H ειδική ομάδα εργασίας για την COVID-19 (ΕΤF) του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ πρώιμο να γίνει χορήγηση τέταρτης δόσης των mRNA εμβολίων για τον κοροναϊό στον γενικό πληθυσμό.
Δεύτερη αναμνηστική δόση στους 80 ετών και άνω
Ωστόσο και οι δύο ευρωπαϊκές αρχές, όπως αναφέρουν σε κοινή σημερινή ανακοίνωσή τους, συστήνουν τη χορήγηση δεύτερης αναμνηστικής δόσης σε άτομα 80 ετών και άνω μετά από ανασκόπηση των υπαρχόντων δεδομένων σχετικά με τον υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης με COVID-19 στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα αλλά και της προστασίας που παρέχει η τέταρτη δόση.
Διαβάστε επίσης: Άνοιξε η πλατφόρμα για εμβολιασμό με τέταρτη δόση
Οχι στους 60 και άνω χωρίς προβλήματα του ανοσοποιητικού
Το ΕCDC και ο ΕΜΑ σημειώνουν επίσης ότι δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή σαφείς ενδείξεις στην ΕΕ σχετικά με το ότι η προστασία που παρέχουν οι τρεις δόσεις των mRNA εμβολίων ενάντια στη σοβαρή νόσο μειώνεται σημαντικά στα άτομα 60 ως 79 ετών που δεν βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή – με αυτό το δεδομένο αναφέρουν ότι δεν χρειάζεται η άμεση χορήγηση τέταρτης δόσης στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Συμπληρώνουν πάντως ότι θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τα στοιχεία και αν η υπάρχουσα επιδημιολογική εικόνα αλλάξει, ίσως στο μέλλον καταστεί αναγκαία η τέταρτη δόση στα άτομα 60 ετών και άνω. «Στο μεσοδιάστημα, οι εθνικές αρχές θα λάβουν υπόψη τους τα δικά τους στοιχεία ώστε να αποφασίσουν αν χρειάζεται η χορήγηση τέταρτης δόσης στα άτομα εκείνα που αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης» αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Δεν υπάρχει όφελος για τους κάτω των 60 ετών
Σε ό,τι αφορά τους ενηλίκους κάτω των 60 ετών με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα, στην ανακοίνωση σημειώνεται ότι τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι θα υπάρξει επιπλέον όφελος από τη χορήγηση τέταρτης δόσης των εμβολίων.
«Ραντεβού» το φθινόπωρο πιθανώς με επικαιροποιημένα εμβόλια
Καθώς οι καμπάνιες επανεμβολιασμού θα αρχίσουν πιθανώς το φθινόπωρο, οι κατά τόπους αρχές θα είναι εκείνες που θα αποφασίσουν πότε είναι η καλύτερη στιγμή για τη χορήγηση επιπρόσθετων δόσεων, πιθανώς με επικαιροποιημένα εμβόλια, αναφέρουν το ECDC και ο ΕΜΑ.
Δεν υπάρχει θέμα ασφαλείας
Σημειώνουν ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν προκύψει φόβοι για θέματα ασφαλείας από τις μελέτες που αφορούν τις επιπρόσθετες αναμνηστικές δόσεις των εμβολίων.
Μόνο το 64% των κατοίκων της ΕΕ έχει λάβει τρίτη δόση
Στην ανακοίνωση υπογραμμίζεται ότι ο εμβολιασμός ενάντια στην COVID-19 παραμένει ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης της σοβαρής νόσησης κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πανδημίας, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρής νόσησης εξαιτίας της κυρίαρχης αυτή τη στιγμή παραλλαγής Ομικρον του SARS-CoV-2. Οι δύο ευρωπαϊκές αρχές συστήνουν για άλλη μια φορά στους πολίτες της ΕΕ να ολοκληρώσουν το εμβολιαστικό σχήμα τους – τόσο το βασικό όσο και εκείνο που αφορά τις ενισχυτικές δόσεις – ανάλογα με τις εθνικές συστάσεις των χωρών όπου διαμένουν. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζουν, ως το τέλος Μαρτίου του 2022 το 83% των κατοίκων της ΕΕ είχαν λάβει δύο δόσεις εμβολίων και μόνο το 64% είχε λάβει τρίτη δόση.
Τα δεδομένα για την τέταρτη δόση από το Ισραήλ
Τα στοιχεία σχετικά με την επίδραση της τέταρτης δόσης προέρχονται κατά κύριο λόγο από το Ισραήλ, αναφέρεται στην ανακοίνωση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η δεύτερη αναμνηστική δόση που χορηγείται τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά την πρώτη αναμνηστική δόση αποκαθιστά τα επίπεδα αντισωμάτων χωρίς να συνδέεται με θέματα ασφαλείας. Επίσης τα στοιχεία από το Ισραήλ δείχνουν ότι η δεύτερη αναμνηστική δόση παρέχει επιπλέον προστασία ενάντια στη σοβαρή COVID-19 – αν και όπως τονίζεται η διάρκεια αυτής της προστασίας δεν είναι ακόμη γνωστή και τα σχετικά στοιχεία είναι ακόμη περιορισμένα.
Οι εθνικές αρχές υπεύθυνες για τις τελικές αποφάσεις
Κλείνοντας οι δύο ευρωπαϊκοί οργανισμοί τονίζουν ότι οι εθνικές αρχές των κρατών-μελών είναι εκείνες που θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τη χορήγηση των εμβολίων στον πληθυσμό τους, συμπεριλαμβανομένων των αναμνηστικών δόσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η εξάπλωση της COVID-19, η επίδρασή της σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες αλλά και η ανάδυση νέων παραλλαγών του SARS-CoV-2.