«Ο 53χρονος Γιάννης Σκαφτούρος που δολοφονήθηκε πριν από έξι ημέρες στα Σκούρτα Βοιωτίας είχε δραστηριότητα και συνεργάτες στην Αττική, στη Ζάκυνθο, στη Μύκονο, στη Βουλγαρία και στην Κύπρο και θεωρούμε ότι ίσως δολοφονήθηκε στη συνέχεια ημιτελούς συμβολαίου θανάτου το 2020 στα νότια προάστια της Αθήνας ή και για άλλους λόγους. Ηταν τέτοιες οι προσβάσεις του και η ισχύς του, που όταν ήταν κρατούμενος σε φυλακές της χώρας τον άφηναν να βγαίνει παρατύπως από τη φυλακή και να έχει συναντήσεις με συνεργάτες του, να διασκεδάζει και να γυρίζει αργά τα βράδια. Δυστυχώς στην επίθεση στα Σκούρτα υπήρχε καθυστερημένη άφιξη αστυνομικών στο σημείο για τουλάχιστον 30-40 λεπτά και έτσι χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω οι εκτελεστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο δολοφόνοι του 53χρονου επιχειρούσαν να επισκευάσουν την ανατραπείσα μοτοσικλέτα τους για περίπου… μισή ώρα, χωρίς κανείς να τους ενοχλεί!» επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ.
Ο ίδιος παρακολουθεί τις έρευνες για τη διαλεύκανση της εν ψυχρώ δολοφονίας του 53χρονου ποινικού, η οποία έρχεται σε συνέχεια περίπου 25 εγκληματικών επιθέσεων στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος που έχουν σημειωθεί την τελευταία πενταετία στην Αττική και από τις οποίες σχεδόν όλες είναι ανεξιχνίαστες.
Το «μυστήριο» με τις άδειες
Αναφερόμενος στις κινήσεις του Σκαφτούρου αναφέρει ότι «ο ίδιος γνώριζε την τελευταία διετία ότι θα μπορούσε να ήταν στόχος πληρωμένων εκτελεστών και ανάμεσα στα άλλα φοβόταν επίθεση από δράστες που θα ήταν ντυμένοι αστυνομικοί για να τον παραπλανήσουν. Γι’ αυτό και όταν ελέγχθηκε από άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ, προ διετίας στη Γλυφάδα, εξέφραζε φόβους ότι οι αστυνομικοί είναι μεταμφιεσμένοι κακοποιοί κι απέφευγε να κατέλθει από το θωρακισμένο αυτοκίνητό του. Σε εκείνον τον έλεγχο όπου εντοπίστηκε με παράνομο οπλισμό, καταγράφηκε και η παρουσία ορισμένων από τους φρουρούς του, ένας από τους οποίους ήταν συγγενής γνωστού ποινικού που είχε συλληφθεί παλαιότερα για δολοφονία. Κι εκείνος ωστόσο ο συνοδός ασφαλείας είχε πάρει άδεια από τον 53χρονο την ώρα της δολοφονικής επίθεσης στα Δερβενοχώρια, κάτι που γνώριζαν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της εγκληματικής ενέργειας, πιθανόν από άγνωστο «πληροφοριοδότη» ή παρακολουθήσεις. Παρόμοιες περίεργες πρόσκαιρες αποχωρήσεις «φρουρών» δολοφονηθέντων είχαμε και σε άλλα συμβόλαια θανάτου, κάτι το οποίο συνεκτιμούμε. Υπεύθυνος στη φρουρά του Γιάννη Σκαφτούρου ήταν πρώην διοικητής αστυνομικού τμήματος, τον οποίο είχε γνωρίσει όταν ο ένστολος υπηρετούσε στη Διεύθυνση Μεταγωγών της ΕΛ.ΑΣ., όπου είχαν μεταφερθεί ο 53χρονος και συνεργοί του. Ο ίδιος πρώην αξιωματικός φέρεται ότι είναι και φρουρός γνωστού ιδιοκτήτη νυκτερινών κέντρων».
Ο ίδιος αξιωματούχος συμπληρώνει: «Εχουμε σαφείς ενδείξεις για τα άτομα που κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του Γιάννη Σκαφτούρου και τα κίνητρά τους, και επιχειρούμε να εκμεταλλευθούμε τα λάθη τους στην παράτολμη εγκληματική επιχείρηση της Βοιωτίας. Εχουμε πληροφορίες ότι ο 53χρονος και ορισμένα άλλα άτομα που ασχολούνται με το εμπόριο καυσίμων είχαν έλθει σε ρήξη με άλλους ιδιώτες σε αυτόν τον τομέα που έχουν επαφές με ποινικούς αλλά και διασυνδέσεις με αστυνομικούς και με πολιτικούς παράγοντες. Αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ και μερικά χρόνια έχει δραστηριοποιηθεί μια ισχυρή «οργάνωση» στον χώρο της ελληνικής μαφίας με βάση στα δυτικά προάστια κι όχι μόνο, που εξοντώνει μεθοδικά τους αντιπάλους της και τελειοποιεί τις επιθέσεις της με «στρατολόγηση» εκτελεστών και άρτια οργάνωση στις ενέργειές της…».
Το λαθρεμπόριο καυσίμων
Ο Γιάννης Σκαφτούρος απασχολεί την τελευταία 30ετία τις ελληνικές αρχές και θεωρούνταν ένα από τα κορυφαία μέλη του εγχώριου οργανωμένου εγκλήματος, με δράση εντός και εκτός φυλακών. Ακόμα και σε πρόσφατες συζητήσεις του με αστυνομικούς δεν αρνούνταν ότι ασχολούνταν με το λαθρεμπόριο καυσίμων (αποφέρει συνολικώς ετήσια κέρδη της τάξης των 250 εκατ. ευρώ στα κυκλώματα), όπως και ορισμένα άτομα από το προσωπικό περιβάλλον του, αποκτώντας κυρίαρχο ρόλο. Εχοντας πρατήρια βενζίνης στα δυτικά προάστια που ανήκαν σε «αχυρανθρώπους» αλλά και δίκτυο ποινικών που αποθήκευαν λαθραία καύσιμα και υλικά νόθευσης από γειτονικές χώρες σε παράνομες δεξαμενές στον Ασπρόπυργο, στη Μαγούλα και σε άλλες περιοχές των δυτικών προαστίων. Πρόκειται για μια ενασχόληση που θεωρείται η πλέον δημοφιλής στον χώρο της ελληνικής μαφίας, αφού η προστασία νυκτερινών κέντρων λόγω και της πανδημίας δεν απέφερε σημαντικά έσοδα στους κακοποιούς. Με τα κυκλώματα να επιχειρούν να αποκτούν προσβάσεις σε κρατικές υπηρεσίες ελέγχου – μέσω και προσωπικών γνωριμιών με συγγενείς ελεγκτών – ώστε να αλλοιώνονται τα δεδομένα δειγματοληπτικών ελέγχων. Ακόμα και πρόσφατα, υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. απασχολήθηκαν με ύποπτες επαφές αστυνομικών, με προσβάσεις στην Κατεχάκη, στα δυτικά προάστια, χωρίς να δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε.
Οσο δε αφορά τις ενέργειες και τις διασυνδέσεις συνεργατών του Γιάννη Σκαφτούρου, στις 29 Νοεμβρίου 2019 η Οικονομική Αστυνομία εξάρθρωσε κύκλωμα διακίνησης λαθραίων καυσίμων με την εμπλοκή συνολικά 72 ατόμων που πλαισίωναν τέσσερις υποομάδες με αποθήκες σε Κορωπί, Ασπρόπυργο και Μενίδι όπου εντοπίστηκαν 24 τόνοι χημικών διαλυτών και φορτηγά, με την απώλεια των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων να υπολογίζεται σε περίπου 2,5 εκατ. ευρώ.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Σύμφωνα με τη δικογραφία στο κύκλωμα είχαν κύριο ρόλο συγγενείς του Γιάννη Σκαφτούρου, ενώ ως ηγετικό μέλος εμφανιζόταν 52χρονος Κύπριος ο οποίος το 2018 είχε συστήσει στη Βουλγαρία μεταφορική εταιρεία που είχε στην ιδιοκτησία της φορτηγά με τα οποία γινόταν η μεταφορά των χημικών διαλυτών. Ο εν λόγω ιδιώτης είχε κατηγορηθεί για συμμετοχή στο οργανωμένο έγκλημα της Κύπρου με αιματηρές επιθέσεις την περίοδο 1999-2004, είχε μπει στο πρόγραμμα «προστασίας μαρτύρων» ενώ φερόταν να συνεργάζεται με ενόπλους από τη Βουλγαρία και την πρώην Σοβιετική Ενωση. Ακόμα, στο ελληνοβουλγαρικό κύκλωμα μεταφοράς κυρίως υλικών νόθευσης καυσίμων καταγράφεται, σύμφωνα με αστυνομικούς, και η εμπλοκή πρώην αστυνομικών, όπως και άλλων οικείων του βαρυποινίτη που διέμεναν στα Βαλκάνια, ενώ υπήρχαν αναφορές και για «κάλυψη» του κυκλώματος από βούλγαρους πολιτικούς.
Η εμπλοκή του Γιάννη Σκαφτούρου σε παράνομες ενέργειες είχε αναδειχθεί το καλοκαίρι του 2002 με τη δικογραφία εναντίον 44 ατόμων που είχε σχηματίσει τότε η Δίωξη Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής. Συγκατηγορούμενοί του ήταν οι ποινικοί Αρης Λακιώτης, Βασίλης Στεφανάκος, Ιωάννης Γαβάκης, που σχεδόν όλοι έχουν δολοφονηθεί. Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. εκτιμούν ότι πολλές από αυτές τις δολοφονίες στην εν λόγω συμμορία υπήρξαν «εκ των έσω», σε μια πρωτοφανή αιματηρή αλληλοεξόντωση.
Τότε είχε διαπιστωθεί και εμπλοκή στο κύκλωμα δεκάδων αξιωματικών του Λιμενικού και αστυνομικών που «κάλυπταν» το λαθρεμπόριο πετρελαίου και τσιγάρων, ενώ η συμμορία προχωρούσε και σε ωμούς εκβιασμούς ιδιοκτητών νυκτερινών κέντρων. Σε ένα σημείο της εν λόγω δικογραφίας μνημονευόταν ότι ο Ιωάννης Σκαφτούρος απείλησε με όπλο αστυφύλακα, διότι ο τελευταίος απλώς κοίταξε προς το μέρος του. Επιπλέον, κατονομαζόταν ως ο άνθρωπος που προσέγγιζε τους καταστηματάρχες και τους ζητούσε χρήματα για «προστασία». Ακόμα, φερόταν να είχε έμμεση ή άμεση σχέση με τις αποδράσεις του καταζητούμενου Βασίλη Παλαιοκώστα από τις φυλακές Κορυδαλλού το 2006 αλλά απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες. Ο δολοφονηθείς στα Σκούρτα έπεσε στα χέρια των αστυνομικών έπειτα από καταδίωξη τον Αύγουστο του 2007 στον Ασπρόπυργο.
Τα λύτρα της απαγωγής Παναγόπουλου
Ο Γιάννης Σκαφτούρος εμφανιζόταν να είχε κρύψει, μέσω οικείων του, ένα μεγάλο «μερίδιο» από τα 30 εκατ. ευρώ της απαγωγής του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου το 2009 (απαλλάχθηκε για συμμετοχή στην εν λόγω αρπαγή), τα οποία άρχισε να μοιράζει σε άλλους ποινικούς. Επιπλέον κατηγορήθηκε ως μέλος της «μαφίας των φυλακών» που αναδείχθηκε το 2015 και προχωρούσαν σε τοποθέτηση βομβών σε σπίτια δικαστών στο Χαλάνδρι και στη Λάρισα αλλά και σε κατοικίες πολιτικών – ανάμεσα σε αυτούς και ο Γιάννης Σμπώκος – που είχαν φυλακιστεί για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Στην εν λόγω δικογραφία φέρεται να ζητούσε 2-3 εκατ. ευρώ από τους εν λόγω πολιτικούς με αναφορές ότι «είναι ψίχουλα μπροστά σε αυτά που έχετε φάει»! Επιπλέον, λίγους μήνες πριν από την αποφυλάκισή του, το 2018, είχε δεχθεί επίθεση με μαχαίρι από φυλακισμένα μέλη της αλβανικής μαφίας που φαίνεται να είχαν δεχθεί εντολές από έλληνα «νονό», ο οποίος δολοφονήθηκε όμως κι αυτός λίγους μήνες αργότερα.
Μετά την αποφυλάκισή του πέρα από τα πρατήρια καυσίμων φερόταν ιδιοκτήτης εταιρείας φορτηγών οχημάτων για χωματουργικές εργασίες και «σκραπ», ενώ σύμφωνα με αστυνομικούς είχε προχωρήσει σε «επενδύσεις» σε αρτοποιεία και άλλα καταστήματα. Ακόμα, φέρεται να ήταν αφανής συνεταίρος σε γνωστό μπαρ στη Μύκονο ενώ διατηρούσε συνεργασία με ιδιώτες από Ζάκυνθο, Πάτρα κ.λπ., μερικοί από τους οποίους έχουν γίνει στόχοι εγκληματικών ενεργειών. Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, υπήρχε συνεργασία κακοποιών από τα δυτικά προάστια με ποινικούς από την Αχαΐα, τη Ζάκυνθο και άλλες περιοχές, στο πλαίσιο διευκόλυνσης λαθρεμπορικών κυκλωμάτων με φορτία από το Ιόνιο.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εστιάζουν το ενδιαφέρον τους και στο δεδομένο ότι και η δολοφονία του 54χρονου επιχειρηματία Διονύση Κορφιάτη (έχει σχεδόν πλήρως εξιχνιασθεί) πριν από έναν χρόνο είχε γίνει πάλι με έφοδο των κακοποιών μέσα σε γραφείο και εκτέλεση του θύματος.
Για τη δραστηριότητα του Γιάννη Σκαφτούρου υπήρχε ενεργοποίηση της Επιτροπής Ξεπλύματος Χρήματος, ύστερα από σχετική λίστα με 500 ποινικούς που ανήκαν σε 23 συμμορίες την οποία είχε αποστείλει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, και η οποία φέρεται να εντόπισε τρία-τέσσερα ακίνητα ιδιοκτησίας του εντός και εκτός Αττικής αλλά μικρά χρηματικά ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς του. Στο πλαίσιο παλαιότερων ερευνών είχαν κατασχεθεί από λογαριασμούς του ποσά της τάξης των 80.000-100.000 ευρώ.