λέγοντας πως θα πάη στο χωράφι για το μπαμπάκι.
Η αιτία του κακού
»Αυτό το χωράφι φέρεται και από τους συγχωριανούς και γείτονες, σαν η πιθανή αιτία του κακού. Λέγεται ότι ο πεθερός της δράστιδος, πριν πεθάνη, άφησε κληρονομιά στον γυιό του και σύζυγό της το χωράφι, η πεθερά όμως σε χθεσινή λογομαχία της δήλωσε ότι δεν θα τους το δώση προτού πεθάνη και μέχρι τότε θα το διαχειρίζεται αυτή.
»Πιθανός η νεαρή δράστις, που τώρα νοσηλεύεται υπό κράτηση στο νοσοκομείο Λαρίσης, μαζί με τον γυιό της (βρίσκονται εκτός κινδύνου), να θύμωσε από την λογομαχία και στενοχωρημένη όπως ήταν και από την απουσία τους συζύγου της να προέβη στο διάβημά της.
Ο περαστικός
»Τη ζωή της ίδιας και του μικρού Α., έσωσε ο διερχόμενος συγχωριανός της Α.Κ., ετών 20, όταν περνώντας από το σημείο αυτό είδε τα σώματα τριών παιδιών να επιπλέουν. Έτρεξε, έβγαλε τα παιδιά, έτρεξε στο χωριό και με βοήθεια συγχωριανών και χωροφυλάκων επέστρεψε στο αυλάκι.
»Σε ένα σημείο που καλύπτεται από πυκνούς καλαμιώνες ανεκάλυψε την δράστιδα που προσπαθούσε να επιπλεύση στο νερό. (…) Οι γιατροί παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες δεν κατάφεραν να διασώσουν τα δύο παιδιά.
»Ο μικρός Α. έχει πάθει σοκ, βουρκώνει συνεχώς, αλλά δεν μιλάει. Όπως λέγουν οι συγχωριανοί της, η δράστις ήταν ήσυχος τύπος, καλή σύζυγος και νοικοκυρά. Τις τελευταίες όμως μέρες φαινόταν στενοχωρημένη. (…)
» Αύριο έρχεται ο σύζυγός της [και] θα γίνη πιθανώς και η κηδεία των δύο τραγικών θυμάτων».
Την επόμενη ημέρα
Μία ημέρα αργότερα ο σύζυγος της 24χρονης παιδοκτόνου φτάνει στη Λάρισα.
«Ζήτησε να την επισκεφθή, αλλά ο φρουρός και οι νοσοκόμες δεν τον άφησαν. [Ο σύζυγος] είπε ότι δεν ξέρει κι αυτός τι είναι εκείνο που έκανε την σύζυγό του να φθάση σ’ αυτό το σημείο.
»Η παιδοκτόνος ζήτησε επανειλημμένα από τις αδελφές νοσοκόμες να της φέρουν το παιδί της που επέζησε και νοσηλεύεται στην παιδιατρική κλινική του νοσοκομείου, αλλά για ψυχολογικούς λόγους δεν ικανοποίησαν την επιθυμία της.
»Το πρωι [στο χωριό] έγινε η κηδεία των δύο τραγικών θυμάτων, του Β. 4 ετών και του Α.3 ετών, την οποία παρακολούθησε πλήθος κόσμου.
«Δεν μετανοώ»
Σε συνομιλία μαζί της, η παιδοκτόνος, που φαινόταν ψύχραιμη και ήρεμη, είπε τα εξής σε απάντηση σχετικών ερωτήσεων:
Δεν μετανοώ για ό,τι έκαμα. Και ο άνδρας μου να ήταν στο σπίτι, πάλι θα έθετα τέρμα στη ζωή μου. Δεν είχα μέχρι χθες βρει τον τρόπο με τον οποίο θα τερμάτιζα την ζωή μου. Ήθελα να πάρω και τα παιδιά μου μαζί. Αν εγώ έφευγα από τη ζωή, αυτά πού θα τα άφηνα;
Η αφορμή του κακού είναι η πεθερά μου. Μέχρι που έμενε επί ένα χρόνο περίπου στον κουνιάδο μου, τα πήγαινα μια χαρά με τον άνδρα μου. Μόλις μπήκε στο σπίτι μας, άρχισε και η γκρίνια. Η ζωή μου έγινε μαύρη. (…)
Όταν ξεκίνησα για το χωράφι, πήρα τα παιδιά μαζί μου. Μόλις φθάσαμε στο χαντάκι με το νερό, το μυαλό μου θόλωσε. Δεν ήξερα τι έκανα. Σαν κάποιος να μ’ έσπρωξε και άρχισα να τα πετάω στο νερό.
Μετά έπεσα κι εγώ. Μόνο έτσι πίστευα πως θα λυτρωθώ. Τώρα δεν μετανοώ για ό,τι έκανα, αλλά δεν θέλω και να ζήσω».