Ο Ζοζέπ Μπορέλ είναι με μια έννοια ο «υπουργός Εξωτερικών» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και εάν η Ένωση, για το εγγύς μέλλον τουλάχιστον, δεν διαθέτει ούτε κυβέρνηση, ούτε υπουργούς. Όμως, ο Μπορέλ μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί τη συλλογική βούληση της Ένωσης στο διεθνές πεδίο κατά τον ίδιο τρόπο που μπορεί να την εκπροσωπήσει ένας υπουργός Εξωτερικών.
Και αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία σε μια περίοδο όπου η ΕΕ προσπαθεί να ασκήσει κοινή εξωτερική – και ως έναν βαθμό αμυντική – πολιτική σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τόσο η συντονισμένη επιβολή κυρώσεων σε βάρος τη Ρωσίας όσο και ο συντονισμός με τον ΝΑΤΟ για την αποστολή αμυντικού υλικού στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, σε αυτό παραπέμπουν.
Μάλιστα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σε ορισμένα ζητήματα, η ευρωπαϊκή ρητορική είνι πιο επιθετική απέναντι στη Ρωσία ακόμη και από αυτή των ΗΠΑ. Ρόλο σε αυτό έχει παίξει και ο σκληρά αντιρωσικός τόνος ορισμένων χωρών της «διεύρυνσης» όπως είναι η Πολωνία ή οι χώρες της Βαλτικής που πιέζουν για ακόμη πιο σκληρή γραμμή απέναντι στο Κρεμλίνο και έχουν κατορθώσει να ασκούν πολύ σημαντική επιρροή στο πώς αρθρώνεται η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Η πρόταση Μπορέλ: να πάρει η ΕΕ τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας που βρίσκονται εκτός συνόρων
Όπως είναι γνωστό η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα, ακολουθώντας σε αυτό την πρακτική πολλών άλλων κεντρικών τραπεζών, είχε ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων τοποθετημένα εκτός συνόρων. Υπό κανονικές συνθήκες αυτή είναι μια πολύ συνήθης και συμφέρουσα πρακτική των κεντρικών τραπεζών. Όμως, μέσα στη συγκυρία του πολέμου αυτά τα περιουσιακά στοιχεία «πάγωσαν» στο πλαίσιο των κυρώσεων που επέβαλαν και οι ΗΠΑ και η ΕΕ. Μάλιστα ο μεγαλύτερος όγκος ρωσικών συναλλαγματικών αποθεμάτων εκτός συνόρων ήταν στη Γαλλία και έφταναν τα 71 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνολικά «πάγωσαν» περίπου αποθέματα συναλλάγματος και χρυσού ύψους 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το μέτρο αυτό ελήφθη ώστε να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει η ρωσική κεντρική τράπεζα για να στηρίξει το ρούβλι, αλλά και για να έχει δυσκολίες η ρωσική κυβέρνηση να αποπληρώνει το χρέος της που ήταν σε ξένο συνάλλαγμα. Δηλαδή, ήταν ένας μοχλός πολιτικής πίεσης για να σταματήσει ο πόλεμος και να αποχωρήσουν τα ρωσικά στρατεύματα από το ουκρανικό έδαφος. Γι’ αυτό και η τυπική μορφή αυτής της παρακράτησης δεν ήταν κατάσχεση, αλλά «πάγωμα» της δυνατότητας να κάνει η Ρωσία συναλλαγές με αυτά. Κατά τα άλλα το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς δεν άλλαξε.
Όμως, τώρα έρχεται ο Ζοζέπ Μπορέλ και ουσιαστικά προτείνει, σε συνέντευξή του στους Financial Times, αυτά τα χρήματα η ΕΕ να τα κατάσχει και με αυτά να πληρώσει την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, το κόστος της οποίας αναμένεται να είναι εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Τέτοιες προτάσεις έχουν υπάρξει και από τον αμερικανό πρόεδρο, όμως σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία Ρώσων ολιγαρχών, πρόταση με την οποία έχει συμφωνήσει και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. Όμως, έχουν υπάρξει και ερωτήματα για το πώς μπορούν να επιβληθούν τέτοια μέτρα με τρόπο που να είναι σύννομος, με το μόνο προηγούμενο που υπάρχει να είναι η κατάσχεση περιουσιών καταδικασμένων εγκληματιών που υπάρχει σε αρκετές νομοθεσίες χωρών.
Όμως, για το εάν μπορούν να κατασχεθούν με απλή πολιτική απόφαση περιουσιακά στοιχεία ενός κυρίαρχου κράτους, τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα. Μάλιστα, όταν ρωτήθηκε σχετικά η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν υποστήριξε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει ελαφρά τη καρδία και απαιτεί συντονισμό μεταξύ των συμμάχων και πιθανώς στις ΗΠΑ να απαιτεί και νομοθετική παρέμβαση.
Είναι τόσο εύκολο να γίνει κατάσχεση σε κρατικά περιουσιακά στοιχεία;
Η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και δη κρατικών περιουσιακών στοιχείων δεν είναι από τα πιο εύκολα πράγματα του κόσμου. Και αυτό αφορά και περιουσιακά στοιχεία εκτός συνόρων. Το να τοποθετούν οι κεντρικές τράπεζες ή άλλοι κρατικοί φορείς συναλλαγματικά διαθέσιμα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία εκτός συνόρων είναι μια συνήθης πρακτική και προϋποθέτει ότι δεν κινδυνεύουν με κατάσχεση.
Μάλιστα, μια ματιά στα διεθνή προηγούμενα δείχνει ότι οι σχετικές κυρώσεις φτάνουν μέχρι το «πάγωμα». Αυτό είχε γίνει με περιουσιακά στοιχεία του Ιρανικού κράτους μετά την Ισλαμική Επανάσταση. Αντίστοιχα, πιο πρόσφατα είχαμε το πάγωμα χρυσού της κεντρικής τράπεζας της Βενεζουέλας που βρισκόταν στην Τράπεζα της Αγγλίας, επειδή η βρετανική κυβέρνηση δεν αναγνώριζε την κυβέρνηση Μαδούρο και θεωρούσε τον Γουαϊντό ως «νόμιμο επικεφαλής» της κυβέρνησης της Βενεζουέλας.
Ένα άλλο πρόσφατο «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων ήταν αυτό που αφορούσε την κεντρική τράπεζα του Αφγανιστάν μετά από την άνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία. Εδώ βεβαίως το πρόβλημα ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν αναγνωρίσει τους Ταλιμπάν ως νόμιμη κυβέρνηση. Πάντως και αυτή η απόφαση είχε δεχτεί μεγάλη κριτική γιατί θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους ίδιους τους κατοίκους της χώρας, σε σχέση με τα σοβαρά ανθρωπιστικά προβλήματα στο ίδιο το Αφγανιστάν. Πάντως ένας από τους λόγους που είχε επικαλεστεί η αμερικανική κυβέρνηση ήταν ότι υπήρχε ζήτημα αποζημίωσης των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου.
Μια ανάλογη δικαιολογία έχουν επικαλεστεί οι ΗΠΑ και σε σχέση με το «πάγωμα» ιρανικών περιουσιακών στοιχείων υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις που έχουν επιδικάσει αποζημιώσεις σε θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων για τις οποίες θεωρήθηκε υπεύθυνη η κυβέρνηση του Ιράν.
Πολεμικές αποζημιώσεις χωρίς συνθήκη ειρήνης;
Όμως, είναι σαφές ότι η πρόταση Μπορέλ υπερβαίνει κατά πολύ τα παραπάνω παραδείγματα, τα οποία ούτως ή άλλως παραμένουν διαφιλονικούμενα.
Και αυτό γιατί ο επικεφαλής διπλωμάτης της ΕΕ ουσιαστικά προτείνει να χρησιμοποιηθούν τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας ως πολεμικές αποζημιώσεις προς την Ουκρανία.
Μόνο που μέχρι τώρα ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια τυπική εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία – ούτε καν έχουν διακοπεί οι διπλωματικές σχέσεις – ούτε έχει υπάρξει μια διαδικασία για να οριστεί το τέλος του πολέμου και μια διεθνής συνθήκη ή άλλη πράξη του διεθνούς δικαίου που να ορίζει τη διαδικασία με την οποία θα καταβληθούν πολεμικές αποζημιώσεις. Θυμίζουμε ότι για παράδειγμα το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων αποφασίστηκε από τη Διάσκεψη του Πότσνταμ, όπου συμμετείχαν ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία και όπου η λύση ήταν κυρίως η μεταφορά βιομηχανικού εξοπλισμού και συνολικά των υπόλοιπων πολεμικών αποζημιώσεων, και από τις Συνθήκες Ειρήνης του Παρισιού το 1947, που ρύθμισαν το θέμα των αποζημιώσεων από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες του Άξονα.
Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία απέχουμε ακόμη αρκετά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο και με όρους διεθνούς δικαίου η πρόταση Μπορέλ είναι πιο κοντά στην έννοια της αρπαγής παρά σε μια πλήρως νομιμοποιημένη διαδικασία επιμερισμού αποζημιώσεων. Χαρακτηριστική και η αντίδραση του αναπληρωτή υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας Αλεξάντερ Γκρούσκο που δήλωσε ότι η ιδέα του Μπορέλ παραπέμπει σε μια «πλήρη ανομία και μια καταστροφή των ίδιων των θεμελίων των διεθνών σχέσεων», για να συμπληρώσει ότι η πρόταση αυτή «θα βλάψει τους ίδιους τους Ευρωπαίους, το σύγχρονο χρηματοοικονομικό σύστημα και την εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα».
Στην πραγματικότητα η πρόταση Μπορέλ προσπαθεί να απαντήσει ένα ενεργό πολιτικό ερώτημα, δηλαδή το ποιος θα πληρώσει για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας όταν τελειώσει ο πόλεμος, με μια φαινομενικά «εύκολη» λύση που όμως ενέχει τεράστια νομικά ζητήματα και δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποια λογική «νομικού κανόνα».
Βεβαίως, την ίδια στιγμή τέτοιες δηλώσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά παραπέμπουν λιγότερο σε μια λογική «άμεσης άσκησης πίεσης» και περισσότερο στην παραδοχή ότι η ρήξη με τη Ρωσία και κατ’ επέκταση η νέα διαιρετική γραμμή στο διεθνές σύστημα όχι θα παγιωθεί, αλλά και θα είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακή.