Αν κάτι κάνει συγκινητική έως δακρύων την «εξομολόγηση» του Γιώργου Κωνσταντίνου και, επιπλέον, της δίνει, παρά τον ακραιφνή υποκειμενικό της χαρακτήρα, έναν αδιάβλητο τόνο, είναι το γεγονός πως όσα είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευτεί, ή μπορείς να τον ακούσεις να λέει, ενώ συζητάς μαζί του, δεν το κάνει με γνώμονα και αναφορά στον εαυτό του. Σαφέστατα μιλάει για τον ίδιο, αλλά ταυτόχρονα έχεις την αίσθηση πως το κάνει στο όνομα μιας ολόκληρης γενιάς – της γενιάς του.
Ωστόσο, όσο κι αν «καίγεται» κανείς όταν αναπολεί, δεν παύει ακόμη και στις συγκλονιστικότερες στιγμές του να μας δίνει ένα «περίγραμμα» των συνθηκών της παιδικής του ηλικίας που είχαν ως συνέπεια τον άνθρωπο που είναι σήμερα – ο συγκεκριμένος δηλαδή τωρινός εαυτός του κι όχι ένας άλλος. Με τη διαφορά ότι ο Γιώργος Κωνσταντίνου γνωρίζει το «περίγραμμα» – δεν αποκλείεται να ευθύνεται το θέατρο γι’ αυτό – να το μεταβάλλει σε μια απτή πραγματικότητα: «Υπήρξα ένα πολύ μελαγχολικό παιδί, ένα παιδί – αν μπορώ να το πω – της μοναξιάς. Ζούσα, ως παιδί πάντα, μέσα σε μια ζοφερή κατάσταση. Η μητέρα μου έλειπε πολύ συχνά σε περιοδείες με μπουλούκια και με μεγάλωνε η γιαγιά μου.
Μια γυναίκα πολύ νευρική, στα πρόθυρα, θα έλεγες, της σχιζοφρένειας. Δεν ένιωσα ποτέ αυτό που λέμε οικογενειακή θαλπωρή. Δεν είχα κανέναν άλλο να κάνω παρέα παρά μόνον τον εαυτό μου. Εφτιαχνα λοιπόν με χαρτιά ανθρωπάκια για να παίζω, έφτιαχνα όνειρα, φανταστικές ιστορίες, ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίζω τη μελαγχολία μου. Μια μελαγχολία που συνεχίστηκε κι αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος και είχα πάψει πια να είμαι παιδί, είμαστε πια στα 1946 με 1947. Εφτασα ν’ απολαμβάνω τη μελαγχολία αυτή μέσα σ’ ένα κλίμα μαζοχιστικής μοναξιάς. Εβγαινα στους δρόμους τον χειμώνα, τα άλλα παιδιά ήταν μέσα στο σπίτι, και κοίταζα να δω πού υπάρχει ήλιος – “ήλιος με δόντια” που λέμε – και πήγαινα και καθόμουν αντίκρυ του. Αισθανόμουν την αδειοσύνη και την ερημιά των δρόμων να με εμπνέουν. Αυτή η αίσθηση της μοναξιάς με ακολούθησε για πάρα πολλά χρόνια μετά, με αποτέλεσμα να μην έχω διάθεση για συντροφικότητα, να μην αισθάνομαι πως κάτι μου λείπει αν δεν υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα μου. Οπως τα αναπολώ, τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια υπήρξαν πολύ δυστυχισμένα. Τα παιδιά της γειτονιάς μου, παιδιά της κατοχής δηλαδή, ήταν σαν τα αδέσποτα σκυλιά, χωρίς μόρφωση, χωρίς τίποτε. Μαζεύονταν τα βράδια, κάνοντας συμμορίες, και κλέβανε περίπτερα ή βενζινάδικα. Την ώρα που τα παιδιά ξεκινούσαν για να πάνε να κλέψουν, χωρίς να μου έχει πει κανείς τίποτε, έφευγα και γύριζα σπίτι μου».
Είναι παρατηρημένο παγκοσμίως πως όσο μεγαλύτερη είναι η μελαγχολία και η μοναξιά που αισθάνεται ένα παιδί, τόσο εντονότερη γίνεται η κλίση του, η τάση του, η ροπή του, προς ένα επάγγελμα που, ενώ φαίνεται απολύτως εξωστρεφές, τόσο περισσότερο του δίνει τη δυνατότητα να διαχειριστεί τη μελαγχολία και τη μοναξιά του ως αυστηρά προσωπική του υπόθεση, χωρίς μάρτυρες. Και ποιο είναι το ιδεωδέστερο σ’ αυτή την περίπτωση επάγγελμα, αν όχι εκείνο του ηθοποιού; «Υπάρχει κάτι αξιοπερίεργο στη ζωή μου, που δεν έχει καμία λογική. Τη δουλειά αυτή δεν την επέλεξα ο ίδιος. Θα πρέπει να ήμουν 16 με 17 χρόνων και διαισθανόμουν ότι τα κατάλοιπα της ζωής που είχα κάνει ως τότε και της μοναξιάς που είχα βιώσει, δεν μπορούσαν ξαφνικά να με κάνουν ένα συγκροτημένο, σκεπτόμενο άτομο. Ενιωθα σκόρπιος μέσα μου, δίχως θεμέλια, αλλά πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει διαφορετικά με την καταστροφή που είχε χαρακτηρίσει τη ζωή μου; Ελεγα, τι να γίνω; Τι να γίνω; Να γίνω λοιπόν τεχνίτης. Μετά έλεγα “να πάω στην Εμπορική Σχολή”. Είδα όμως έναν σμηνίτη της Αεροπορίας, με τη γραβατούλα του, το μπουφανάκι του, μου άρεσε. Είπα “θα γίνω σμηνίτης”. Και πήγα ως εθελοντής στην Αεροπορία κι έγινα σμηνίτης, ήμουνα 18 χρόνων, μαύρη η ώρα που το αποφάσισα, πέρασα πολύ άσχημα. Εχοντας ακολουθήσει τη μητέρα μου στα μπουλούκια, όταν ήμουνα δώδεκα χρόνων, έβλεπα συνέχεια θέατρο, οπερέτες για την ακρίβεια, αλλά δεν μου έκανε καμιά ιδιαίτερη εντύπωση, ούτε είχα και καμιά σχετική διάθεση. Αν και με είχανε βγάλει αρκετές φορές στη σκηνή όταν χρειάζονταν ένα παιδί. Ωστόσο στη συνέχεια πήρα μέρος σ’ έναν ερασιτεχνικό θίασο που πήγαινε κι έπαιζε σε στρατόπεδα, θυμάμαι που είχαμε ανεβάσει το μονόπρακτο ενός παλιού γάλλου θεατρικού συγγραφέα, του Κουρτελίν. Επαιζα λοιπόν και θα πρέπει να ήμουνα και καλός, αλλά το θέμα δεν μ’ εντυπωσίαζε καθόλου, δεν το σκεφτόμουν καν. Θα πρέπει να ήμουν 18 χρόνων, όταν μια μέρα με ρώτησε απλά η μητέρα μου: “Θέλεις να γίνεις ηθοποιός;”. Απάντησα πως “ναι”. Ωστόσο θα έλεγα πως έγινα ηθοποιός εντελώς τυχαία. Ομως όταν πέρασα στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν, το θέατρο έγινε εξάρτηση, σαν ένα είδος ναρκωτικού. Ο Κουν σε ενέπνεε ώστε το θέατρο να μπαίνει μέσα στις φλέβες σου. Και κάναμε όλοι οι μαθητές του φοβερές προσπάθειες όχι μόνο για το ποιος θα γίνει ο καλύτερος ηθοποιός, αλλά και ο πιο μορφωμένος ηθοποιός. Συμμαθητές μου στη Σχολή ήταν η Μάρθα Βούρτση, ο Κώστας Καζάκος, η Κίττυ Αρσένη, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, η Μαρία Μαρμαρινού, που αργότερα μάλιστα έγινε γυναίκα μου. Μπορώ να πω ότι από τα χρόνια του σχολείου δεν μου είχε μείνει τίποτε, αν μορφώθηκα το οφείλω αποκλειστικά στο “Θέατρο Τέχνης”. Εκεί γνώρισα τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Τσέχοφ, το κλασικό και το σύγχρονο δραματολόγιο, ό,τι λογοτεχνικό. Ολα ξεκίνησαν από κει, αν και το ότι πήγα στο θέατρο ήταν κάτι εντελώς τυχαίο. Εμαθα ωστόσο είτε είμαι δύο ώρες πάνω στη σκηνή είτε ένα τέταρτο, να τα δίνω όλα. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, όταν επιστρέφω στο καμαρίνι είμαι ένα πτώμα».
Να υποκρίνεσαι με απόλυτο συναίσθημα
Είναι γνωστό, και όχι μόνο στον χώρο του θεάτρου, ένα δοκίμιο που έχει γράψει ο γάλλος φιλόσοφος Ντενί Ντιντερό, εδώ και δύο αιώνες, για το αν συγκινείται ή δεν συγκινείται ο ηθοποιός όταν παίζει πάνω στη σκηνή. Ο γνωστότερος στην Ελλάδα σχολιασμός του κειμένου αυτού, είναι ένα μάλλον σύντομο σημείωμα της Κατίνας Παξινού που ομολογεί ότι το παίξιμό της στηρίχθηκε πάντα, είτε έκανε την κυρία Αλβινγκ στους «Βρυκόλακες» του Ιψεν είτε τη «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ, στον συνδυασμό μιας πλούσιας, από πλευράς της, αισθηματικής προσέγγισης του ρόλου μ’ έναν ταυτόχρονα πνευματικό έλεγχο της προσωπικής της συγκίνησης ώστε να υπηρετηθεί αποτελεσματικότερα το «πνεύμα» και το «ήθος» του ενσαρκωνόμενου ρόλου: «Ηταν πολύ σωστή η απάντηση της Κατίνας Παξινού. Το πρώτο πράγμα που μάθαινες στη Σχολή του Κουν, ήταν να παίζεις, ή μάλλον να υποκρίνεσαι με απόλυτο συναίσθημα. Ηταν αδύνατον για τον Κουν να δεχτεί την “αναισθησία” του ηθοποιού. Χρειάζεται όμως πολύ μεγάλο ταλέντο, ή πολύ μεγάλη πείρα, για να μπορείς να ελέγχεις ή μάλιστα να συνδυάζεις δύο αντικρουόμενα πράγματα, δηλαδή να μπορείς να δουλέψεις το συναίσθημα μ’ έναν τρόπο που να το κάνει χειροπιαστό για σένα τον ίδιο και ταυτόχρονα να το φιλτράρεις ώστε να μην παρεμβαίνει στη βαθύτερη κατανόηση του κειμένου, που δεν έχει να κάνει με το πώς το αντιλαμβάνεται προσωπικά ακόμη και ο ιδιοφυέστερος ηθοποιός. Θυμάμαι στις πρόβες της “Δωδέκατης Νύχτας” έναν ηθοποιό, τον Θάνο Κανέλλη, να κλαίει ασυγκράτητα σε σημείο που να μην μπορεί να πει τα λόγια του, και τον Κουν να τον παρατηρεί, λέγοντας: “Δεν μας πνίγει ποτέ το συναίσθημα, το ελέγχουμε”. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Να νιώθει ο ηθοποιός τόσο αληθινός ώστε ανατριχιάζοντας (ξέρω ότι είναι λίγο μεταφυσικό αυτό που λέω τώρα), ενώ παίζει, να φεύγει η αύρα του, να κάνει τον γύρο της πλατείας και να ξαναγυρίζει στον ίδιο πάνω στη σκηνή. Δεν μπορείς ν’ αγνοείς το κοινό που υπάρχει στην πλατεία, γιατί τότε παίζεις για τον εαυτό σου, παίζεις δηλαδή από τη ράμπα και μέσα. Βέβαια μιλώ για πολύ δύσκολα πράγματα, γι’ αυτό χρειάζεται η μελέτη που έχει κάνει κανείς και συνεχίζει να κάνει και οι εμπειρίες που αποκτά καθ’ οδόν να είναι πολύ σοβαρές. Γι’ αυτό αποκαλώ το θέατρο και λειτούργημα, και επιστήμη, και εγκέφαλο, γιατί χρειάζεται να μπορείς να ελέγχεις το καθετί, τα πάντα».
Οταν έχεις να κάνεις με μια καριέρα εξήντα πέντε χρόνων, οτιδήποτε κι αν πάσχισε να ολοκληρώσει ένας άνθρωπος μέσα στα χρόνια αυτά, αισθάνεσαι αυθορμήτως την ανάγκη να τον ρωτήσεις για τους συναδέλφους του ή τους μη συναδέλφους του που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη μακρόχρονη πορεία του. Κι επιπλέον όταν πρόκειται για τον Γιώργο Κωνσταντίνου ποιοι υπήρξαν οι ρόλοι του στο θέατρο που τους θεωρεί ως το προσωπικό «δακτυλικό αποτύπωμά» του στην υποκριτική τέχνη: «Ξεκινώντας από τη μητέρα μου, που πραγματικά θυσιάστηκε για μένα, δεν αισθάνομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που να μπορώ να μιλήσω φανατικά γι’ αυτούς, για το πόσο δηλαδή έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη ζωή μου. Μην ξεχνάμε αυτό που σας είπα ήδη, ότι υπήρξα ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να ζητάει χάρες, ή να προσπαθεί να βρει ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν. Σχεδόν τυχαία θα μπορούσα να πω ότι υπήρξα σε κάποιες κινηματογραφικές επιτυχίες. Βέβαια δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι ευγνώμων για τον Αλέκο Σακελλάριο και τον Γιώργο Τζαβέλλα, δύο δημιουργούς που δεν είχανε κανένα λόγο να μου προσφέρουν τις επιτυχίες που έκανα μαζί τους, γιατί ήμουνα ακόμη πολύ νέος. Ιδιαίτερα τον ρόλο στην ταινία “Η γυνή να φοβήται τον άνδρα”. Ο ήρωας της ταινίας είναι γύρω στα πενήντα του χρόνια κι όταν τον έπαιξα δεν ήμουνα ακόμη ούτε τριάντα. Ο Σακελλάριος που μου έδωσε το εφαλτήριο με το προφιτερόλ στην ταινία “Χτυποκάρδια στο θρανίο” και με την ταινία “Καλώς ήρθε το δολάριο”. Ωστόσο όσους ανθρώπους κι αν ανακαλέσω, με την έννοια ότι με βοήθησαν, δεν μπορώ τελικά παρά να επικεντρωθώ στη μητέρα μου. Τώρα όσον αφορά τους ρόλους που μου έδωσαν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω τις δυνατότητές μου – βεβαίως είναι πολύ περισσότεροι οι ρόλοι που αγαπώ σε σχέση με τους ρόλους που έχω παίξει -, είναι ο ρόλος του θεατρίνου στον “Αμπιγέρ” και του Γιάννη Αγιάννη στους “Αθλίους” του Ουγκό, ο ρόλος στο “Αρτ” της Γιασμίνα Ρεζά και στον “Κατά φαντασίαν ασθενή” του Μολιέρου».
Οπως μιλάνε οι κανονικοί άνθρωποι
«Πριν κλείσουμε όμως θα ήθελα να αναφέρω ένα “ιστορικό” που διατηρεί πάντα κάποια σημασία για μένα. Πριν ακόμη γίνω ηθοποιός, όταν πήγα για πρώτη φορά σε Δραματική Σχολή, ήταν στη σχολή που είχε δημιουργήσει ο σκηνοθέτης και πολύ γνωστός θεατράνθρωπος Τάκης Μουζενίδης. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι στη Σχολή αυτή υπήρξαμε συμμαθητές με την Κατερίνα Γώγου. Επειδή όμως τη σχολή αυτή την επιδοτούσε ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Κοτζιάς, στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της πέθανε ο Κοτζιάς, και έκλεισε η Σχολή. Μετά γνώρισα έναν σκηνοθέτη, τον Μιχάλη Κουνελάκη, μου φάνηκε όμως λίγο περίεργος ως άνθρωπος και εγκατέλειψα τη Σχολή του. Στη συνέχεια έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου αλλά με απέρριψαν γιατί έπαιξα μ’ έναν τρόπο που θα έπαιζα και σήμερα, έναν τρόπο όμως που δεν είχε τον απαραίτητο για το “πνεύμα” αυτής της Σχολής, στόμφο. Ετσι πήγα στη Σχολή του Κουν όπου μιλούσανε όπως μιλάνε οι κανονικοί άνθρωποι».