Η ενεργειακή κρίση βρήκε τη χώρα μας απροετοίμαστη με αποτέλεσμα οι έλληνες πολίτες να βιώνουν τις επιπτώσεις της πολύ πιο έντονα συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο λόγος είναι ότι τα τελευταία αρκετά χρονιά δεν υπήρξε ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την ενεργειακή πολιτική της χώρας βάσει της πράσινης μετάβασης, των γεωπολιτικών δεδομένων αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος – μέλος το οποίο αύξησε κατά τη διάρκεια του 2021 την εξάρτησή του από το φυσικό αέριο κατά 25% για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη στιγμή μάλιστα που οι τιμές του φυσικού αερίου είχαν ανέλθει στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο το πρόβλημα. Αν και η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι άμοιρος ευθυνών για τους υπέρογκους λογαριασμούς ενέργειας που λαμβάνουν οι έλληνες πολίτες. Προφανώς και θεωρώ πολύ σημαντικό τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, που είναι ο κορυφαίος στόχος της ανθρωπότητας για τα επόμενα χρόνια. Ομως για να πετύχει, πρέπει να γίνει με ομαλό και βιώσιμο τρόπο, χωρίς να δημιουργεί νέες ανισότητες που θα την ενοχοποιήσουν στα μάτια των πιο ευάλωτων Ευρωπαίων. Οπως αναφέρει συνεχώς και ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς, η πράσινη μετάβαση θα πετύχει μόνο αν είναι κοινωνικά δίκαιη.
Η βίαιη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτή αποτυπώνεται στη δραστική μείωσή τους κατά 50% στο ενεργειακό μείγμα, ξεκίνησε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως να υπάρχει ένα συγκροτημένο σχέδιο για τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, ούτε και για το μέλλον των περιοχών, η οικονομία των οποίων βασίζεται στον λιγνίτη. Στη συνέχεια, η Νέα Δημοκρατία ενίσχυσε περαιτέρω τον βίαιο χαρακτήρα της απολιγνιτοποίησης, ανακοινώνοντας αρχικά και ανακαλώντας υπό το βάρος των εξελίξεων, το κλείσιμο όλων των υφιστάμενων εργοστασίων μέχρι το 2023 και τη διατήρηση της Πτολεμαΐδας 5 που ακόμα δεν έχει μπει στο σύστημα μέχρι το 2025.
Με τον τρόπο λοιπόν που εφαρμόστηκε, η απολιγνιτοποίηση δεν ήταν συγχρόνως και απανθρακοποίηση, καθώς εγκαταλείπαμε τον λιγνίτη και δεν το αντικαθιστούσαμε με Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αλλά με ένα άλλο ορυκτό καύσιμο, το φυσικό αέριο, δίνοντας έτσι σε ένα μεταβατικό καύσιμο μόνιμα χαρακτηριστικά. Καθώς μάλιστα το συγκεκριμένο καύσιμο δεν το παράγουμε εμείς, αυξήθηκε υπέρμετρα η εξάρτησή μας από το τρίτες χώρες, καθιστώντας μας ευάλωτους σε γεωπολιτικά παιχνίδια και κερδοσκοπία. Οπως αποδεικνύει το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία από το 2012 και μετά αποσύρει με ήπιο τρόπο τόσο τον άνθρακα, όσο και τον λιγνίτη, αλλά και τα πυρηνικά της εργοστάσια, αντικαθιστώντας τα με ΑΠΕ, χωρίς να αυξήσει την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο, ένας άλλος δρόμος ήταν εφικτός για την πορεία απολιγνιτοποίησης της χώρας.
Παράλληλα, η πατρίδα μας αντιμετωπίζει και σοβαρά ρυθμιστικά προβλήματα. Το χρηματιστήριο ενέργειας που η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε και τώρα ως αντιπολίτευση καταγγέλλει, αντέγραφε ένα μοντέλο του εξωτερικού, χωρίς όμως να το προσαρμόσει στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς που χαρακτηρίζεται από χαμηλό ανταγωνισμό στη χονδρεμπορική αγορά και περιορισμένη διασυνδεσιμότητα. Παρά τα όσα υποστήριζε δημόσια ο κ. Τσίπρας τη στιγμή της υιοθέτησής του και ακόμη περισσότερο παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες της Νέας Δημοκρατίας όταν άρχισε να το υλοποιεί το 2020 , ακόμα και πριν από την κρίση, τα τιμολόγια των καταναλωτών συνεχώς αυξάνονταν αντί να μειώνονται. Παράλληλα, τρία χρόνια μετά, το ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται βάσει μακροπρόθεσμων συμβολαίων και το οποίο θα προσέφερε μία σταθερότητα στις τιμές είναι μηδενικό. Αντίθετα το 100% της ενέργειας στη χώρα μας πωλείται καθημερινά στη χρηματιστηριακή αγορά, όταν σε Γερμανία και Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 29% και στην Ιταλία μόλις 11%. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι παγκόσμιες αυξήσεις τιμών να μεταφέρονται αυτούσιες στους καταναλωτές, μέσω της γνωστής πια σε όλους μας ρήτρας αναπροσαρμογής.
Εύκολες λύσεις για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης δεν υπάρχουν. Η επανάληψη του τοξικού λαϊκισμού και της διχόνοιας του παρελθόντος μόνο σαν κακόγουστη φάρσα μπορεί να θεωρηθεί.
Πριν από δύο εβδομάδες, κατά τη διάρκεια του Περιφερειακού Συνεδρίου της παράταξής μας στην Κοζάνη, που επικεντρώθηκε στα ζητήματα ενέργειας, παρουσιάσαμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με άμεσες λύσεις που μπορούν να ανακουφίσουν τους πολίτες, καθώς και μακροπρόθεσμα μέτρα ώστε να γίνει η χώρα μας ανθεκτική στις διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας.
Ως πρώτο άμεσο μέτρο, που έχουμε ήδη προτείνει από τον Ιανουάριο είναι η επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή ρεύματος, η οποία θα ακύρωνε ουσιαστικά την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής, κρατώντας τα τιμολόγια σταθερά για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η κρίση με το κόστος να επιμερίζεται σε όλους τους συντελεστές της αγοράς. Είναι μία απόφαση που μπορεί να ληφθεί σε εθνικό επίπεδο ακόμα και αύριο διότι περιλαμβάνεται στα μέτρα που πρότεινε στις 8 Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσουν τα κράτη – μέλη, με το όφελος να το νιώθουν απευθείας οι καταναλωτές στην τσέπη τους. Αντιθέτως, η πρόταση τόσο του κ. Μητσοτάκη όσο και του κ. Τσίπρα για επιβολή πλαφόν στη χονδρική, απαιτεί την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο το τελικό της αποτέλεσμα στα τιμολόγια, καθώς μεσολαβεί το χρηματιστήριο ενέργειας για τη διαμόρφωση των τιμών. Αυτοί που είναι απολύτως διασφαλισμένοι είναι οι μεγάλες εταιρείες, οι οποίες θα αποζημιώνονται για τη διαφορά από το κράτος, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα διασφαλιστεί ότι θα μεταφέρουν το όφελος αυτό και στους καταναλωτές. Επιπλέον, η Ισπανία και Πορτογαλία οι οποίες πήραν τη σχετική έγκριση από την Επιτροπή την προηγούμενη εβδομάδα, δεν είναι μόνο ενεργειακά απομονωμένες λόγω των Πυρηναίων, κάτι που ως ένα βαθμό ισχύει και για τη χώρα μας, αλλά έχουν και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με εμάς. Η συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος για τα οποία επιβλήθηκε πλαφόν στη χονδρική, είναι σχεδόν η μισή σε σχέση με τη χώρα μας, αφού και στις δύο χώρες κυμαίνεται μεταξύ 29% και 31% ενώ σε εμάς ξεπερνάει το 57%.
Πολύ έγκαιρα θέσαμε επίσης στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου την ανάγκη δημιουργίας ενός δίκαιου μηχανισμού που θα φορολογεί τα υπερκέρδη των λίγων και επιδέξιων και θα χρηματοδοτεί τις ζημιές των πολλών και ανήμπορων να αντιδράσουν στο ιλιγγιώδες ράλι των τιμών της ενέργειας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ενέργειας υπολογίζει τα υπερκέρδη των παραγωγών ενέργειας στα 200 δισ. ευρώ μόνο για το 2022 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι ισολογισμοί των εταιρειών που σιγά σιγά δημοσιεύονται το επιβεβαιώνουν. Ομως η κυβέρνηση καθυστερεί αδικαιολόγητα, στερώντας από το Δημόσιο σημαντικά έσοδα.
Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε ότι η καλύτερη ενέργεια είναι αυτή που δεν καταναλώνουμε. Η χώρα μας καταγράφει από τους χειρότερους δείκτες στην ενεργειακή φτώχεια. Είναι απαραίτητο ένα ευρύ πρόγραμμα εξοικονόμησης, όπου ειδική προτεραιοποίηση θα γίνεται για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, ώστε να είναι καλύτερα προστατευμένα και πιο ανθεκτικά στις διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας, καθώς το πρόγραμμα που είναι σε εξέλιξη αργεί πολύ στις διαδικασίες του και δεν επαρκεί.
Ενας ακόμα σημαντικός πυλώνας του προγράμματός μας ο οποίος μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη τόσο για το περιβάλλον, όσο και για τους πολίτες είναι η διάχυση των ΑΠΕ στην κοινωνία, στους μικρούς παραγωγούς και τις ενεργειακές κοινότητες. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση προωθεί μονοδιάστατα τη δημιουργία μεγάλων έργων, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Εμείς προτείνουμε την ενίσχυση της αυτοπαραγωγής, μέσω της τοποθέτησης φωτοβολταϊκών σε κατοικίες, και της δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων ιδίως στον αγροτικό-κτηνοτροφικό τομέα και στον τομέα της μεταποίησης. Με αυτό τον τρόπο και οι πολίτες αλλά και η ανταγωνιστικότητα της χώρας θα είναι καλύτερα προστατευμένοι στις διακυμάνσεις των τιμών των ορυκτών καυσίμων.
Για να το πετύχουμε όμως αυτό, απαιτούνται επενδύσεις στο δίκτυο με τη δημιουργία νέων υποσταθμών και αναβάθμισή του, καθώς αυτήν τη στιγμή στις περισσότερες περιοχές της χώρας το δίκτυο είναι ήδη υπερκορεσμένο. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για να προχωρήσουμε στις απαραίτητες επενδύσεις. Δυστυχώς η κυβέρνηση φαίνεται να μην αξιοποιεί την ευκαιρία αυτή, καθώς τα σχετικά έργα που εντάσσει είναι πολύ περιορισμένα. Μόλις 195 εκατ. προορίζονται για τη διασύνδεση των νησιών, 100 εκατ. προορίζονται για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και άλλα 12 εκατ. για την αύξηση της ισχύος του κατά 800 MW. Επιπλέον, καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για την επέκταση της διασυνδεσιμότητας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ολα τα παραπάνω έχουν οικονομικές επιπτώσεις, που οι πολίτες τις βλέπουν χειροπιαστές στον λογαριασμό του ρεύματος, στις χρεώσεις για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Οι πολιτικές μας προτάσεις για την ενέργεια είναι ρεαλιστικές και ικανές να αντιμετωπίσουν με έναν κοινωνικά δίκαιο τρόπο την υφιστάμενη ενεργειακή κρίση, αλλά και να μας προετοιμάσουν, σε μία εποχή μεγάλων ανακατατάξεων, για τις προκλήσεις που μπορεί να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.