Η Σοφία Δημοπούλου επιστρέφει με το έκτο της βιβλίο, «Καλύτερα να σ’ έλεγαν Λισσάβω», το οποίο κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα δυνατό μυθιστόρημα για τον έρωτα, τη φιλία, τη δύναμη μιας ιδέας, την περιπέτεια, όχι μόνο δύο εραστών, αλλά και μιας χώρας, της Ελλάδας, μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
H ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από το Νάσιο και τη Λισσάβω, δυο παιδιά που μεγαλώνουν στο Νησί, ένα χωριό του Ρουμλουκιού, του Ρωμιότοπου της Ημαθίας, κοντά στη λίμνη των Γιαννιτσών. Η ιστορία τους ξεκινά το 1911, όταν ακόμα ο τόπος τους είναι υπόδουλος στους Τούρκους.
Τα δυο παιδιά θα ζήσουν μαζί τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ένας κυκεώνας γεγονότων σύντομα θα τους χωρίσουν. Όμως ο έρωτας φαίνεται πως έχει το πάνω χέρι: Ούτε η ξενιτιά, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι προσωπικοί λαβύρινθοι, ούτε ακόμα κι αυτή η φυλακή δεν καταφέρνουν να σταματήσουν την επιθυμία και το όνειρο. Κι όταν τα χρόνια περνούν κι η Λισσάβω γίνεται Λίζα, ο Νάσιος αντιλαμβάνεται πως όλα έχουν αλλάξει· τόποι, ιδέες, πολιτική, ήθη, χαρακτήρες. Και με όλα τα μυστικά που τον βαραίνουν, το όνειρό του είναι να ενωθεί μαζί της, έστω και αργά.
Πώς θα καταφέρει να σταθεί, όμως, εμπρός της αγνός έπειτα από όσα τον έχουν στιγματίσει; Πότε θα καταφέρει να αφομοιώσει μέσα του το μυστικό που μόνο εκείνος κατέχει;
Τις απαντήσεις δίνει η Σοφία Δημοπούλου. Η συγγραφέας μίλησε στα «Νέα» για το νέο της βιβλίο, τη Δυτική Μακεδονία και τον έρωτα.
Πώς προέκυψε η ιδέα για το νέο σας βιβλίο;
Όλα ξεκίνησαν μέσα από το χορό. Πριν χρόνια, σε μάθημα παραδοσιακού χορού, ένα παλιό τραγούδι από την περιοχή του «Ρουμλουκιού» της Ημαθίας με τίτλο «Της Λισσάβως» μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Στην φαντασία μου, η Λισσάβω του τραγουδιού ζωντάνεψε και ήταν εκείνη που με οδήγησε στον τόπο της και την εποχή της.
Πώς συνδέεται με τα προηγούμενα;
Δεν συνδέεται, είναι διαφορετικό ως προς τον τόπο και ως προς τα πρόσωπα. Αν θέλαμε να βρούμε μια σύνδεση όμως, θα ήταν πως κι αυτό μιλά για μια ιστορία του παρελθόντος, ενταγμένη στο σαφές ιστορικό πλαίσιο του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Είναι μια εποχή που συχνά με απασχολεί στα βιβλία μου, ίσως γιατί είναι πλούσια σε ιστορικά γεγονότα που επηρεάζουν τις ζωές των ηρώων μου.
Γράφοντας για τη Δυτική Μακεδονία που έχετε στην καρδιά σας, γίνατε πιο συναισθηματική απ’ ότι ίσως περιμένατε;
Νομίζω πως όχι, αν και ο τρόπος που γράφω είναι κατά βάση συναισθηματικός. Θέλω να πω μ’ αυτό πως με ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των ηρώων μέσα στη δίνη των γεγονότων και κάποια από αυτά τα συναισθήματα ασφαλώς είναι και δικά μου, τα μεταγγίζω στο σώμα των προσώπων του βιβλίου, αφού είναι φορές που ταυτίζομαι μαζί τους. Είναι αναπόφευκτο για μένα να γράφω από «μέσα», από το εσωτερικό των ηρώων μου.
Το τραγούδι της Λισσάβως, πώς μιλάει μέσα σας;
Γενικότερα, η μουσική της Μακεδονίας, παρότι δεν είναι στα βιώματά μου, με συγκινεί και μου δημιουργεί έντονα συναισθήματα. Ίσως γιατί αγάπησα τον τόπο και τους ανθρώπους της, συνδέθηκα και με το ηχόχρωμά της. Το τραγούδι «της Λισσάβως» λειτούργησε μέσα μου ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο τώρα και το χτες αυτού του τόπου. Δεν μπορώ ακριβώς να καθορίσω τι ήταν αυτό που διέγειρε τη φαντασία μου, αυτή εξάλλου είναι και η μαγεία της Τέχνης. Αυτό που μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω είναι, πως κάθε νότα ζωγράφιζε μέσα μου τη μορφή της κεντρικής μου ηρωίδας.
- Μια και τοποθετείτε την ιστορία στην εποχή της τουρκοκρατίας, τι έρευνα χρειάστηκε να κάνετε για να είστε συνεπής στο κείμενό σας;
Το βιβλίο αυτό απαίτησε εκτεταμένη έρευνα σε πολλά ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν πως έπρεπε να αναπαραστήσω μια εποχή και να περιγράψω με αληθοφάνεια την καθημερινότητα ανθρώπων μιας περιοχής από την οποία δεν είχα βιώματα , ούτε καν τις ιδιαιτερότητες της ντοπιολαλιάς δεν γνώριζα. Τα πάντα έπρεπε να διερευνηθούν, τα ιστορικά γεγονότα, τα τοπικά έθιμα, τα τόσο ιδιαίτερα της περιοχής του Ρουμλουκιού, τα τοπωνύμια, η ντοπιολαλιά, η γεωγραφία του τόπου, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα κι έχουν καταγραφεί, η μουσική παράδοση, τα τραγούδια και οι χοροί. Όλα ήταν απαραίτητα για να στηθεί ένα σκηνικό να αναδείξει τη ζωή και τις πράξεις των ηρώων.
Ο έρωτας για σας, τελικά μπορεί να ξεπεράσει την ξενιτιά, τη φυλακή και τους πολέμους;
Ο έρωτας είναι κινητήρια δύναμη. Αρκεί και οι εραστές να πιστεύουν στη δύναμη αυτή και να την εμπιστεύονται. Τότε ο έρωτας ανθίζει, πλαταίνει και βαθαίνει ώστε να κρατήσει τους εραστές ενωμένους. Το να πιστεύουμε όμως ότι η αγάπη θα μας σώσει, ότι θα λύσει όλα μας τα προβλήματα και θα μας παρέχει μια συνεχή κατάσταση ευδαιμονίας ή ασφάλειας, μας κρατά καθηλωμένους σε φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις και αποδυναμώνει την αληθινή δύναμη της αγάπης, που είναι η δύναμη να μας μεταμορφώνει. Ο έρωτας μας δίνει ένα επιπλέον λόγο να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες της ζωής, μας ενδυναμώνει και μας οπλίζει με δύναμη. Ο ερωτευμένος αγαπά τη ζωή κι αυτό από μόνο του δίνει ελπίδα και απαντοχή.
Εκτός από συγγραφέας, είστε και πολιτικός μηχανικός. Σας βοηθάει αυτή η δραστηριότητά σας να χτίζετε τα βιβλία σας;
Πράγματι, οι πρακτικές μου σπουδές και η φύση της δουλειάς μου έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφω. Για παράδειγμα, πάντα γράφω φτιάχνοντας εξαρχής ένα σχεδιάγραμμα που το ακολουθώ όσο μπορώ πιο πιστά. Δεν θα μπορούσα να λειτουργώ διαφορετικά πέρα από την πιστή, κατά το δυνατό, τήρηση ενός αρχικού σχεδιαγράμματος. Σχεδιάζω εξαρχής τα βήματα που θα ακολουθήσω για να ξετυλίξω την ιστορία μου και να εκφράσω αυτά που θέλω, ξέροντας πως στην πορεία μπορεί να λοξοδρομήσω και λίγο, ανάλογα με το πόσο το αρχικό μου πλάνο εξυπηρετεί τον σκοπό μου. Προσπαθώ να κρατώ σφιχτή δομή, να μην πλατειάζω, να μην χάνομαι μέσα στη μυθοπλασία, να κρατώ ένα τέμπο στην αφήγηση. Πιστεύω πως αν δεν ήμουν μηχανικός, σίγουρα θα έγραφα αλλιώς.