Η γειτονιά μου είναι ανήλικη. Γι’ αυτό και δεν έχει όρια, απλώνεται στη μνήμη. Δεν έχει πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, Βορρά και Νότο. Η γειτονιά μου, ένα παφλάζον σύμπαν, αυτόφωτο και αεικίνητο που αναπνέει εντός μου, στον ύπνο και στον ξύπνιο, πάντα παρούσα και διεκδικητική. Η μοίρα της; Δικιά μου μοίρα. Κι όπως τα βλέπω, μια μέρα θα σβήσει και θα χαθεί μαζί μου. Δεν την ξέρει κανείς εκτός εμού και δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη να τη βρεις, καμιά φωτογραφία δεν θα την απαθανατίσει. Είναι αυτή που με τα χρόνια την έφτιαξα σιγά σιγά στη μνήμη μου και μου φωτίζει τη ζωή. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα, σ’ ένα χωριό, το Αμπελάκι, ούτε χωριό, λίγα σπίτια που ακουμπά το ένα δίπλα στ’ άλλο, σαν για παρηγοριά.

Εκεί έμαθα να συλλαβίζω τον κόσμο δίπλα σε μια θάλασσα αρχαία, με τα σημάδια ακόμα από τις πέτρινες κυλίστρες που άφηναν σιγά-σιγά τα πλοία του στόλου των Αθηναίων να τα αγκαλιάσει το νερό. Σπάνια κάναμε το μπάνιο μας εκεί, γιατί είχε φυκιάδα και οι μητέρες μας φοβούνταν να μας πάνε. Φορές το σκάγαμε όμως γιατί πολύ μας έθελγε η «σκοτεινάγρα» του βυθού.

Μια τέτοια μέρα βρήκα ένα τεράστιο κοχύλι, σαν αυτά που είχα δει να τα φυσάνε οι ψαράδες κι αυτό να βγάζει έναν ήχο βαθύ και ιερό. Λέει ένας, άμα το πάρεις σπίτι και το βάζεις στ’ αφτί σου ακούς τη βουή της θάλασσας. Σιγά λέει άλλος, έτσι κι αλλιώς απ’ το σπίτι μου τη θάλασσα ακούω, ακούω και τίποτ’ άλλο;

Δίπλα στο σπίτι μας είχε μια μεγάλη αλάνα, και μετά ένα χάλασμα, εκεί κάποτε στην αυλή του τη χορταριασμένη είδα μια χελώνα, το καβούκι της σπασμένο, αίματα να τρέχουν κι αυτή ακόμα ζωντανή ν’ αργοσαλεύει. Ετσι κάνουν τα όρνια, τις πιάνουν με τα νύχια τους, πετάνε ψηλά και μετά τις αφήνουνε να πέσουνε, να σπάσει το καβούκι και να τις φάνε, μου λέει η θεία μου η Τανή. Ακου τώρα, Τανή. Είχε τόσο ωραίο όνομα, Τατιανή, και πες δεν της άρεσε, δεν το ‘κανε Τατιάνα; Τάνια έστω, αλλά Τανή; Αλλοι καιροί, άλλες φωνές.

Ετρεξα αμέσως να γλιτώσω απ’ την τρομάρα και πήγα στην αυλή της Βγενιάς της Γιάνναινας του Βλάχου (άλλη αυτή, Βγενιά από το Ευγενία) που είχε μια μεγάλη, τεράστια χελώνα, την καβάλαγα και με πήγαινε βόλτα στο πλακόστρωτο, άρχισα να φωνάζω σαν τρελό «κρύφτε τη, κρύφτε τη», γιατί θα ‘ρθουν τα όρνια να μας τη φάνε.

Το σχολείο

Μετά το χάλασμα, ήταν το σπίτι της φίλης μου της Κατινίτσας και δίπλα ακριβώς το σχολείο. Ηταν ίδιο κι απαράλαχτο μ’ αυτό που είχε ζωγραφισμένο το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού. Μια αίθουσα αριστερά, μια δεξιά, στη μέση ένας διάδρομος, στο βάθος το γραφείο.

Κάθε φορά που πήγαινα, μεγάλος πια, για να ψηφίσω έβλεπα τον χαλασμό του να προχωράει και μάτωνε η καρδιά μου. Οι ανάγκες βλέπεις. Το χωριό μεγάλωσε, τα παιδιά πού να χωρέσουν; Πρόσθεσαν μια αίθουσα κολλητά στο παλιό, μετά κοτσάρανε και δυο άλλες από πάνω, κάτι σκαλιά, κάτι τζαμαρίες – αγνώριστο το σχολείο μου. Πέρσι πήρα κι εγώ τα εκλογικά μου δικαιώματα και τώρα θα ψηφίζω εδώ, να μην το βλέπω.

Απέναντί μας ήταν τρία σπίτια, της Γιάνναινας του Βλάχου, της Γιώργαινας του Βλάχου και της Παναγιώταινας του Βλάχου. Τα σπίτια, βλέπεις, στο χωριό μου ανήκαν στις γυναίκες. Μπαινόβγαινα στα σπίτια αυτά λες κι ήτανε δικά μου. Κι όταν δεν πήγαινα από μόνος μου με έστελνε η μητέρα μου, με τον τρόπο της. Μίλησα πολύ νωρίς, σχεδόν πριν κλείσω χρόνο, και απ’ τη χαρά μου δεν έβαζα γλώσσα μέσα μου, και φαίνεται τους ζάλιζα, τους έκανα το κεφάλι καζάνι, γι’ αυτό κι η μητέρα μου

– «Δεν πας μέχρι τη Φίφη» (τώρα το Φίφη από πού βγαίνει μέγα μυστήριο) «να σου δώσει τον κρατητήρα;». Πήγαινα κι εγώ: «Φίφη, είπε η μαμά να μου δώσεις τον κρατητήρα».

– «Ωραία, κάτσε λίγο εδώ μέχρι να γίνει, για δεν τον έχω έτοιμο».

Περίμενα, περίμενα κι όταν πέρναγε η ώρα «πήγαινε τώρα και έλα αύριο που θα στεγνώσει». Το ωραίο ήτανε ότι δεν ρώτησα ποτέ τι είναι αυτός ο κρατητήρας που δεν έλεγε να στεγνώσει με τίποτα, γιατί δεν ήθελα να νομίσουνε πως δεν ξέρω τη λέξη. Αλίμονο, εγώ τα ήξερα όλα τότε. Τώρα δεν ξέρω τίποτα. Τα έλεγε ο ποιητής, εγώ δεν τ’ άκουγα. «Η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο».

Το διώροφο

Λίγο πιο πάνω από τις Γιάνναινες, τις Γιώργαινες, τις Παναγιώταινες, ήταν το σπίτι της θείας Πολυτίμης. Διώροφο με εξωτερική πέτρινη σκάλα και πάρα πολύ φιλόξενο. Στον πάνω όροφο έμενε και ο διάκος της εκκλησίας, ο Αγαθάγγελος, με μία σκυλίτσα ονόματι Τέσσα, η οποία κούναγε συνεχώς την ουρά της και ο πατήρ τής φώναζε με γάργαρη φωνή. «Ελα, Τέσσα. Τέσσα κουνίστρα».

Θα ‘μουνα τριών – τριάμισι, και ήρθε επίσκεψη η θεία μου η Βασιλική με τη νεογέννητη κορούλα της. Μόλις την είδα έπιασα τον δρόμο, μια και δυο, πήγα στη θεία Πολυτίμη.

– «Θεία», της λέω, «θέλεις να μ’ έχεις εσύ παιδί; Γιατί φέρανε ένα άλλο μωρό στο σπίτι».

Μετά το διώροφο είχε ένα στενάκι σαν αδιέξοδο, που οδηγούσε στις Κοντορόκαινες. Δεν ήταν αυτό το επώνυμό τους αλλά έτσι τις λέγανε. Η Μαρίνα και η Μαρία. Ανύπαντρες κι οι δυο αλλά η χαρά της ζωής. Η Μαρία μια φορά έφυγε απ’ τ’ Αμπελάκι το ’33, πήγε στην Αθήνα, κι άλλη μια φορά μετά, το 1996, για να με δει στο θέατρο – τόσο κοσμοπολίτισσα. Η Μαρίνα, πάλι, άναβε τα καντήλια στο νεκροταφείο. «Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι να παθαίνουνε, να ‘χουμε κι εμείς ψωμί να φάμε».

Εμένα η αδυναμία μου ήταν η Μαρία. Μ’ αυτήν κανονίζαμε εκδρομές, ταξίδια, γιορτές και χοροεσπερίδες. Είχανε μια καρδερίνα που τη λέγανε Μάτια.

– Μάτια, Μάτια, της φώναζαν κι αυτή κελαηδούσε του καλού καιρού.

Η Μαρία λοιπόν με μάθαινε και καινούργιες λέξεις, χωρίς όμως ποτέ να μου εξηγεί τη σημασία τους. Τις έλεγα κι εγώ άνετος. Φαίνεται το είχε μάθει όλο το χωριό και όποτε με ρωτούσαν, απαντούσα ωραιότατα.

Μια φορά, μεσημέρι, καλοκαίρι, λαύρα, έφευγα απ’ τις Κοντορόκαινες και βλέπω στο μισάνοιχτο παράθυρο τη Βλαμπία της Παναγιώταινας να με ρωτάει.

– «Για πες μου, αγοράκι μου, τι έχει η Μαρία;».

– «Μουνάκι» λέω εγώ λες κι έλεγα «μεράκι».

Απ’ τα γέλια της κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά κι όποτε με ξαναρωτάγανε απαντούσα «Το ‘ξερα αλλά τώρα το ξέχασα».

Ενηλικίωση

Ισια μετά τις κόρες τις ανύμφευτες, αφού πέρναγες ένα σπίτι κρυμμένο πίσω από το γιασεμί, τα καλοκαίρια ανάσα και λιποθυμιά, ήταν η εκκλησία μ’ ένα ρολόι στο καμπαναριό που χτύπαγε τις ολόκληρες και τις μισές. Τα Εισόδια της Θεοτόκου. Πριν μπεις, στον κυρίως ναό, στον πρόναο σε υποδέχονταν οι τοιχογραφίες με τη Δευτέρα Παρουσία. Μια κόλαση φλογισμένη με μαύρους διαόλους να κρατάν τις πυρωμένες τρίαινες και τους αμαρτωλούς να γκρεμοτσακίζονται από κάτι ανεμόσκαλες κι από κάτω να τους περιμένει το καζάνι με το καυτό το λάδι. Χρόνια στους εφιάλτες μου η κόλασή τους. Ομως το Αμπελάκι μου δεν σταματάει εδώ.

Με τα χρόνια άρχισε να μεγαλώνει, και ν απλώνεται διαρκώς, πάλι και πάλι. Δίπλα στο πηγάδι της αυλής, κάτω απ’ τη φοινικιά άρχισε να φυτρώνει η Πλατεία Κυψέλης που έγινε το στέκι μου στου γυμνασίου τα χρόνια, κι απ’ το παράθυρο της Βλαμπίας της Παναγιώταινας έβγαινε καταρράχτης ολάνθιστη η γλυτσίνα απ’ το σπίτι της Ξένιας στο Πήλιο. Οι κουρτίνες της τραπεζαρίας άνοιγαν κι έβλεπες φωτισμένη αχνά τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στο σπίτι της θείας Πολυτίμης τη μέρα της κηδείας δεν ήταν πια μόνο η κόρη της, η Φραγκίσκη, που έλεγε και ξανάλεγε 4 λέξεις μόνο. «Χωρίς μάνα δεν γίνεται. Χωρίς μάνα δεν γίνεται. Χωρίς μάνα δεν γίνεται» αλλά δίπλα απ’ αυτήν ήρθε και κάθισε η Παξινού δίνοντάς της το μέτρο, τον ρυθμό, τη μελωδία, στο νανούρισμα της μητέρας μου ντουμπλάριζε μια η Κάλλας, μια η Νίνου, πίσω απ’ το σπίτι μας ήρθε κι αγκυροβόλησε πλησίστια σημαιοστολισμένη ολόκληρη μια Σίφνος, κι από το παιδικό μου δωμάτιο μέχρι την αυλή ένα δρομάκι νοτισμένο του Λονδίνου με χωρίζει.

Ετσι που η γειτονιά της μνήμης μου δεν είναι πια το μικρό μου Αμπελάκι αλλά ένας τεράστιος Αμπελώνας που γέρνει απ’ τα βαριά τσαμπιά σταφύλια κι απλώνεται στο σύμπαν αενάως κι αιωνίως. Η γειτονιά μου είναι πια ενήλικη.