Αναμφισβήτητα η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο στις 16 Μαΐου είναι ένα εξόχως σοβαρό γεγονός σε αυτή τη συγκυρία, καθώς έρχεται σε μια στιγμή που κυοφορούνται εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο τις οποίες πυροδοτεί και επιταχύνει ο νέος ψυχρός πόλεμος Δύσης και Ανατολής με αιχμή τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας και εμμέσως Ρωσίας και ΝΑΤΟ.
Διπλωματικές διεργασίες και ενεργειακή σκακιέρα
Η ακολουθία άλλωστε των γεγονότων σ’ αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν και δεν είναι τυχαίο ότι του τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο έχει προηγηθεί το Μάρτιο η επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη και το -με θέα το Βόσπορο- δείπνο με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Του δείπνου Μητσοτάκη – Ερντογάν, κατά το οποίο οι δύο ηγέτες συζήτησαν ως «σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ», αξίζει να σημειωθεί ότι προηγήθηκε η τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν -λίγες μέρες πριν το ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στην Τουρκία- οι κ.κ. Μπάιντεν και Ερντογάν.
Οι διπλωματικές αυτές διεργασίες επίσης μάλλον εξηγούνται και από τις ζυμώσεις στην ενεργειακή σκακιέρα της Μεσογείου και δεν είναι τυχαίο ότι τα ως τώρα μηνύματα δείχνουν ότι πιθανώς ο Μάιος με επίκεντρο τη σύνοδο σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών του σχήματος «3+1» (Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ) να δώσει ειδήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε παράλληλα τρέχουν εξελίξεις επαναπροσέγγισης του Ισραήλ με την Τουρκία και έχει ανακοινωθεί επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου μαζί με τον τούρκο υπουργό Ενέργειας Ντονμέζ στο Ισραήλ στις 24 Μαΐου.
Η απεξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας που αποτελεί πλέον στρατηγικό στόχο για τις ΗΠΑ και την ΕΕ επιταχύνει τις εξελίξεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι βέβαιο ότι θα ξανανοίξουν με ένταση εθνικά ζητήματα για τη χώρα μας όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το κυπριακό.
Το δια ταύτα των συζητήσεων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Στο πλαίσιο αυτό είναι βέβαιο ότι η προσοχή εδώ στην Αθήνα στρέφεται πριν απ’ όλα στο τι θα συζητήσουν στο Λευκό Οίκο οι κ.κ. Μητσοτάκης και Μπάιντεν για τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και ποιο θα είναι το δια ταύτα αυτών των συζητήσεων.
Ορισμένοι μάλιστα συνδέουν αυτές τις εξελίξεις με τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό της χώρας και ειδικότερα μιλώντας για επερχόμενες επώδυνες εθνικές συμφωνίες στα ελληνοτουρκικά για να γίνει η μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου της Μεσογείου συσχετίζουν αυτήν την προοπτική με τη στροφή του κ. Μητσοτάκη από τη ρητορική περί αυτοδυναμίας στη ρητορική περί σταθερών κυβερνήσεων που αφήνουν ανοιχτό το παράθυρο για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Το προηγούμενο διάστημα με αιχμή τον πόλεμο στην Ουκρανία η αντιπαράθεση που άνοιξε γύρω από το αν και πόσο «ανήκουμε στη Δύση» είναι χαρακτηριστική της όλης πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν «αναβαθμίσει» το ρόλο το αμερικανικού παράγοντα στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας σε σχέση για παράδειγμα με τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων όπου ο ευρωπαϊκός και ειδικότερα ο γερμανικός παράγοντας διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Από την άποψη αυτή μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να δέχεται πυρά από την αξιωματική αντιπολίτευση για τη γραμμή του «πιστού» και «δεδομένου συμμάχου» και τη λογική του «προκεχωρημένου φυλακίου» ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπολείπεται σε κινήσεις που δείχνουν ότι δεν αγνοεί τον αμερικανικό παράγοντα.
Το γεγονός ότι από το βήμα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ αυτό για το οποίο δήλωσε πριν από όλα υπερήφανος ο πρώην πρωθυπουργός ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών και μάλιστα διόλου τυχαία η Κουμουνδούρου είχε προσκαλέσει τον Ζόραν Ζάεφ ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμο.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία αλλά κατ’ ουσίαν η προβολή του συγκεκριμένου διπλωματικού έργου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αποτελούν διαπιστευτήρια προς τον αμερικανικό παράγοντα καθώς η ουσία της Συμφωνίας των Πρεσπών βρίσκεται στο άρθρο δύο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, δηλαδή με λίγα λόγια για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς.
Σημειώνεται δε ότι ο κ. Τσίπρας ήταν αυτός που είχε προτρέψει από του βήματος της Βουλής τον κ. Μητσοτάκη να συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ μιλάει για ένα «νέο Ελσίνκι» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Την ίδια άποψη για «νέο Ελσίνκι» έχει διατυπώσει και ο κ. Ανδρουλάκης.
Σε ότι αφορά το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό είναι σαφές ότι ο κ. Μητσοτάκης προτιμάει για το σενάριο μιας κυβέρνησης συνεργασίας το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη όπως αντίστοιχα από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας επίσης απευθύνεται στον ίδιο αποδέκτη για την «προοδευτική κυβέρνηση». Από τη μεριά του το ΚΙΝΑΛ δηλώνει ότι δεν θα γίνει το όχημα για να ξαναγίνουν πρωθυπουργοί οι κ.κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας.
Όλοι όμως συγκλίνουν σε ένα πράγμα: Αυτός που θα αποφασίσει για το πως θα κυβερνηθεί η χώρα θα είναι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι με τον εκλογικό συσχετισμό που θα διαμορφώσουν, πράγμα που σημαίνει ότι η συζήτηση για τις κυβερνητικές συνεργασίες θα γίνει σε εντελώς διαφορετική βάση από αυτή που γίνεται τώρα, δηλαδή προεκλογικά καθώς κάθε κόμμα έχει τους δικούς του ιδαίτερους εκλογικούς στόχους και σκοπιμότητες.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι με άξονα την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και την ατζέντα των συνομιλιών του με τον Τζο Μπάιντεν οι εξελίξεις σε κάθε επίπεδο αναμένονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.