Είναι ο άνθρωπος της επικαιρότητας. Τον βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, ζητούν τη γνώμη του, τοποθετείται δημόσια. Ο κεφαλονίτης καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου της Ενέργειας Νικόλαος Φαραντούρης σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και την Οξφόρδη. Ως εδώ καλά. Είναι όμως καθηγητής της Ευρωπαϊκής Εδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού και διευθυντής του αγγλόφωνου Μεταπτυχιακού «MSc in Energy: Strategy, Law & Economics» στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και διετέλεσε επί μία δεκαετία διευθυντής Νομικών Υπηρεσιών και Νομικός Σύμβουλος στη ΔΕΠΑ και πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της EUROGAS, της ένωσης ενεργειακών εταιρειών φυσικού αερίου στις Βρυξέλλες. Τα πεδία του δεν είναι γνώριμα, μα απασχολούν πια την καθημερινότητά μας. Από την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία μέχρι τους τσουχτερούς λογαριασμούς της ΔΕΗ και από το υγροποιημένο αέριο μέχρι τη νέα μάχη εντός Ευρώπης.
Εφτασε η εποχή που ένας «μετρ της ενέργειας», όπως τον αποκαλούν, έχει απαντήσεις και αυτές γίνονται θέμα στα κοινωνικά δίκτυα ή στα καφενεία. Ο καθηγητής Νίκος Φαραντούρης είναι αγαπητός στους φοιτητές, ενώ ο δημόσιος λόγος του έχει θεσμική νηφαλιότητα παρά το γεγονός πως έχει ταυτόχρονα αιχμές. Είναι εξάλλου σύμβουλος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα σε θέματα ενέργειας και ανταγωνισμού (σε τι άλλο;). Στη συνέντευξη μαζί του επιχειρώ να του θέσω απλά ερωτήματα των καθημερινών ανθρώπων που αυτές τις ημέρες ανοίγουν τους λογαριασμούς της ΔΕΗ ή συσκέπτονται με τις οικογένειές τους για τον μηναίο προϋπολογισμό με μπόλικη ανησυχία. Παράλληλα, ο καθηγητής μάς βοηθάει να καταλάβουμε την πράσινη μετάβαση, τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και τα μυστικά της απολιγνιτοποίησης. Δύσκολα θέματα, μα τα κάνει εύληπτα και τα θέτει προς κουβέντα. Με βεβαιότητα τα ζητήματα αυτά θα είναι τα κυρίαρχα και στη νέα πολιτική αντιπαράθεση και ζύμωση σε Ελλάδα και σε Ευρώπη.
Ερώτηση κατ’ αρχάς, ολίγον τι, βιογραφική. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε τόσο ενεργά… με την ενέργεια και επιστημονικά πώς συγκροτείται το πεδίο αυτό για το οποίο σήμερα όλοι μιλούν; Δεν είναι και συνηθισμένο.
Είναι ένα συναρπαστικό πεδίο! Η ενέργεια είναι ένας κατεξοχήν διεπιστημονικός τομέας. Οικονομία, δίκαιο, θεσμοί, ρύθμιση, κοινωνία, διεθνείς σχέσεις και γεωπολιτική συναντώνται, τέμνονται και αλληλεπιδρούν. Δείτε για παράδειγμα σήμερα: κρίσιμα διλήμματα και σταθμίσεις για τα κράτη ή τις επιχειρήσεις. Οι αποφάσεις στα ενεργειακά ποτέ δεν είναι μονοδιάστατες. Αυτό ανέκαθεν με προκαλούσε. Υπήρξα τυχερός διότι τόσο η επαγγελματική όσο και η ακαδημαϊκή μου επαφή με την ενέργεια τροφοδοτούσε η μία την άλλη: Στην Αθήνα, την Οξφόρδη και τον Πειραιά ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, στις Βρυξέλλες ως πρόεδρος της νομικής επιτροπής της EUROGAS και στη ΔΕΠΑ επί μία δεκαετία ως νομικός σύμβουλος, θέση από την οποία απεχώρησα το 2019 μετά τη δικαστική νίκη στη μακρόχρονη διαμάχη μας με την τουρκική BOTAS για τις τιμές αερίου και τον ερχομό των νέων μάνατζερ. Το 2012 εκδώσαμε τον πρώτο τόμο της γνωστής σειράς για το Δίκαιο της Ενέργειας. Εκτοτε το αντικείμενο απέκτησε επιστημονική αυτοτέλεια. Το 2014 ιδρύσαμε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς το πρώτο διεθνές διεπιστημονικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στην «Ενέργεια: Στρατηγική, Δίκαιο και Οικονομία» και η ανταπόκριση τόσο των νέων όσο και της επιστημονικής μας κοινότητας αλλά και της αγοράς είναι μέχρι σήμερα εντυπωσιακή. Στην ενέργεια αντανακλώνται η οικονομία, η κοινωνία, οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική. Κι αυτό λίγα πεδία το προσφέρουν σε τέτοιον βαθμό.
Από τη δική σας πείρα και γνώση, διαρθρώνεται σήμερα μια ενιαία ενεργειακή πολιτική ή ένας κοινός χάρτης εντός ΕΕ και Ευρώπης;
Οχι, δεν υπάρχει μία πραγματικά κοινή ενεργειακή πολιτική της ΕΕ – εφάμιλλη για παράδειγμα της ενιαίας νομισματικής πολιτικής – σε όλες τις εκφάνσεις της: τόσο στο εσωτερικό (εντός της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, όσο και στις εξωτερικές ενεργειακές σχέσεις. Ο στόχος της ενιαίας αγοράς ενέργειας έχει σε μεγάλο βαθμό γίνει πραγματικότητα εντός της ΕΕ, ωστόσο τα κράτη – μέλη παραμένουν αρκετά διχασμένα αναφορικά με το ενεργειακό τους μείγμα, τις προτεραιότητες και τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Η τελευταία ενεργειακή κρίση αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία το αποδεικνύουν: Αδυναμία λήψης απόφασης για κυρώσεις στη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα αλλά και δυστοκία στη λήψη γενναίων μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναφορικά με την ακρίβεια και το ενεργειακό κόστος.
Σήμερα όλοι μιλούν για τις τιμές και τους λογαριασμούς. Υψηλές τιμές, ακριβοί λογαριασμοί που ίσως μας πάνε σε ένα φάσμα ενεργειακής φτώχειας. Γιατί φτάσαμε εδώ;
Η ενεργειακή κρίση ξεκίνησε πέρυσι ως παγκόσμια, έφερε ωστόσο σύντομα στην επιφάνεια τις εσωτερικές παθογένειες στη χώρα μας: Τις ακριβότερες τιμές χονδρικής ρεύματος στην ΕΕ, υψηλότερες τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου σε σχέση με τις γειτονικές μας χώρες (καταλήξαμε να αγοράζουμε 30% υψηλότερα το ρωσικό φυσικό αέριο σε σχέση με τις τιμές στη Βουλγαρία μετά τις εξάμηνες διαπραγματεύσεις της ΔΕΠΑ με την Gazprom), τις υψηλότερες μεσοσταθμικά τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ και τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις σε μια σειρά αγαθών και υπηρεσιών. Ηδη από τον Σεπτέμβριο είχαν προταθεί συγκεκριμένα μέτρα και είχαν γίνει προειδοποιήσεις για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΔΕΠΑ – Gazprom, καθώς και για την ανάγκη δέσμης μέτρων ενάντια στις ανατιμήσεις: α) Δημοσιονομικών (μείωση φόρων, ΦΠΑ, ΕΦΚ, ενίσχυση εισοδήματος), β) Ρυθμιστικών (διεύρυνση κοινωνικού τιμολογίου, ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την άρση στρεβλώσεων, στη χονδρική ηλεκτρικής ενέργεια, πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής στη λιανική), γ) Ελεγκτικών (αυστηροί έλεγχοι για αθέμιτες πρακτικές, νόθευση του ανταγωνισμού, αισχροκέρδεια), τιμολογιακών (πρωτοβουλίες στη ΔΕΗ που οδηγούν τους υπόλοιπους παρόχους και την καταναλωτική συμπεριφορά). Για πολλούς μήνες η απάντηση ήταν ότι «το φαινόμενο είναι προσωρινό», «οι αγορές λειτουργούν καλώς» και ουδέν μέτρο ρυθμιστικό χρειάζεται.
Η όλη κρίση αυτή είναι απλώς υπερτοπική ή ανά χώρα συναντώνται και τοπικά χαρακτηριστικά;
Οι παράγοντες που πυροδοτούν από πέρυσι την ενεργειακή κρίση είναι καταρχήν εξωγενείς. Στην Ελλάδα ωστόσο αντιμετωπίζουμε πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις και προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι εξωγενείς παράγοντες συνοψίζονται στην ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης μετά την πανδημία, στις γεωπολιτικές συγκρούσεις και στις διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Σήμερα έχουμε και τον πόλεμο. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι σημερινό. Και φυσικά διαφέρει από χώρα σε χώρα διεθνώς, στη γειτονιά μας αλλά και εντός της ΕΕ. Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει τις τιμές στο ταμπλό: τις τιμές της βενζίνης, τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, τις τιμές φυσικού αερίου. Και να τις αντιπαραβάλει με το κατά κεφαλήν εισόδημα σε κάθε χώρα.
Μπορεί να γίνει κάτι, έστω τώρα, από τις κυβερνήσεις και την Ευρώπη;
Ολα τα κράτη – μέλη της ΕΕ έχουν προχωρήσει σε γενναία μέτρα αποκλιμάκωσης των τιμών σύμφωνα με τον OOΣΑ και την ΕΕ: Μειώσεις φόρων (ΦΠΑ ή/και φόρων στα καύσιμα), ρύθμιση των τιμών ενέργειας χονδρικής και λιανικής, φορολόγηση στα «ουρανοκατέβατα» κέρδη. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ενωση επεξεργάζεται (χωρίς να έχει ακόμη θεσπίσει) διάφορους μηχανισμούς για την απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και προτείνει στα κράτη – μέλη να εξαντλήσουν πρώτα το οπλοστάσιό τους εσωτερικά. Η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη: άνευ σοβαρών εθνικών φορολογικών και ρυθμιστικών παρεμβάσεων και μέχρι η Ευρώπη να συντονιστεί, το κόστος ενέργειας και η συνακόλουθη ακρίβεια δεν θα ανασχεθούν.
Αυτό που λέμε αποσύνδεση, απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό (ή ορυκτό) αέριο πώς, αλήθεια, μπορεί να επιτευχθεί όταν τόσες χώρες – ανάμεσά τους και η δική μας – παίρνουν τόσο μεγάλο ποσοστό από τη Ρωσία;
Δεν είναι όλες οι χώρες στην ΕΕ το ίδιο εξαρτημένες και κατά συνέπεια το ίδιο ευάλωτες. Είναι πάντως σαφές ότι άμεση απεξάρτηση δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς κραδασμούς. Γι’ αυτό άλλωστε και οι οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία δεν καταλαμβάνουν μέχρι στιγμής τον τομέα της ενέργειας. Ενδεχομένως οι Ευρωπαίοι βρεθούμε μπροστά σε απρόοπτες εξελίξεις (μετά μάλιστα το τελευταίο διάταγμα Πούτιν) και γι’ αυτό δεν χωρεί κανένας εφησυχασμός. Για τα άμεσα: Να στραφούμε σε εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις ενέργειας και να ενεργοποιήσουμε γρήγορα τις λιγνιτικές μονάδες που τα τελευταία χρόνια παρέμειναν υποστελεχομένες και απαξιωμένες. Για τα μεσο-μακροπρόθεσμα: Να επενδύσουμε σε δίκτυα και υποδομές για τη διαφοροποίηση του ενεργειακού μας μείγματος με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασπορά στην ιδιοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση, με ενεργειακές κοινότητες και την κοινωνία μαζί κι όχι απέναντι.
Πάντως, κύριε καθηγητά, φαντάζει εξόχως δύσκολο να εναρμονίσει κάποιος σήμερα την απανθρακοποίηση, απολιγνιτοποίηση με την ενεργειακή αυτάρκεια και απεξάρτηση από το φυσικό αέριο και ταυτόχρονα τις καλές τιμές για το μέσο σπίτι…
Χρειάζεται επανασχεδιασμός. Να δούμε τι ταιριάζει στη χώρα μας κι όχι απλώς να αντιγράφουμε αλλότρια μοντέλα. Είμαι υπέρ της κλιματικής μετάβασης, χωρίς όμως επικοινωνιακού χαρακτήρα εξαγγελίες που οδηγούν σε αδιέξοδο. Η απολιγνιτοποίηση είναι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει, αλλά ο ρυθμός απεξάρτησης από τον λιγνίτη πρέπει να λαμβάνει υπόψη α) την ασφάλεια εφοδιασμού, β) την επάρκεια σε προσφορά ηλεκτρικού ρεύματος και γ) το ενεργειακό κόστος. Ναι στα γενναία μέτρα, όχι στα πυροτεχνήματα. Η απόσυρση των λιγνιτικών με βάση τον κύκλο ζωής τους που είχε δρομολογηθεί ήταν μία σταθμισμένη και λογική πολιτική επιλογή που ανατράπηκε το 2019.
Η λογική εμπορευματοποίησης της ενέργειας είναι επίσης ένας εκ των λόγων για την κατακόρυφη αύξηση των τιμών;
Ναι, το πιστεύω βαθιά. Δείτε: η ενέργεια είναι βασικό κοινωνικό αγαθό. Ζεις χωρίς ενέργεια; Αν όμως ισχύει αυτό – και το πιστεύουμε – θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε και ως τέτοιο. Τα κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια στη πλάτη των καταναλωτών, οι στρεβλώσεις και η αισχροκέρδεια δεν μπορούν να γίνονται ανεκτά. Θεωρώ ότι το μεγαλύτερο λάθος της ελληνικής κυβέρνησης όλους αυτούς τους μήνες είναι ότι αντιμετωπίζει την ενέργεια απλώς ως αγοραίο αγαθό και αφήνει ανεξέλεγκτες τις αγορές να το διαμορφώσουν, παρότι τόσο η ελληνική όσο και η ευρωπαϊκή νομοθεσία δίνουν ευρύ περιθώριο επιλογών και προβλέπουν εργαλεία για ρυθμιστικές παρεμβάσεις, εποπτεία και ελέγχους.
Η μάχη για καλές τιμές και για ανακοπή του ράλι του πληθωρισμού στους λογαριασμούς θα είναι και εντός ΕΕ το επόμενο διάστημα;
Ναι, βεβαίως. Αφορά και την ΕΕ. Αλλά πρωτίστως τα κράτη – μέλη γιατί αυτά είναι δυστυχώς προσώρας τα όρια και η αρχιτεκτονική της ΕΕ. Οσοι επένδυσαν όλους τους μήνες στην ΕΕ για τη λύση στο ενεργειακό κόστος και την ακρίβεια, θα πρέπει να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική και στις προτεραιότητές τους. Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2022 είναι χαρακτηριστικά της αδυναμίας, ακόμα και τώρα, των κρατών – μελών να λάβουν από κοινού μέτρα για την ανάσχεση του ενεργειακού κόστους και της ακρίβειας. Φοβούμαι ότι η διαρκής μετάθεση του προβλήματος του ενεργειακού κόστους και της ακρίβειας στις Βρυξέλλες, είτε από άγνοια είτε από επιλογή, αποδεικνύεται ήδη αυτοκαταστροφική.
Η Ελλάδα έχει την υποδομή να υποδεχθεί το υγροποιημένο αέριο; Εχουμε και γι’ αυτό μια συζήτηση.
Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικές υποδομές στον τερματικό σταθμό υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου του ΔΕΣΦΑ στη νήσο Ρεβυθούσα. Ενα βιομηχανικό στολίδι για τη χώρα και ένα ισχυρό εργαλείο διαφοροποίησης των πηγών και οδεύσεων προμήθειας. Ωστόσο μόνο του το υγροποιημένο φυσικό αέριο στη Ρεβυθούσα δεν λύνει το πρόβλημα μόνιμα για πολλούς λόγους, οικονομικούς και τεχνικούς. Δυστυχώς, επίσης, δεν διαθέτουμε εκτεταμένους αποθηκευτικούς χώρους ούτε λειτουργικές σήμερα υπόγειες αποθήκες. Συνεπώς δεν χωρεί κανένας εφησυχασμός για την επόμενη περίοδο.
Και κάτι τελευταίο: Πώς επηρεάζει ο πόλεμος πραγματικά την όλη κρίση και τι εκτιμάτε για το προσεχές μέλλον; Αναφερθήκατε και πριν…
Τεκτονικές γεωπολιτικές μετακινήσεις στον άξονα της Ευρασίας (Ρωσία – Κίνα), οικονομική αστάθεια και παγκόσμιες τάσεις προστατευτισμού θα επηρεάσουν ακόμη περισσότερο τιμές και ασφάλεια εφοδιασμού. Απαιτείται επανασχεδιασμός της ενεργειακής μας πολιτικής με ορίζοντα 30ετίας. Κι επιτέλους: Οι αγορές δεν είναι τέλειες κι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει λύσεις για όλα.