Η Σφαγή τής Χίου τον Απρίλιο του 1822 υπήρξε αναμφίβολα το πρώτο γεγονός τής Ελληνικής Επανάστασης πού συγκίνησε βαθιά την πολιτισμένη Ευρώπη και προκάλεσε τα πρώτα μεγάλα κύματα φιλελληνισμού. Το Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου τέσσερα χρόνια αργότερα, συνδεδεμένο με τον ηρωικό θάνατο του λόρδου Βύρωνα, ενέτεινε και διεύρυνε τη διεθνή συμπάθεια για την Ελλάδα και την απελευθέρωσή της. Αλλά όπως καταδεικνύει η έμπρακτη πανευρωπαϊκή συμμετοχή και τραγική αυτοθυσία εκατοντάδων φιλελλήνων στην καταστροφική Μάχη του Πέτα (Ιούλιος 1822), ο φιλελληνισμός είχε ήδη αποκτήσει τους πρώτους ηρωικούς υποστηρικτές του. Σύσσωμη η διεθνής κοινή γνώμη της εποχής υποστήριξε με ρομαντικό ενθουσιασμό τη δημιουργία ενός ελληνικού έθνους πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας.
Η Χίος δεν συμμετείχε στην Επανάσταση του ’21. Η Χίος δεν κατεστράφη επειδή αντιστάθηκε στην οθωμανική εξουσία. Η Χίος παρέμεινε άοπλη και υποταγής στην Πύλη μέχρι και μετά την πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή από τον Κανάρη τον Ιούνιο του 1822. Πουθενά στο νησί δεν υπήρξε ποτέ καμία ένοπλη αντίσταση στα οθωμανικά στρατεύματα. Καθ’ όλη την πεντάμηνη διάρκεια των σφαγών (Απρίλιος – Αύγουστος) ο εθνικός στόλος Υδρας – Σπετσών – Ψαρών δεν ανέλαβε καμία απολύτως δράση εναντίον του οθωμανικού στόλου στη Χίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν βοήθησε καθόλου τη διαφυγή χιλιάδων απελπισμένων Χιωτών που συνωστίζονταν (και λιμοκτονούσαν) στις βόρειες ακτές του νησιού.
Η Σφαγή της Χίου ξεκίνησε σαν τραγική συνέπεια λανθασμένων και επιπόλαιων χειρισμών των Υδραίων (4/1821) και των Σαμιωτών (3/1822), χειρισμούς τους οποίους εκμεταλλεύτηκε η οθωμανική διοίκηση και ο οθωμανικός στρατός και στόλος για να επιβάλουν τη βούληση του σουλτάνου και να λεηλατήσουν το πλούσιο νησί. Τον Απρίλιο του 1821 ναυτική αποστολή Υδραίων και Σπετσιωτών υπό τον Ιάκωβο Τομπάζη έκανε μια άχρηστη επίδειξη δύναμης έξω από το λιμάνι της Χίου, ζήτησε από τους προύχοντες του νησιού να ξεσηκωθούν και να συνδράμουν οικονομικά τον Αγώνα και γρήγορα αποχώρησε άπραγη, έχοντας όμως εξάψει τις ανησυχίες των Τούρκων, οι οποίοι ενίσχυσαν τις αμυντικές τους δυνατότητες και συνέλαβαν αρκετούς ομήρους, οι επιφανέστεροι από τούς οποίους στάλθηκαν στην Πόλη όπου και φυλακίστηκαν.
Η απόβαση των Σαμιωτών υπό τον Λυκούργο Λογοθέτη στις φιλήσυχες νότιες ακτές των μαστιχοχωρίων σχεδόν έναν χρόνο αργότερα κατάφερε να κινητοποιήσει μόνο μια μικρή δύναμη χωρικών, εξοπλισμένων με τσάπες, μαχαίρια και λοστούς. Οπλα και πολεμοφόδια δεν υπήρχαν, όπως και δεν έγιναν παροχές τροφίμων και εφοδίων από χωριά και κοινότητες στην πορεία των επαναστατών Σαμιωτών προς την πόλη της Χίου. Οι τουρκικές δυνάμεις οχυρώθηκαν στο κάστρο αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι θα τις πολιορκούσαν ήταν ελαφρά οπλισμένες, αδιοργάνωτες και διηρημένες: ο χιώτης συναρχηγός Αντώνης Μπουρνιάς, παρά τη φημολογούμενη υπηρεσία του ως υπολοχαγού στον γαλλικό στρατό, αποδείχτηκε εξαρχής υπερφίαλος και αναποφάσιστος, ο δήθεν εκπρόσωπος των χιωτών προυχόντων νεαρός Ιωάννης Ράλλης ανίκανος να προσελκύσει οιαδήποτε οικονομική στήριξη, ενώ ο σαμιώτης στρατάρχης Λογοθέτης δεν κατόρθωσε να αποτρέψει το εκστρατευτικό του σώμα από λεηλασίες, ούτε να επιβάλει σύστημα «διοικητικών εφόρων» κατά το πρότυπο της Σάμου στην παραδοσιακή διοίκηση της δημογεροντίας Χίου. Διηγήσεις και ημερολογιακά κείμενα της εποχής καταγράφουν ότι, μετά την απρόσκοπτη απόβασή τους στη Χίο, οι Σαμιώτες θεώρησαν τη σύμπραξη των Χιωτών δεδομένη και απαίτησαν στρατολογήσεις, παροχές και τροφοδοσίες. Απολύτως κανένας αυτόπτης μάρτυρας σε καμιά περιγραφή δεν τους καλοδέχεται ως ελευθερωτές, αντίθετα τους κατηγορούν ότι επιδίδονται σε κατασχέσεις και αρπαγές. Επίσης δεν μαρτυρείται καμία απολύτως συνεννόηση εκ των προτέρων μεταξύ του Λυκούργου Λογοθέτη και της κεντρικής διοίκησης των επαναστατικών δυνάμεων.
Μεγάλη Παρασκευή, 1822
Η αποτυχία της εκστρατείας των Σαμιωτών θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαρχής δεδομένη. Αλλωστε και οι ίδιοι βιάστηκαν να δραπετεύσουν από το νησί με ψαριανά καράβια, ανάμεσά τους και ο Χιώτης Μπουρνιάς, μόλις εμφανίστηκε ο αποβατικός στόλος του Νουαγί Ζααντί Αλή Πασά (ή Καρά Αλή) στις 30 Μαρτίου, είκοσι μόλις μέρες μετά την άφιξη των Σαμιωτών. Τις αμέσως επόμενες μέρες αποβιβάστηκαν στη Χίο 7.000 τακτικοί στρατιώτες του οθωμανικού στρατού με τους αξιωματικούς τους. Οι δυνάμεις του Καρά Αλή πλησίαζαν πλέον τις 9.000 άνδρες, συγκαταλεγομένης της μόνιμης φρουράς του κάστρου και των χιλίων στρατιωτών περίπου που επέβαιναν στη ναυαρχίδα και τις φρεγάτες που τη συνόδευαν. Τα αντίποινα της Πύλης στην επιπόλαιη πρωτοβουλία του Λυκούργου Λογοθέτη ξεκίνησαν τη Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου: απαγχονίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν εκατοντάδες όμηροι στη Χίο και στην Πόλη, σφαγιάστηκαν χιλιάδες στη Χώρα και στα περίχωρα, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν μεγάλες περιοχές. Χωρίς καμία διακοπή ή χειρονομία ανθρώπινου οίκτου, την Κυριακή του Πάσχα σφαγιάστηκαν πολλές χιλιάδες γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά και στη Νέα Μονή (όπου ακόμη σώζονται τα οστά τους). Ακολούθησαν απάνθρωπα μαρτύρια, εξανδραποδισμοί, θανατώσεις βρεφών, βιασμοί, ακρωτηριασμοί. Οι σφαγές των κατοίκων και λεηλασίες του νησιού συνέχισαν ασταμάτητα μέχρι και το τέλος Μαΐου, δηλαδή για δύο ολόκληρους μήνες και επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το κεντρικό και βόρειο τμήμα της Χίου, με αποκορύφωμα την αποτρόπαιη σφαγή στο Κάβο Μελανιός, το οποίο και διατηρεί το όνομά του μέχρι σήμερα διότι η θάλασσα μελάνιασε από το αίμα των αθώων θυμάτων.
Εάν η επιπολαιότητα των Σαμιωτών προκάλεσε την πρώτη δίμηνη σφαγή της Χίου, η επιτυχής πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή τη νύχτα του Ραμαντάν της 6ης Ιουνίου (που συνοδεύτηκε από τον θάνατο όχι μόνο του ιδίου και της φρουράς του αλλά και των 800 χιωτών αιχμαλώτων που βρίσκονταν φυλακισμένοι στη ναυαρχίδα) προκάλεσε την εκδικητική δεύτερη σφαγή που διήρκεσε μέχρι και τον Αύγουστο του ’22 και κατέστρεψε το νησί ολοσχερώς. Μέχρι τότε η διαταγή του σουλτάνου εξαιρούσε τα μαστιχοχώρια από την καταστροφή διότι είχαν τεθεί υπό τη μόνιμη προστασία της βαλιδέ σουλτάνας, με ιδιαίτερα προνόμια λόγω της παραγωγής τής μαστίχας. Η εξαίρεση ανεκλήθη, τα εύπορα μαστιχοχώρια, στα οποία είχαν καταφύγει και πολλοί κάτοικοι άλλων χωριών, κατακάηκαν, λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν. Η φλεγόμενη, απροστάτευτη Χίος προσείλκυσε χιλιάδες άτακτους παραστρατιωτικούς και πλιατσικολόγους από τα κοντινά παράλια του Τσεσμέ, με σκοπό κυρίως την αρπαγή αιχμαλώτων για τα δουλοπάζαρα της Σμύρνης, της Πόλης, του Καΐρου. Χιλιάδες Χιώτες και Χιώτισσες αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον ισλαμισμό, να υπηρετήσουν εμπόρους και γαιοκτήμονες στα βάθη της Ανατολίας, της Αιγύπτου, του Αλγερίου, της Τυνησίας. Ορισμένοι τυχεροί εξαγοράστηκαν από συγγενείς τους που επέζησαν, οι περισσότεροι όμως δεν επέστρεψαν ποτέ στο νησί και στις οικογένειές τους.
Μετά το πέρας των σφαγών και την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων, λιμοί και λοιμοί κατέτρυχαν το νησί για πολλά χρόνια. Τα πτώματα παρέμεναν ακήδευτα και άθαφτα. Εστίες μολύνσεων, ιδιαίτερα στις περιοχές της Χώρας και του Βροντάδου, έφθειραν την υγεία των κατοίκων για δεκαετίες, με κατάλοιπα λοιμώξεων μέχρι και την επίσκεψη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού μετά τους μεγάλους σεισμούς του 1881, όπως άλλωστε είχε διαπιστώσει και ο γάλλος γιατρός Αd. Testevuide κατά την πολυετή παραμονή του στη Χίο (Le Tour du Monde, 1877/8).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ηρωισμός του Κανάρη διέσωσε την εθνική μνήμη της Χίου, χαρίζοντάς της όχι μόνο το αιώνιο κλέος της ύστατης αυτοθυσίας αλλά και την ένδοξη δάφνη της δίκαια επαναστατημένης Ελλάδας. Τα δύο συνυφασμένα γεγονότα προκάλεσαν αμέριστο θαυμασμό και βαθύτατη συγκίνηση σε όλες τις πολιτισμένες χώρες. Αλλά βέβαια δεν απέτρεψαν την ήδη προδιαγεγραμμένη από την Πύλη καταστροφή των Ψαρών τον Ιούλιο του 1824 από τις ορδές του Ιμπραήμ, γεγονός που και πάλι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την παρέμβαση του ελληνικού στόλου που παρέμεινε περιορισμένος στα παράλια της Πελοποννήσου, παρά τις επικλήσεις των Ψαριανών και των Ανδρίων με επικεφαλής τον Θεόφιλο Καΐρη.
Διακόσια χρόνια μετά τον σφαγιασμό, εξανδραποδισμό ή την αναγκαστική δουλεία του πληθυσμού ενός άοπλου νησιού του Αιγαίου από εντεταλμένα οθωμανικά στρατεύματα, η ιστορική αποτίμηση δεν μπορεί παρά να πει την αλήθεια. Η Χίος του 1822 συντηρούσε ελληνο-ορθόδοξο πληθυσμό 120.000 και μειονοτικούς πληθυσμούς 8.000 (Τούρκους, καθολικούς Γάλλους και Ιταλούς, λίγους Αρμένιους και Εβραίους, λίγους λεβαντίνους ). Μετά την καταστροφή απέμειναν ίσως 30.000 ηλικιωμένοι, ανάπηροι, τραυματισμένοι κάτοικοι – πολλοί, κατά την ομολογία του περιηγητή Maxime de Camp σε επιστολή του 1829 προς τον φίλο του Gustave Flaubert, ανήμποροι να επικοινωνήσουν, μισότρελοι, ζώντας κρυμμένοι στην ύπαιθρο σε ημιάγρια κατάσταση.
Επί ανθρωπιστικής βάσεως, σε τι διαφέρει η γενοκτονία των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ελλήνων της Σμύρνης από τη γενοκτονία της Χίου; Το νησί δεν παρείχε δυνατότητες διαφυγής. Ο πληθυσμός παρέμεινε άοπλος και απόλεμος, έρμαιος στις οπλισμένες ορδές των εισβολέων. Κανένας οθωμανός στρατιώτης ή πολίτης δεν σκοτώθηκε στις ελάχιστες αψιμαχίες που έγιναν, κυρίως με σκοπό την αυτοπροστασία. Πριν την άφιξη του στόλου του Καρά Αλή, υπήρχαν ήδη συνολικά τουλάχιστον 1.200 όμηροι φυλακισμένοι στο κάστρο της Χώρας και στην Κωνσταντινούπολη: όλοι ανεξαιρέτως απαγχονίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν την ημέρα του Πάσχα του 1822. Τους ακολούθησαν σχεδόν εκατό χιλιάδες αθώοι νησιώτες τους επόμενους πέντε μήνες. Το ερώτημα της Ιστορίας παραμένει εύλογο και (παρά τη λήθη διακοσίων ετών) άκρως επίκαιρο: η Σφαγή της Χίου πρέπει να αναγνωριστεί επιτέλους διεθνώς ως γενοκτονία του πληθυσμού της Χίου από τον οθωμανικό στρατό κατ’ εντολή του σουλτάνου Μαχμούντ Β’.